Jump to content

jimjim

Νέα Μέλη
  • Posts

    127
  • Joined

  • Last visited

Posts posted by jimjim

  1. Μια θεμελιώδης θρησκευτική δοξασία είναι η αθανασία: η ζωή συνεχίζεται μετά το

    θάνατο. Η πίστη στην αθανασία αποτελεί μια κλασική απάντηση στο υπαρξιακό

    ερώτημα του ανθρώπου για το θάνατο, εάν δηλαδή αποτελεί το οριστικό τέρμα της

    ζωής ή μήπως πρόκειται μόνο για ένα σταθμό, κάποιο σύντομο διάλειμμα και μια

    πρόσκαιρη διακοπή του φαινομένου της ζωής. Η αθανασία υποστηρίζει τη δεύτερη

    εκδοχή παρομοιάζοντας το θάνατο με τον ύπνο: Ο θάνατος εκλαμβάνεται σαν «μεγάλος

    ύπνος» και ο ύπνος ως «μικρός θάνατος». Όπως ο ύπνος διακόπτει προσωρινά τον

    ημερήσιο κύκλο της ανθρώπινης ζωής, έτσι κι ο θάνατος είναι μια «κοίμηση»,

    κάποιο πρόσκαιρο διάλειμμα στον πολυετή κύκλο της ζωής μας. Η περί αθανασίας

    δοξασία συνδέεται με άλλες παρεμφερείς πεποιθήσεις (ανάσταση νεκρών,

    μετεμψύχωση) και είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων με παγκόσμια, οικουμενική

    ισχύ.

    Κοιτίδα της δοξασίας για την αθανασία είναι η θρησκεία. Κύρια συστατικά στοιχεία

    της πίστης στην αθανασία της ψυχής είναι η συνέχιση της ζωής μετά θάνατο, ο

    αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα κατά την τελευτή του άνθρωπου, η επανένωση

    τους στο μεταθανάτιο υπερπέραν, η επουράνια κρίση των επίγειων έργων μας και η

    συνακόλουθη ανταμοιβή (παράδεισος, Εδέμ) η τιμωρία (κόλαση, Άδης). Γύρω από

    αυτόν το βασικό πυρήνα εμφανίζονται πολυποίκιλες εκδοχές ανάλογα με την

    πολιτιστική ιδιαιτερότητα κάθε θρησκεύματος, όπως είναι π.χ. η αιγυπτιακή πίστη

    στην ύπαρξη δικαστηρίου ετοιμοθάνατων, η ιρανική διδασκαλία για τη γέφυρα στην

    οποία βαδίζουν οι νεκροί μεταβαίνοντας από την επίγεια στην επουράνια ύπαρξη

    τους (γέφυρα στενή για τους αδίκους και ευρύχωρη για τους δικαίους) καθώς και η

    Ινδική δοξασία για τις βαθμίδες (σκαλοπάτια) της κλίμακας πού οδηγεί από τη ζωή

    στο θάνατο.

    Στις θρησκευτικές δοξασίες πρωτογονικών φυλών η επουράνια αθανασία είναι

    ανεξάρτητη από την επίγεια ζωή και απονέμεται σε όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως

    των πράξεων τους. Αντιθέτως όμως στα μεταγενέστερα. Ιστορικά θρησκεύματα

    (βουδισμός, Ισλάμ κ.α.) η αθανασία είναι μόνο η ανταμοιβή των καλών Έργων του

    επίγειου βίου του ανθρώπου και απονέμεται αποκλειστικά στους δικαίους. Τα

    κριτήρια της αθανασίας ποικίλλουν κι έχουν να κάνουν με διαφορετικούς

    παράγοντες, όπως είναι η καταγωγή του νεκρού (ευγενής, παρίας κ.λπ.), η αιτία

    του θανάτου (φυσικός, βίαιος, ηρωικός κ.α.) η ή ηθική ζωή του (δίκαιος, ενάρετος

    κ.τ.λ.).

    Συναφείς με την αθανασία δοξασίες είναι η μετεμψύχωση και η ανάσταση. Η

    θεωρία της μετεμψύχωσης εμφανίζεται στα ανατολικά θρησκεύματα της Εγγύς και Άπω

    Ανατολής, ενώ η πίστη στην ανάσταση των νεκρών προσιδιάζει στο χώρο των

    αβρααμικών μονοθεϊστικών παραδόσεων (Ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, Ισλάμ). Η

    αθανασία συνδέεται στενότερα με τη μετεμψύχωση, η οποία μεταγγίζεται από την

    Ασία στην Ευρώπη χάρη στη διαμεσολάβηση του αρχαιοελληνικού ορφισμού και των

    μυστηριακών θρησκειών.

    Κατά τη θεωρία της μετεμψύχωσης διακρίνεται Ο άνθρωπος σε δύο μόρια, την ψυχή

    και το σώμα. Η πρώτη είναι άυλη, αγέννητη, ανώλεθρη και εκ φύσεως αθάνατη, ενώ

    το τελευταίο είναι ένυλο, γεννητό, φθαρτό και θνητό. Το σώμα είναι η φυλακή και

    ο τάφος της ψυχής («σώμα» ίσον «σήμα», δηλαδή μνήμα, τάφος). Η ύλη θεωρείται

    κατώτερη κι υποδεέστερη του πνεύματος. Η πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου είναι το

    σύντομο διάλειμμα της αιωνιότητας της ψυχής του. Ο θάνατος σημαίνει τον

    αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα κι έτσι εκλαμβάνεται ως απελευθέρωση του

    άφθαρτου από το φθαρτό, του αιωνίου από το πρόσκαιρο, του ανωτέρου από το

    κατώτερο. Η τελευτή του άνθρωπου είναι η πράξη της ελευθερίας του και η στιγμή

    της επιστροφής του στην ίδια αιωνιότητα, όπου πλέον η ψυχή μεταβάλλει τρόπο

    υπάρξεως (μετεμψύχωση), ανέρχεται σε υψηλότερο επίπεδο, επιστρέφει στην

    αρχέγονη, παραδείσια κατάστασή της, από όπου είχε εκπέσει στη «φυλακή», στον

    ενσώματο «τάφο» της επίγειας ζωής.

    Με αυτό τον τρόπο τα ανατολικά θρησκεύματα εξωραΐζουν το θάνατο και παρηγορούν

    τον άνθρωπο για το κακό της ζωής του. Υπόσχονται σ? αυτόν τη μεταθανάτια

    καταξίωσή του και τον συνετίζουν με την απειλή της αιώνιας τιμωρίας του. Σε

    αντίθεση προς τη μετεμψύχωση βρίσκεται η ιουδαιοχριστιανική πίστη στη σωματική

    ανάσταση των νεκρών, για την οποία θα γίνει ειδικότερα λόγος στα παρακάτω.

    Κλασική διατύπωση της θεωρίας της μετεμψύχωσης βρίσκουμε στον αρχαιοελληνισμό

    (Ορφισμός, μυστηριακές θρησκείες), ενώ στην Ασία κυκλοφορεί με ποικίλες εκδοχές.

    Ο κομφουκιανισμός δεν μνημονεύει αθανασία του ανθρώπου, μολονότι διδάσκει τη

    λατρεία των προγόνων.

    Ο χριστιανισμός αποδέχεται λοιπόν την αθανασία, την τροποποιεί όμως ριζικά και

    επιφυλάσσεται έντονα, έχοντας σαν πρώτιστη οντολογική προϋπόθεση τη σωματική

    ανάσταση των νεκρών, υπό το πρίσμα της οποίας βλέπει την αθανασία του ανθρώπου.

    Είναι λανθασμένη η συνήθης τάση ριζικής αντιδιαστολής της αθανασίας προς την

    ανάσταση, που παρατηρείται στη νεώτερη προτεσταντική θεολογία ιδίως του 20ου

    αιώνα. Επίσης είναι εσφαλμένη η άλλη ακραία θέση του ρωμαιοκαθολικισμού, κατά

    την οποία συγχέονται τα όρια ανάστασης-αθανασίας με αποτέλεσμα να υπάγεται η

    πρώτη στην τελευταία.

    Η ανατολική ορθόδοξη θεολογία στον πατερικό της κορμό έχει διατηρήσει τη

    διαλεκτική ισορροπία μεταξύ των δύο παραπάνω θέσεων με το να διακρίνει χωρίς να

    διασπά και να συνδέει δίχως να ταυτίζει την ανάσταση προς την αθανασία, δίνοντας

    το πρωτείο στην πρώτη και αποδεχόμενη την τελευταία υπό τον όρο της πρώτης. «Οι

    χριστιανοί δεν δεσμεύονται από καμιά φιλοσοφική διδασκαλία περί αθανασίας. Αλλά

    δεσμεύονται από την πίστη στην καθολική ανάσταση... Μια "αθανασία ασωμάτων

    ψυχών" δεν θα έλυνε το ανθρώπινο πρόβλημα... Οι χριστιανοί προσδοκούν κάτι

    μεγαλύτερο από μια "φυσική" αθανασία, λαχταρούν μια αιώνια κοινωνία με το θεό,

    μια θέωση».

     

     

    Η ανάσταση των νεκρών

     

    Ο άνθρωπος δεν έχει σώμα, αλλά είναι σώμα και ψυχή. Το αρχιμήδειο στήριγμα, ο

    θεμέλιος λίθος και η αφετηριακή αρχή της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι η

    ψυχοσωματική ενότητα της ανθρώπινης οντότητας. Το σώμα δεν είναι κάτι το

    δευτερεύον, το οποίο δήθεν προστίθεται στην ψυχή για να απαρτισθεί τελικά ο

    άνθρωπος. Αντιθέτως το σώμα ανήκει στο «είναι» του ανθρώπου, δεν αποτελεί το

    «έχει» του. Άλλωστε ο Θεός πρώτα έλαβε «χουν από της γης» κι ύστερα «ενεφύσησεν

    εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής», ώστε τελικά πια «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν

    ζώσαν» (Γενέσ. 2,7), σύμφωνα πάντα με τα βιβλικά δεδομένα της Δημιουργίας.

    Προηγείται λοιπόν το ενυλοσωματικό στοιχείο και ακολουθεί το άυλο-ψυχικό για να

    συναποτελέσουν τη λειτουργική ενότητα, που λέγεται άνθρωπος.

    Τόσο στην Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) όσο και στους Πατέρες της

    Εκκλησίας τονίζονται όχι μόνο η ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου αλλά επιπλέον

    η καταξίωση της σωματικής οντότητας της ανθρώπινης υπόστασης. Σε ρητή αντίθεση

    προς τον αρχαιοελληνισμό, ο όποιος υποτιμούσε το σώμα μεταφυσικά («σώμα-σήμα»

    στους ορφικούς και στον πλατωνισμό), ο ιουδαιοχριστιανισμός εκτιμούσε τη

    σωματικότητα του ανθρώπου θεολογικά. Κι αυτό αποδεικνύεται από δύο τουλάχιστον

    γεγονότα: α) Η αγιότητα του ανθρώπου είναι σωματική υπόθεση. Η σωτηρία εξαρτάται

    και από το σώμα. Η ασκητική ηθική είναι σωματική γυμνάσια της ψυχής, β) Η

    θνητότητα του άνθρωπου είναι σωματικό γεγονός, γι? αυτό ισχύει η πίστη στην

    ανάσταση των νεκρών (αντί της θεωρίας για την αθανασία της ψυχής), όπως επίσης

    αυτός είναι o λόγος συγκεκριμένων νεκρικών δρωμένων, σαν την ταφή των νεκρών

    (αντί για την καύση τους), την τέλεση μνημοσυνών και την τιμητική προσκύνηση των

    λειψάνων των αγίων της εκκλησίας.

    α) Η ασκητική ως σωματική γυμνάσια της ψυχής. Η ηθική διδασκαλία της Ορθοδοξίας

    είναι ασκητική. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε ούτε να φλυαρήσουμε για

    να υπενθυμίσουμε ότι η ασκητική δεν σημαίνει ούτε καν υπονοεί οποιαδήποτε άρνηση

    της σωματικότητας του ανθρώπου. Το αντίθετο ισχύει μάλιστα: το σώμα είναι ο

    απαράβατος όρος για τη σωτηρία του ανθρώπου. Χωρίς σώμα δεν αγιάζει ο άνθρωπος.

    Ούτε καν αρκεί ο εξαγιασμός της ψυχής, αλλά οπωσδήποτε απαιτείται ο καθαγιασμός

    του σώματος.

    Αρκεί να θυμηθούμε την καθοδηγητική αρχή της βιβλικής αφετηρίας, ότι «τούτο

    δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21). Αυτό

    σημαίνει ότι η άμαρτωλότητα και η αγιότητα, τα δύο όρια της ηθικότητας, είναι

    καταστάσεις ψυχοσωματικής υφής. Και οι δύο, αμαρτωλός και άγιος, σχετίζονται με

    το σώμα. Γι? αυτό δεν αρκεί η προσευχή, αλλά χρειάζεται και η νηστεία. Αν

    αμαρτία ήταν μόνο σωματική ενοχή, τότε για την εξάλειψή της θα αρκούσε η αποχή

    από το σώμα και θα έφθανε η νηστεία. "Όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η αμαρτία

    είναι εξίσου σωματική και ψυχική υπόθεση, γι? αυτό μαζί με τη νηστεία χρειάζεται

    και προσευχή. Η νηστεία άφορα στο σώμα και η προσευχή αναφέρεται στην ψυχή. Μόνο

    και τα δυο μαζί, νηστεία και προσευχή, δρουν αγιαστικά, αφού ο άνθρωπος είναι

    ψυχοσωματική οντότητα κι η αμαρτωλότητά του είναι γεγονός σωματικής και ψυχικής

    πτώσης.

    Δεν αρκεί λοιπόν η πνευματική άσκηση (προσευχή), αλλά προαπαιτείται σωματική

    γυμνάσια της ψυχής (νηστεία). Αυτό ακριβώς είναι το νόημα και το μήνυμα της

    ασκητικής παράδοσης στην Ορθοδοξία: άσκηση σημαίνει τη σωματική γυμνάσια της

    ψυχής. Η σωτηρία του άνθρωπου αρχίζει από το σώμα, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό

    ούτε σταματά εκεί. Προχωρεί, ολοκληρώνεται και τελειώνεται στην ψυχή του. Όμως

    περιλαμβάνει και το σώμα, αρχίζει μάλιστα από αυτό. Μπορεί το τέρμα της σωτηρίας

    να ?ναι η ψυχή, αλλά οπωσδήποτε η αφετηρία της είναι το σώμα.

    Η ασκητική γραμματεία της Ορθοδοξίας είναι γεμάτη από εμφαντικές όσο και

    κατηγορηματικές ρήσεις που τονίζουν την καταξίωση του σώματος. Μόνο ο ασκητισμός

    που τελούσε υπό την επήρεια του ωριγενισμού (π.χ. Ευάγριος Ποντικός) υιοθέτησε

    αρνητική στάση απέναντι στο σώμα. Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι η Ορθοδοξία

    καταδίκασε συνολικά και συνοδικά, κατ? επανάληψη και μάλιστα στην Ε' Οικουμενική

    Σύνοδο (553), τον Ωριγένη και τον Ευάγριο, ονομαστικά και θεολογικά,

    αναθεματίζοντας ρητά «την μυθώδη προύπαρξιν των ψυχών, και την ταύτη επομένην

    τερατώδη αποκατάστασιν». Παρότι ο Ωριγένης υπήρξε κορυφαίος θεολόγος και ο

    Ευάγριος ήταν περιώνυμος ασκητής, ωστόσο η Εκκλησία δεν δίστασε να τους

    καταδικάσει προσωπικά και θεολογικά, ακριβώς διότι μεταξύ των άλλων υποτιμούσαν

    τη σωματικότητα του ανθρώπου. Έτσι πια ο ασκητισμός, που αρνείται το σώμα, είναι

    ανορθόδοξος και αντιχριστιανικός. Ο ορθόδοξος χριστιανικός ασκητισμός καταξιώνει

    το ανθρώπινο σώμα. Όποιος ασκητισμός αποκλίνει σε αυτό το σημείο, ενδεχομένως

    είναι θρησκευτικός και ηθικός ασκητισμός, φιλοσοφικός ή ιδεολογικός ασκητισμός,

    όμως δεν είναι ορθόδοξος χριστιανικός ασκητισμός. Μια εμφαντική μαρτυρία στο

    σημείο αυτό προσποριζόμαστε από το Γεροντικόν, την περίφημη αυτή συλλογή

    ασκητικών λογίων από τους πατέρες της ερήμου. Σύμφωνα με τον αββά Ποιμένα «ημείς

    ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Στόχος της ασκητικής δεν είναι η

    καταπολέμηση του σώματος, αλλά η υπερνίκηση των παθών. Άλλωστε τα πάθη είναι

    ψυχοσωματικά, όπως ο άνθρωπος. Κάθε πάθος αφορά εξίσου στην ψυχή και στο σώμα.

    Μπορεί το σώμα να είναι ένας φορέας του πάθους, όπως άλλωστε είναι κι η ψυχή

    όχημα του πάθους. "Όμως το σώμα δεν είναι ο μοναδικός ούτε ο αποκλειστικός

    φορέας του πάθους. Επιπλέον το σώμα δεν είναι το αίτιο του πάθους ούτε καν η

    πηγή της αμαρτίας.

    Ακόμα και σε πατερικά κείμενα που επισύρουν επάνω τους την υποψία ότι

    εμφορούνται από νεοπλατωνίζουσες απόψεις, οπότε θα περίμενε κανείς μιαν αρνητική

    αποτίμηση του σώματος, όμως κι εκεί ακόμα, στα λεγόμενα «αρεοπαγιτικά κείμενα»

    συναντούμε θε­τική εκτίμηση της σωματικότητας του ανθρώπου: «τίμιον έστα με­τά

    της οσίας ψυχής και το συναθλήσαν αύτη σώμα». Το σώμα είναι συναθλητής της

    αρετής κι η ψυχή παραμένει βέβαια ο πρωταθλητής. Απλώς ιεραρχούνται και

    βαθμολογούνται διαφορετικά. Δεν αντιπαρατίθενται όμως, ούτε μηδενίζεται το σώμα

    απέναντι στην ψυχή του ανθρώπου. Δεν υπάρχει σωτηρία του ανθρώπου έξω και πέρα

    από το σώμα. Η κλίμακα που ανάγει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό είναι το

    ίδιο του το σώμα. Μαζί με αυτό αμαρτάνει και αγιάζει, ανέρχεται και κατέρχεται,

    υπάρχει ή δεν υπάρχει για την ασκητική ηθική της Ορθοδοξίας.

    β) Η τιμητική προσκύνηση των αγίων λειψάνων. "Όχι μόνο στα λεγόμενα, αλλά και

    στα δρώμενα της Ορθοδοξίας διαπιστώνουμε την καταξίωση του ανθρωπίνου σώματος.

    Και μάλιστα στα νεκρικά δρώμενα, τα οποία επιβιώνουν στο λαό, διακρίνονται για

    τη διαχρονικότητα τους και σφραγίζουν τη λαϊκή ευσέβεια. Έχει λοιπόν ιδιαίτερη

    σημασία η πρακτική των ορθοδόξων πιστών στο σημείο αυτό, όχι μόνο διότι εκφράζει

    καθημερινά κι εφαρμοσμένα την ορθόδοξη θεολογική παράδοση, αλλά διότι επιπλέον

    εδραιώνει και κατοχυρώνει έμπρακτα την πίστη της Εκκλησίας στην πράξη της ζωής.

    Η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων των αγίων της Εκκλησίας αποδεικνύει την

    κατάφαση του σώματος και διασώζει την πίστη της Ορθοδοξίας στη σωματικότητα του

    ανθρώπου. Η αγιότητα δεν σημαίνει κάποια «εξαύλωση» του ανθρώπου, όπως κακώς

    πιστεύεται από πολλούς, πιστούς ή απίστους. Άγιος δεν είναι ο «καλός κ? αγαθός»

    άνθρωπος χωρίς το σώμα του. Η αγιότητα δεν είναι η άρνηση του σώματος και της

    ύλης. Ούτε «εξαΰλωση» ούτε «αποσωμάτωση» του ανθρώπου οδηγεί στην αγιότητα. Στην

    αγιότητα δεν πρόκειται για δήθεν «πνευματοποίηση» του σώματος και της ύλης, αλλά

    συμβαίνει κάτι άλλο.

    Στην αγιότητα σημειώνονται η αφθαρτοποίηση της ύλης και η αθανάτωση του σώματος.

    Η ύλη διασώζεται από τη φθορά. Κάθε κτιστό ον χαρακτηρίζεται από τη φθορά. Έτσι

    και το σώμα, όπως άλλωστε κι η ψυχή, είναι κτιστά όντα, άρα και φθαρτά,

    γεννιούνται και πεθαίνουν, έχουν αρχή και τέλος. Μόνο ο θεός είναι το άκτιστον,

    αγέννητο κι ανώλεθρο, άναρχο και ατελεύτητο, άφθαρτο ον. Όλα τα άλλα είναι

    κτιστά, δηλαδή φθαρτά (Ιωάννης Δαμασκηνός). Μόνο στον άγιο, κατά μίμηση του

    άκτιστου θεού, ενεργείται η αφθαρσία της ύλης. Ο Θεός είναι άφθαρτος ως

    άκτιστος. Ο άγιος άνθρωπος γίνεται άφθαρτος παρότι κτιστός, αλλά χάρη στο θεό

    και στην άσκηση.

    Η αγιότητα είναι η πραγμάτωση του «καθ? ομοίωσιν». Ο άγιος «ομοιώνεται» στο Θεό.

    Παρόλο που οντολογικά συνεχίζει πάντα να διαφέρει από το θεό, ωστόσο ενεργεί σαν

    το Θεό. Μιμείται προσωπικά και δημιουργικά την τριαδική ζωή της αγαπητικής

    ελευθερίας και της απελευθερωτικής αγάπης στην κοινωνία των προσώπων. Έτσι

    λοιπόν με την αγιότητα αφθαρτίζεται το σώμα.

    Απτά και ορατά τεκμήρια της αγιότητας, δηλαδή της αφθαρσίας του σώματος του

    αγίου, είναι τα λείψανα του. Ο άγιος είναι και φαίνεται άγιος εις τους αιώνας

    των αιώνων. Το σώμα δεν φθείρεται, αλλά διατηρείται σε αρίστη φυσική κατάσταση.

    Και μάλιστα αναδίδει ευωδία. Η λάρνακα του αγίου γίνεται τόπος προσκυνήματος. Τα

    οστά των μαρτύρων θεμελιώνουν το θυσιαστήριο κάθε ναού. Οι πιστοί επικαλούνται

    τη βοήθεια των αγίων, όταν αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις. Ομάδες ευσεβών

    στρέφονται σε Ιερούς τόπους, επιδίδονται σε προσκυνηματικά ταξίδια, προσφέρουν

    αφιερωματικά αναθήματα (τάματα) και προβαίνουν σε μιαν ολόκληρη σειρά πράξεων,

    που καταμαρτυρούν την πίστη τους στη σωματικότητα του ανθρώπου και την υλικότητα

    του κόσμου. Το σώμα του ανθρώπου και η ύλη του σύμπαντος καταφάσκονται Έμπρακτα

    από την ορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή βιώνεται καθημερινά και εφαρμόζεται

    ανελλιπώς από εκατομμύρια πιστών χριστιανών.

    Η προσκύνηση των αγίων λειψάνων είναι και πρέπει πάντα να παραμένει τιμητική.

    Δεν επιτρέπεται ούτε μπορεί ποτέ να αποβαίνει λατρευτική. Ο πιστός τιμά τον

    άγιο, δεν τον λατρεύει. Στον «καθ? ομοίωσιν» άφθαρτο ανήκει η τιμή, ενώ η

    λατρεία είναι αποκλειστικά για τον κατ? ουσίαν άφθαρτο και άκτιστο θεό. Σε αυτό

    ακριβώς διαφέρει η προσκύνηση των αγίων λειψάνων από το φετιχισμό. "Αν

    λατρεύονταν τα λείψανα των αγίων, τότε θα είχαμε το φαινόμενο του φετιχισμού,

    που ελάχιστα απέχει από την ειδωλολατρία, για να μην πούμε κι από τη

    «νεκροφιλία» ακόμα... Όμως η τιμητική προσκύνηση των αγίων λειψάνων σημαίνει, σε

    διαστολή προς τη λατρευτική τους χρήση, την κατάφαση της σωματικότητας του

    ανθρώπου, που δεν καταντά ούτε σε λατρεία ούτε σε αποθέωση της ύλης ή του

    σώματος.

    Τιμή, ναι, λατρεία, ποτέ: αυτή είναι μια ακόμα χρυσή τομή της ορθόδοξης

    παράδοσης στο θέμα μας. Πέρα και μακριά από τις δύο ακρότητες, της «εξαΰλωσης» ή

    της «πνευματοποίησης» από τη μια, και της «λατρείας», του φετιχισμού, της

    ειδωλολατρίας ή της νεκροφιλίας, από την άλλη πάλι πλευρά, υπάρχει η ορθή, η

    Ορθόδοξη άποψη της θετικής καταξίωσης του ανθρωπίνου σώματος.

    Το σώμα θεώνεται, αλλά δεν αποθεώνεται τα λείψανα του αγίου τιμώνται, αλλά δεν

    λατρεύονται.

    γ) Η ανάσταση των νεκρών αντί της αθανασίας της ψυχής. Κυρίως στο γεγονός του

    θανάτου φαίνεται πάρα πολύ καθαρά η καταξίωση της σωματικότητας του ανθρώπου από

    την Ορθόδοξη θεολογία. Αυτό αποκαλύπτεται όχι μόνο με την τιμητική προσκύνηση

    των σωματικών λειψάνων του αγιασμένου πιστού, αλλά και με την πίστη στην

    ανάσταση των νεκρών. Μια ακόμα παρεξηγημένη εικόνα του χριστιανισμού στο

    θρησκευτικό ή κοσμικό περίγυρο του είναι ότι δήθεν οι χριστιανοί ασπάζονται την

    αρχαιοελληνική (ορφική ή πλατωνική) θεωρία της αθανασίας της ψυχής. Όχι μόνο δεν

    συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο μάλιστα: οι χριστιανοί

    καταδικάζουν την αθανασία της ψυχής, την προΰπαρξη της και τη φυσική αφθαρσία,

    διότι πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και στην αφθαρτοποίηση του σώματος μαζί

    με την ψυχή.

    Ιουδαϊσμός και χριστιανισμός εκτιμούν το σώμα μαζί με την ψυχή. Γι? αυτό

    υπερβαίνουν τη θεωρία της έμφυτης αθανασίας της ψυχής και πρεσβεύουν μιαν άλλη

    άποψη: την ανάσταση των νεκρών. Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Ζωή

    σημαίνει τη λειτουργική σχέση ψυχής και σώματος, τη μετοχή των ψυχικών

    λειτουργιών στις σωματικές διαδικασίες και την επικοινωνία ψυχής-σώματος. Αν

    λοιπόν ορίσουμε τη ζωή ως τη σχέση της ψυχής με το σώμα, τότε κατανοούμε το

    θάνατο ως τη σχάση της ψυχής από το σώμα, τη διάσπαση της ψυχοσωματικής ενότητας

    του ανθρώπου, το διαχωρισμό τους και την απομόνωση της ψυχής από το σώμα. Πτώμα

    είναι σώμα χωρίς ψυχή. Άνθρωπος είναι έμψυχο σώμα ή ενσώματη ψυχή. Νεκρός

    άνθρωπος είναι μια διασπασμένη οντότητα ανθρώπου σε δύο μόρια, την ψυχή και το

    σώμα.

    Με την ανάσταση των νεκρών συμβαίνει η επανένωση της ψυχής με το σώμα,

    πραγματώνεται η μετάβαση από τη σχάση του θανάτου στη σχέση της ζωής. Στην

    ανάσταση συνδέονται εκ νέου η ψυχή με το σώμα, που είχαν χωρισθεί στην τελευτή

    του ανθρώπου. Ανάσταση είναι η υπέρβαση της σχάσης στη σχέση, η μετάβαση από το

    θάνατο στη ζωή, από την ακοινώνητη οντότητα στην κοινωνημένη ύπαρξη. Αφού λοιπόν

    στην ανάσταση επανασυνδέεται η ψυχή με το σώμα, τότε δεν νοείται ανάσταση νεκρών

    χωρίς την ανάσταση των σωμάτων. Χωρίς σώμα δεν υπάρχει ανάσταση. Δίχως ανάσταση

    δεν νοείται το σώμα. Η καταξίωση του σώματος είναι απαράβατος όρος για την πίστη

    στην ανάσταση των νεκρών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αφθονούν οι ρητές μαρτυρίες

    των Πατέρων της Εκκλησίας.

    δ) Το έθος της ταφής των νεκρών αντί της καύσης. Άμεση συνέπεια της πίστης στην

    ανάσταση των νεκρών (αντί της αθανασίας των ψυχών) και προέκταση της καταξίωσης

    του ανθρωπίνου σώματος είναι το έθιμο της ταφής των νεκρών.

    Οι ορθόδοξοι πιστοί επιμένουν στη συνήθεια τους να θάπτουν τους νεκρούς τους,

    μετά τριετία συνηθίζουν να προβαίνουν σε εκταφή του πτώματος και συνεχίζουν να

    διαφυλάσσουν τα οστά του νεκρού εις τους αιώνας των αιώνων. Η καύση των νεκρών

    δεν ευδοκίμησε σε ορθόδοξες επικράτειες. Η πολιτειακή καθιέρωση συνάντησε την

    επίσημη εκκλησιαστική αντίδραση, η οποία διαφυλάσσει την Ορθόδοξη παράδοση της

    ταφής των νεκρών.

    Η εμμονή στην ταφή και η αποστροφή στην καύση των νεκρών έχει θεμέλια θεολογικά

    και φιλοσοφικά. Δεν αποτελεί απλή συνήθεια ή συναισθηματική εθιμοτυπία. Είναι η

    έμπρακτη έκφραση της λανθάνουσας μεταφυσικής του Ορθόδοξου λαού του θεού, που

    μαθαίνει από την εκκλησιαστική του παράδοση ότι το σώμα είναι δώρο θεού,

    πρωταρχικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και πρώτη ύλη της ζωής. Επειδή το

    σώμα έχει αξία, γι? αυτό διατηρείται πέρα από το θάνατο και τη φθορά, "ίχνη του

    σώματος είναι τα οστά του τεθνεώτος, τα όποια διαφυλάσσονται μαζί με την κάρα

    του μέσα στην αιωνιότητα. Εάν μάλιστα αναδίδουν ευωδία και φέρουν εμφανή κι

    αδιάψευστα ίχνη αφθαρσίας, τότε ο νεκρός αναγορεύεται άγιος της εκκλησίας. Έτσι

    λοιπόν ή ταφή περιποιεί τιμή στο σώμα, τιμή που δεν μπορεί ποτέ να αποδοθεί από

    την καύση.

    Μόνο όποιος πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών, δηλαδή στην έγερση των σωμάτων,

    αυτός δεν ανέχεται την καύση των νεκρών του. Και μόνο εκείνος που υποτιμά το

    σώμα του ή εμφορείται από την πεποίθηση του για την αθανασία της ψυχής ή

    αδιαφορεί για όλα αυτά, μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος προτιμά την καύση, αν βέβαια

    ασχολείται καθόλου με παρόμοια ερωτήματα.

    Μπορεί ίσως η καύση να ?ναι τεχνικά προσφορότερη λύση από την ταφή των νεκρών.

    Στις μεγαλουπόλεις δημιουργείται αδιαχώρητο με τα νεκροταφεία.

    Στην Αθήνα έγινε ιδιαίτερα αισθητό με τον καύσωνα του θέρους το 1987 και τις

    εκατόμβες ηλικιωμένων θυμάτων της υπερβολικής ζέστης, που ανέμεναν την ταφή τους

    για μέρες. Κι είναι επιπλέον θέμα δημόσιας υγείας η καύση αντί της ταφής, ιδίως

    σε έκτακτες συνθήκες, όπως εκείνη του αθηναϊκού καύσωνα. Δεν θα υπεισέλθουμε σε

    μια συζήτηση του τι πρέπει να γίνει στο συγκεκριμένο θέμα. θέλουμε μόνο να

    επισημάνουμε ένα σημείο. Η όποια άρνηση της εκκλησίας στο ζήτημα της καύσης των

    νεκρών δεν προέρχεται από φανατισμό, σκοταδισμό ή αντιπολιτευτική διάθεση στην

    πολιτική βούληση, αλλά εκπηγάζει από τη συγκεκριμένη φιλοσοφία της ορθόδοξης

    παράδοσης, που είναι η καταξίωση του ανθρωπίνου σώματος.

    Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό από την πολιτεία. Μια ανθρωπιστική,

    συνταγματικά θεσπισμένη δημοκρατία, που πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν

    μπορεί παρά να αναγνωρίσει στα μέλη της να ασκούν ανεμπόδιστα τα θρησκευτικά

    τους καθήκοντα, και μάλιστα εκείνα που άπτονται θεμελιωδών ανθρωπιστικών αρχών

    και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η καταξίωση του ανθρωπίνου σώματος ανήκει στην

    καρδιά των ανθρωπιστικών αξιών. Αν μια τέτοια πίστη διατυπώνεται με το έθος της

    ταφής των νεκρών και διακυβεύεται από την καύση τους, τότε η πολιτική εξουσία

    οφείλει να κάνει σεβαστή μια τέτοια εθιμική πρακτική. Το να την κατοχυρώσει

    θεσμικά στην επικράτεια της, θα ήταν ίσως πολύ να ζητηθεί. Το να την ανεχθεί

    όμως και να την επιτρέπει σε όσα πιστά μέλη της το επιθυμούν, αυτό είναι το

    λιγότερο, το ελάχιστο, που μπορεί και πρέπει να κάνει η πολιτεία.

    ε) Η τέλεση μνημοσυνών. Συνέχεια και συνέπεια της πίστης στην αξία του

    ανθρωπίνου σώματος είναι η τέλεση μνημόσυνων για τους νεκρούς. Το σώμα και το

    όνομα είναι δύο συγκεκριμένοι φορείς του ανθρώπου. Η διάσωση της μνήμης

    πραγματώνεται με τη διάσωση αυτών των δύο στοιχείων. Το σώμα διασώζεται ως πτώμα

    με τα ταφικά έθιμα (ταφή, εκταφή, οστεοφύλαξη). Το όνομα διατηρείται με την

    τέλεση μνημόσυνων σε τακτά και έκτακτα χρονικά διαστήματα.

    Εάν η θρησκεία σημαίνει την ένωση των διεστώτων στοιχείων της πραγματικότητας

    και η εκκλησία είναι η κοινωνία των διασκορπισμένων, τότε τίποτε δεν μπορεί να

    παραμείνει απομονωμένο ή αποχωρισμένο, αυτονομημένο ή αλλοτριωμένο μέσα στην

    εκκλησιαστική πραγματικότητα, θείο και ανθρώπινο στοιχείο, κτιστό-άκτιστο,

    φθαρτό-άφθαρτο, ψυχή-σώμα, ύλη-πνεύμα συνενώνονται, ενοποιούνται, ενίζονται. Το

    ίδιο συμβαίνει στα μνημόσυνα. Εκεί ενώνονται οι ζώντες με τους τεθνεώτες, οι

    ζωντανοί και οι νεκροί, οι μέλλοντες νεκροί με τους τέως ζωντανούς, οι παρόντες

    και οι απόντες. Ο θάνατος παύει να τους χωρίζει. Κι αυτή η υπέρβαση του θανάτου

    και του χωρισμού βιώνεται με τη μνήμη του ονόματος.

    Η μνήμη είναι η γέφυρα που υπερβαίνει το χάος του χρόνου. Ενότητα νεκρών και

    ζωντανών είναι η τέλεση του μνημόσυνου. Γι' αυτό εντάσσεται φυσιολογικά μέσα

    στην εκκλησία, η οποία είναι η κατ' εξοχήν ενότητα της ζωής. Το μνημόσυνο είναι

    μια πρόγευση της ανάστασης των νεκρών. Η ανάσταση αφορά στο σώμα και το

    μνημόσυνο στο όνομα του νεκρού. Αν σώμα και όνομα είναι η δίπτυχη ταυτότητα του

    ανθρώπου, τότε δεν μπορεί παρά να αναφερόμαστε και στα δύο μαζί, κι έτσι να

    πιστεύουμε στην ανάσταση τελώντας μνημόσυνα.

    Ευνόητο, αν όχι αυτονόητο, είναι ότι ο ανιμισμός δεν έχει θέση στην τέλεση των

    μνημοσυνών. Δεν πρόκειται για προγονολατρία, αλλά για τιμητική ανάμνηση του

    νεκρού, συγγενούς ή μη. Το μνημόσυνο δεν είναι λατρευτική πράξη, αλλά τιμητική

    χειρονομία μνήμης του ονόματος. Οι τεθνεώτες τιμώνται χωρίς να λατρεύονται. Κι

    αυτή είναι η διαφορά των μνημοσυνών από τον ανιμισμό.

    Αν χρειάζεται να σπουδάσει κάποιος τη θεολογική καταξίωση του ανθρωπίνου

    σώματος μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν είναι απαραίτητο παρά μόνο ένα: να

    παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία της εκκλησίας. Ο νεκρώσιμος κανόνας που

    ψάλλεται είναι ποίημα του Ιωάννη Δαμασκηνού, του μεγίστου δογματολόγου της

    Ορθοδοξίας, ενός από τους μείζονες Πατέρες της εκκλησίας, συγγραφέα της πρώτης

    και σπουδαιότερης δογματικής της Ορθοδοξίας, και διακεκριμένου ποιητή. Εάν στα

    λεγόμενα και ψαλλώμενα συναριθμήσεις και τα λατρευτικά δρώμενα της κηδείας ή του

    μνημόσυνου, τότε πια έχεις ενώπιον σου την πιο ρεαλιστική και αδιάψευστη

    εξεικόνιση της καταξίωσης του ανθρωπίνου σώματος από την Ορθόδοξη παράδοση.

    Εκεί ανακαλύπτει κανείς ότι το σώμα υμνήθηκε και τιμήθηκε τόσο πολύ από την

    Ορθοδοξία όσο ίσως ποτέ άλλοτε και πουθενά άλλου. Κι αυτό δυστυχώς δεν έχει

    γίνει τόσο κατανοητό, όσο θα ?πρεπε, όχι μόνο από τους καλοπροαίρετους κριτικούς

    της Ορθοδοξίας, αλλά κι από τους φανατικούς οπαδούς της, πολλοί από τους οποίους

    εκλαμβάνουν την ορθόδοξη πίστη ως δήθεν «εξαΰλωση» και «πνευματοποίηση»,

    χάνοντας από τη ζωή τους το ρεαλισμό της εκκλησιαστικής μεταφυσικής. Ίσως

    συμβαίνει αυτό, επειδή ο ωριγενισμός συνεχίζει να μαστίζει την Ορθοδοξία με τον

    απάνθρωπο ψευδοασκητισμό του, που αποδεικνύεται ανορθόδοξος και

    αντιχριστιανικός.

    :001almostcry:

×
×
  • Create New...