Jump to content

white_unicorn

Mέλη
  • Posts

    579
  • Joined

  • Last visited

Posts posted by white_unicorn

  1. θα το δω, αλλά δεν ειμαι σίγουρη αν θα το δω στον κινηματογράφο.... ωραία εκείνη η μαγεία του βιβλίου που διαβάζεις πρώτη φορά... και το 7 να δίνει όλες τις απαντήσεις.... (Α ρε Σέβερους.... παρεξηγημένος μέχρι τέλους....:))

  2. *Περνάει απ' έξω, μέσα υπάρχει σκοτάδι, κάνει να ανοίξει την πόρτα. Το τρίξιμο από την σκουριασμένη πόρτα την τρομάζει, κάνει ένα βήμα πίσω. 'Δεν είναι κανείς μέσα' σκέφτεται και προχωράει προσεκτικά. Ένας χρόνος από το τελευταίο ποστ αναγνώστη στο thread. 'Δεν μπορεί να είναι κανείς εδώ...' αλλά δεν είναι και σίγουρη.... Ποστάρει τα 3/4 του 13ου κεφαλαίου και φεύγει με κομμένη ανάσα και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. 'Ούτε στοιχειωμένο να ήταν' σκέφτεται και αρχίζει να τρέχει καθώς ακούει το τρίξιμο της πόρτας ξανά. Κάποιος ήταν εκεί, ή μόλις μπήκε.... Η wanna-be-writer εξαφανίζεται στο επόμενο στενό, η ζέστη δεν κάνει τίποτα στον κρύο ιδρώτα που την έλουσε...*

     

    Κεφάλαιο 13ο.... φτιαγμένο από την αρχή και με συνέχεια... δεν υπόσχομαι τπτ γιατί πλέον ξέρω πως δεν μπορώ να κρατήσω υποσχέσεις σε αυτό το θέμα...

     

    Τον ένιωθα να χαλαρώνει για αρκετή ώρα αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω. Όταν τελικά το στομάχι μου άρχισε να γουργουρίζει γέλασε.

    "Έχεις τίποτα που να τρώγεται εδώ μέσα ή να παραγγείλω;" Σηκώθηκε και με τράβηξε ελαφρά από το χέρι.

    "Φυσικά και έχω!" γέλασα. Πήγαμε στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο, "Μάλιστα... Τυρί, μαγιονέζα, ψωμί.... Α! Να και η σαλάτα....!"

    Ξεκίνησα να φτιάξω το σάντουιτς όταν με σταμάτησε, "Θεωρείς αυτό γεύμα;" τον κοίταξα και το πρόσωπο του έδειχνε απέχθεια.

    Οι προτιμήσεις του ήρθαν στην σκέψη μου και χαμογέλασα, "Για μένα είναι!"

    Κούνησε απλά το κεφάλι του και με έσπρωξε μαλακά προς το τραπέζι, "Κάθισε. Θα ετοιμάσω εγώ..." νόμιζα ότι αστειευόταν αλλά μιλούσε σοβαρά.

    Οι κινήσεις του ήταν κοφτές και ακριβείς, σαν τους Σεφ που έβλεπα κάποτε στην τηλεόραση. Λιγότερο από 20' αργότερα είχα μπροστά μου το αποτέλεσμα του πειράματος του όπως το αποκάλεσε. "Για να δούμε τι μπορώ να βγάλω από τα λίγα που έχεις.... Τουλάχιστον έχεις τα βασικά..." είχε πει.

    Έβαλε δύο πιάτα στο τραπέζι, σέρβιρε τα μακαρόνια σαν να βρισκόμασταν σε εστιατόριο και έμεινα να τον κοιτάζω.

    "Δεν σκοπεύω να φάω δύο τέτοιες μερίδες!" είπα χαμηλά και γέλασε.

    "Μα δεν θα φας μόνη σου! Σήμερα θα φάμε μαζί!"

    Η απορία έμεινε στο πρόσωπο μου. Ήρθε κοντά μου και άγγιξε τα χείλη του στον λαιμό μου, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει και την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα.

    "Μέχρι τώρα," ψιθύρισε στο αυτί μου, "νόμιζα ότι είχες καταλάβει τι μου αρέσει..." ένιωσα τα δόντια του να τρίβονται πάνω από τον σφυγμό μου και σταμάτησα να ανασαίνω για λίγα δευτερόλεπτα, "Και τι μπορώ να κάνω για λόγους ανάγκης." πήρε ένα κομμάτι ψωμί από μπροστά μου και το χαμόγελο του ήταν σαν να δοκίμαζε νέκταρ.

    Όταν κάθισε απέναντι μου η καρδιά μου ακόμα προσπαθούσε να γυρίσει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να χαλαρώσω και με κοίταξε σχεδόν λυπημένος, "Δεν..." προσπάθησα να του πω ότι δεν φοβόμουν πραγματικά αλλά με σταμάτησε.

    "Είναι στη φύση των πιο ανίσχυρων αρπακτικών να φοβούνται τα ισχυρότερα..." είπε απλά και χαμογέλασε.

    Δεν είχα κάτι να αντιτάξω, άλλωστε είχε δίκιο... ήταν ο κυνηγός, οι άνθρωποι ήμασταν τα θηράματα του.

    "Αν δεν ξεκινήσεις να τρως έχεις τον λόγο μου...." σταμάτησε μόλις πήρα το πιρούνι στο χέρι μου και χαμογέλασε.

    Με την πρώτη μπουκιά ήξερα ότι οι δικές μου μαγειρικές ικανότητες ήταν απειροελάχιστες. Κοίταξα προς το μέρος του, έμοιαζε να απολαμβάνει το φαγητό αλλά τα μάτια του ήταν στο πρόσωπο μου. Χαμογέλασα προσπαθώντας να διώξω την ένταση που ένιωθα να μαζεύεται ανάμεσα στους ώμους μου.

     

    "Έχω γεμιστεί με σάλτσα;" ρώτησα λίγο μετά και ήταν σαν να ξυπνούσε.

    "Όχι." είπε χαμογελώντας, "Γιατί;"

    Κούνησα το κεφάλι μου και πήρα μια χαρτοπετσέτα, δεν ένιωθα και τόση πείνα πια.

    «Γιατί, το τελευταίο δεκάλεπτο με κοιτάς, σαν να είμαι πέντε χρονών, να έχω λερώσει την καλή μου μπλούζα και να σκέφτεσαι αν πρέπει να με μαλώσεις."

    Μίλησα γρήγορα, σαν να ήταν αστείο. Και σίγουρα κάποιος που θα το έβλεπε από άλλη οπτική γωνία θα το θεωρούσε αστείο.

    Το επόμενο δευτερόλεπτο ήταν δίπλα μου, γύρισε την καρέκλα μου σαν να ήταν φτερό και γονάτισε μπροστά μου. Το κεφάλι του ήταν στα πόδια μου και τα χέρια του γύρω από την μέση μου. Η ταχύτητα του με άφησε με κομμένη ανάσα και με την καρδιά μου να προσπάθεια να ξεφύγει από την φυλακή του θώρακα μου.

    Δεν κατάφερα να μιλήσω, έτρεμε σαν να είχε βγει από παγωμένο νερό.

    "Μου θυμίζεις όσα έχω ξεχάσει." είπε τόσο χαμηλά που αν δεν ήμουν ακριβώς από πάνω του δεν θα τον άκουγα, "Πως είναι να χρειάζεσαι αέρα, νερό, τροφή, για να ζήσεις. Είναι σαν να ξαναζώ..."

    Χάιδεψα τα μαλλιά του γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Τον ένιωθα να μιλάει αλλά η φωνή του ήταν τόσο χαμηλή που δεν καταλάβαινα τι έλεγε και δεν ήθελα να τον ρωτήσω. Όταν με άφησε και σηκώθηκε το πρόσωπο του ήταν, αλλιώτικο, δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τι είχε αλλάξει. Αλλά είμαι σίγουρη ότι κάτι είχε αλλάξει.

    Λίγα λεπτά αργότερα κάθισε ξανά στην θέση του, αν δεν ήμουν εκεί λίγα λεπτά νωρίτερα δεν θα καταλάβαινα τι είχε γίνει. Σηκώθηκα για να μαζέψω τα πιάτα και είδα ότι το δικό του ήταν σαν να μην το είχε αγγίξει, αν και τον είχα δει να τρώει. Ήμουν σίγουρη ότι είχε φάει.

    "Δεν?;" Σταμάτησα πριν ρωτήσω και κούνησα το κεφάλι μου. ?Βρυκόλακας!? είπα στον εαυτό μου, πως μπόρεσα να ξεχάσω, να τον θεωρήσω άνθρωπο; Άπλωσα το χέρι μου προς το πιάτο του ενώ σκεφτόμουν πόσο είχα συνηθίσει την παρουσία του.

    Θυμήθηκα πως δεν είχε τραφεί κανονικά το προηγούμενο βράδυ, τον κοίταξα και απάντησε στην ερώτηση που δεν ήμουν σίγουρη αν θα ρωτούσα.

    "Αντίθετα με τις κοινές αντιλήψεις," είπε "δεν χρειάζομαι τροφή κάθε βράδυ, όπως δεν πεθαίνω κάθε πρωί...."

    Ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει, δεν είχα καταλάβει την ένταση που ακόμα ένιωθα.

    Άγγιξε ελαφρά το χέρι μου και χαμογέλασα. Το βλέμμα του έκρυβε τι σκεφτόταν αλλά το κενό στο πρόσωπο του μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα.

    Άφησα το πιάτο ξανά στο τραπέζι και γονάτισα δίπλα του. Τα πλακάκια ήταν άβολα; αλλά ήθελα να εξηγήσω.

    "Χθες, χρειαζόσουν κάτι για να συγκρατήσεις την πείνα. Δεν πρόκειται ποτέ να σου αρνηθώ αυτήν την μικρή βοήθεια, δεν θα σε αφήσω να παλεύεις χωρίς ελπίδα νίκης."

    Είχε κατεβάσει το βλέμμα, άγγιξα το μάγουλο του και προσπάθησε να τραβηχτεί, "Φίλιππε, χθες στο ζήτησα εγώ! Ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Αν είχες την ίδια ανάγκη και σήμερα δεν θα σου αρνιόμουν.

    Σταμάτησα γιατί ένιωθα την δική μου ανάγκη, ένα κομμάτι μου ήθελε να νιώσει ξανά τον πόνο σε εκείνο το φιλί.

    Με κοίταζε περιμένοντας να συνεχίσω, "Ήσουν εσύ που χρειαζόσουν βοήθεια χθες. Εσένα ήθελα να βοηθήσω! Αν δεν ήσουν εσύ, αν ήταν ο Ιάσονας, ή οποιοσδήποτε άλλος που θα χρειαζόταν αυτήν την βοήθεια δεν θα το έκανα. Θα έφευγα όσο πιο μακριά θα μπορούσα για να μην γίνω το επόμενο θήραμα του... Αλλά, χτες ήσουν εσύ! Ήσουν εσύ και ήθελα να το κάνω."

    Το χαμόγελο του ήταν πιο αληθινό από ποτέ. Άγγιξα τα χείλη μου στα δικά του και τον άφησα να με φιλήσει χωρίς να τραβηχτώ. Ένιωσα τους κυνόδοντες του να επιμηκύνονται και έπρεπε να παλέψω με τον εαυτό μου για να μείνω στην αγκαλιά του.

    Χωρίς να το καταλάβω με είχε σηκώσει στα χέρια του, άνοιξα τα μάτια μου όταν ήμασταν στο δωμάτιο μου. Με άφησε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου.

    Δεν είμαι σίγουρη τι θα έλεγα αν μπορούσα να μιλήσω αλλά ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που αναρωτιόμουν πως δεν είχε σπάσει ακόμα. Η αναπνοή μου ήταν ακανόνιστη, σαν να μην είχα αρκετό αέρα. 'Κρίση πανικού' σκέφτηκα καθώς το άσθμα μου δεν είχε εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια.

    Με κοίταζε χαμογελώντας, άγγιξε τα δάχτυλα του στο μάγουλο μου και οι αναμνήσεις ήταν σαν να πλημμυρίζουν το μυαλό μου.

    Οι αναμνήσεις μαζί με μια άλλη φωνή..."Κοιμήθηκες μαζί του και τώρα τον έχεις ανάγκη! Αυτό δεν είναι;" όταν το είχε πει ο Στέφανος δεν είχα δώσει σημασία, τώρα προσπαθούσα να βρω μια λογική εξήγηση. Ταυτόχρονα με την προσπάθεια να ξαναβρώ την φωνή μου και να χαλαρώσω.

    Ο Φίλιππος με κοίταζε χωρίς να με αγγίζει. Άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες αν και η καρδιά μου δεν έλεγε να χαλαρώσει τους χτύπους της.

    "Συγγνώμη." είπα χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, σχεδόν δεν ήμουν σίγουρη ότι το είπα.

    Ξάπλωσε δίπλα μου με το κεφάλι του να στηρίζεται στο χέρι του και το άλλο χέρι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.

    "Δεν έκανες τίποτα... Όχι εσύ..."είπε και ένιωσα επιτελούς την καρδιά μου να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της.

    Έμεινα εκεί, κοιτάζοντας το ταβάνι, προσπαθώντας να ρωτήσω αυτό που δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να μάθω.

    "Όταν, όταν ο Στέφανος..." δεν μπορούσα να τελειώσω την ερώτηση, "Τι εννοούσε;" είπα τελικά και το χέρι του ήταν το μόνο που με κράτησε. Ήθελα να γυρίσω από την άλλη, να κουλουριαστώ κάτω από το σεντόνι και να αφήσω τον χρόνο να περάσει χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, χωρίς να αισθάνομαι τίποτα.

    "Έπρεπε να σου είχα εξηγήσει ήδη." είπε μόνο και με τράβηξε προς το μέρος του. Ένιωσα τα χείλη του στα μαλλιά μου και ήξερα πως δεν μπορούσα να αντιδράσω, δεν ήθελα να αντιδράσω.

    «Ο Στέφανος είχε δίκιο, αλλά μπορείς να το αποφύγεις... Όταν,"

    Σταμάτησε και τον κοίταξα, τα μάτια του ήταν κλειστά, στο πρόσωπο του έβλεπα τα συναισθήματα του να παλεύουν μεταξύ τους.

    "Όταν κάνουμε έρωτα, έρχεται ένα σημείο που δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Υπάρχει μια περίπτωση όταν ? αν ? σε δαγκώσω, να δημιουργηθεί ένας δεσμός μεταξύ μας. Ένας δεσμός που δεν θα μπορώ να σπάσω. Που δεν θα θέλω να σπάσω."

    Το χέρι του είχε τυλιχτεί στην μέση μου, με κράταγε σφιχτά, στα σύνορα μεταξύ πίεσης και πόνου. Δεν ήξερα τι να πω, ένιωθα το στόμα μου ξερό.

    "Αλλά, δεν χρειάζεται να γίνει, υπάρχει μια εναλλακτική..."

    Με κοίταξε και κατάλαβα ότι περίμενε να ρωτήσω, "Ποιά;" ψιθύρισα, δεν ήμουν σίγουρη πως θα ακουγόταν η φωνή μου.

    "Μπορώ να διακόψω την δημιουργία του πολύ νωρίς.... Αλλά, θα πρέπει να ξανακάνεις εκείνο το ταξίδι..."

    Τον κοίταξα χωρίς να το πιστεύω, "Είναι ο μόνος τρόπος!" είπε πιο σταθερά, ίσως γιατί φοβόταν τι θα έλεγα.

    "Και αν δεν το κάνω;" ρώτησα χωρίς σχεδόν να ακούω τον εαυτό μου.

    "Αν δημιουργηθεί ο δεσμός... Αν δεν καταφέρεις να προσαρμοστείς, να αντέξεις... θα πρέπει να αλλάξεις."

    Έκλεισα τα μάτια μου και μέτρησα μέχρι το δέκα προσπαθώντας να σκεφτώ λογικά.

    "Δεν γίνεται." είπα όσο πιο σταθερά μπορούσα, "Δεν γίνεται να, να είμαι αλλού! Την τελευταία φορά," πήρα μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσω, "Δεν θα ξαναπεράσω το μαρτύριο του αγιασμού! Όχι ξανά!"

    Με κοίταζε σαν να τον είχα χτυπήσει, "Δεν θα σε αφήσω να αλλάξεις! Δεν θα αλλάξεις!" τον έβλεπα να ανασαίνει βαθιά και ήξερα ότι ήταν αποφασισμένος.

    "Όταν, όταν γίνει..." τον κοίταξα στα μάτια γιατί ήθελα να ξέρει ότι το εννοούσα, "Θα είμαι εδώ! Θέλω να ξέρω τι γίνεται, θέλω την πραγματικότητα, όχι το όνειρο! Ακόμα και αν πρέπει να σε ακολουθήσω..."

    Δεν μίλησε αλλά ήξερα πως θα έκανε ότι μπορούσε για να μην αλλάξω, προσπαθούσε να με προστατεύσει ακόμα και από εμένα. Δεν υπήρχε κάτι να πω, το 'Ευχαριστώ' θα ήταν λίγο, το 'Σ' αγαπώ' θα ακουγόταν ψεύτικο.

    "Άρα έχουμε δύο απλές επιλογές," είπα κοιτώντας τον λαιμό του, «Ή κάνω το ταξίδι και δεν έχω ιδέα τι γίνεται εδώ, ή ρισκάρουμε την αλλαγή μου μέσα από την πιθανότητα του δεσμού." Ακούμπησα το μέτωπο μου στο στήθος του και το άρωμα του με γέμισε.

    "Υπάρχει πάντα και η τρίτη επιλογή..." είπε χαμηλά και τον κοίταξα για λίγες στιγμές.

    Το χαμόγελο του έμοιαζε ψεύτικο σαν να ήθελε να αλλάξει έκφραση αλλά να φοβόταν τι θα έδειχνε το πρόσωπο του αν το έκανε.

    Κατέβασα το βλέμμα μου στον λαιμό του, "Ναι, έχουμε και την τρίτη επιλογή... Και για τώρα, ακόμα δεν είμαι έτοιμη. Αλλά για πόσο ακόμα; Κάποια στιγμή, θα το θέλουμε και οι δύο. Και τότε θα έχουμε μόνο τις δύο επιλογές. Τότε, τότε δεν θα κάνω το ταξίδι, δεν θέλω το ταξίδι. Θέλω εσένα και δεν με ενδιαφέρει τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η απόφαση μου!"

    Με έσφιξε πάνω του και το μόνο που με έκανε να φύγω από την αγκαλιά του ήταν το κουδούνι που χτυπούσε συνεχώς για σχεδόν δύο λεπτά.

     

    Πριν προλάβω να βγω από το δωμάτιο ο Φίλιππος είχε ανοίξει την πόρτα. Άκουγα τις φωνές τους αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.

    «Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο.» άκουσα την Ίρις όταν ήμουν λίγα βήματα μακριά τους.

    Ο Φίλιππος γύρισε και είδα την Ίριδα, η ανησυχία της ήταν έκδηλη. «Πήρες τηλέφωνο;» ρώτησα μόνο και της έκανα νόημα να περάσει.

    Κοίταξα τον Φίλιππο και χαμογέλασε, δεν θα απαντούσε στις ερωτήσεις που ήθελα. Κούνησα το κεφάλι μου και έκλεισα την πόρτα πριν τους ακολουθήσω στο σαλόνι.

    «Χτύπησε τουλάχιστον δέκα φορές, νόμιζα πως κάτι έπαθες.» απάντησε η Ίριδα ενώ καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ.

    «Χρειάζομαι καφέ.» είπα και έκανα ένα βήμα προς την κουζίνα.

    «Θα κάνω εγώ καφέ, έχετε πολλά να πείτε.» ο Φίλιππος είχε ήδη περάσει στην κουζίνα.

    Δεν προσπάθησα να αντιδράσω, κάθισα στον καναπέ και περίμενα την Ίριδα να ξεκινήσει, ή τον Φίλιππο να επιστρέψει.

    Όταν ακούστηκαν θόρυβοι από την κουζίνα ξεκίνησε η Ίριδα, «Φοβήθηκα πως έπαθες κάτι. Ο Ερρίκος με διαβεβαίωνε πως,» κούνησε το κεφάλι της, « Ήμουν σίγουρη ότι ήσουν καλά, αλλά έπρεπε να σε δω για να ηρεμήσω.»

    Ήμουν σίγουρη πως οι παρενέργειες από την ?υποβολή? του Φίλιππου είχαν υποχωρήσει, η Ίρις όμως ακόμα δεν ήταν ο εαυτός της. Ίσως ήταν μια καθυστερημένη προσπάθεια άμυνας.

    «Είμαι καλά.» της είπα χαμηλά.

    Ήξερα ως ο Φίλιππος άκουγε και τον παραμικρό ψίθυρο αλλά δεν μπορούσα να κάνω πολλά για αυτό. Σηκώθηκα και ανέβασα την ένταση στο stereo, οι ψηλές νότες των Sirenia βοήθησαν να καταλαγιάσουν λίγο οι φόβοι και η ανησυχία μου.

    «Είμαι όσο ασφαλής μπορεί να είναι κάποιος στο σπίτι του. Δεν κινδυνεύω.» συνέχισα.

    «Το ίδιο είπε και ο Ερρίκος. Αλλά, δεν είμαι σίγουρη αν εμπιστεύομαι?» σταμάτησε απότομα και κοίταξε το πάτωμα ανασαίνοντας βαθιά.

    Λίγες στιγμές αργότερα ο Φίλιππος είχε γυρίσει στο σαλόνι. Άφησε τα ποτήρια στο τραπέζι, ένα της Ίριδας ένα δικό μου, και κάθισε δίπλα μου, όσο μακρύτερα μπορούσε από την πολυθρόνα.

    Ήθελα να ρωτήσω αν είχε γίνει κάτι που έπρεπε να ξέρω αλλά η έκφραση του δεν είχε αλλάξει, άφησα μια ανάσα και ήπια μια γουλιά από τον καφέ.

    Σχεδόν αντανακλαστικά κοίταξα την Ίριδα, δεν είχε ακουμπήσει τον καφέ, είχε μαζευτεί στην πολυθρόνα σαν το θήραμα μπροστά στο μεγάλο αρπακτικό. Άφησα το ποτήρι μου στο τραπέζι και κοίταξα τον Φίλιππο, δεν ξέρω τι έδειχνε το πρόσωπο μου, σήκωσε τα χέρια του σαν να δήλωνε ότι ήταν άοπλος.

    «Ίριδα, πάμε έξω;» ο Φίλιππος δεν μίλησε, η Ίριδα με κοίταξε και απλά κούνησε το κεφάλι της. Κάτι είχε γίνει, κάποιος την είχε τρομάξει και δεν ήθελα να είναι ο Φίλιππος, δεν ήθελα καν να σκεφτώ αυτήν τη πιθανότητα.

     

    Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μας η Ίριδα με κοίταξε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά.

    «Πάμε; Θα μιλήσουμε στον δρόμο.» της είπα και συμφώνησε.

    Ήταν ξανά ο εαυτός της, μόλις απομακρύνθηκε από το σπίτι ήταν πάλι φυσιολογική.

    «Γιατί νόμισες πως δεν ήμουν καλά;» την ρώτησα και με κοίταξε. Ο φόβος δεν είχε χαθεί όπως νόμιζα, απλά είχε κρυφτεί για λίγο.

    «Δεν, δεν ξέρω.» είπε και βιάστηκε να καθίσει σε ένα από τα πολλά παγκάκια της πλατείας.

    «Τι έγινε;» ξαναρώτησα σιγανά, «Ποιος σε τρόμαξε;»

    Κοίταζε το πλακόστρωτο, το χορτάρι λίγο μακρύτερα, οπουδήποτε εκτός από εμένα, άγγιξα απαλά το χέρι της, «Ποιος σου μίλησε για τον Φίλιππο;»

    «Ο Ιάσονας.» είπε χαμηλά.

    Την άφησα και αγκάλιασα τον εαυτό μου, «Πότε;»

    Πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμαζόταν για μακροβούτι στη θάλασσα, «Μου μίλησε προχτές στο μπαρ, πριν έρθετε. Είπε πως θα κινδυνεύσεις, πως ο Φίλιππος δεν είναι αυτό που φαίνεται.»

    Υπήρχαν και άλλα που δεν θα μου έλεγε, ένιωθα το στομάχι μου να δένεται κόμπος. Έκλεισα τα μάτια μου και όταν σιγουρεύτηκα ότι μπορούσα να μιλήσω ρώτησα το μόνο που σκέφτηκα.

    «Μίλησες με τον Ερρίκο για αυτό;»

    Ο Φίλιππος ήταν ο μόνος που μπορούσε να κάνει κάτι, και ο Ερρίκος ήταν, ίσως, ο μόνος που θα μπορούσε να του μιλήσει με κάποιες ελπίδες να εισακουστεί. Επιπλέον, έπρεπε να ξέρει.

    «Του είπα μόνο πως δεν είμαι σίγουρη για τον Φίλιππο. Δεν ήξερα πώς να του εξηγήσω?» είχε αγκαλιάσει τον εαυτό της σαν να ξαναζούσε κάποια τρομακτική στιγμή.

    «Τον ξαναείδες μετά την Κυριακή;» ρώτησα όσο πιο απαλά μπορούσα.

    «Όχι.» κούνησε το κεφάλι της, «Δεν θέλω να τον ξαναδώ.»

    Σε αυτό συμφωνούσα, «Πρέπει να μιλήσεις στον Ερρίκο. Ίσως μπορεί να κάνει κάτι.» της είπα παλεύοντας να ακουστώ σίγουρη, ήρεμη, όχι όπως ένοιωθα.

     

    Μισή ώρα αργότερα η Ίρις πήγαινε να συναντήσει τον Ερρίκο και εγώ ένιωθα τα ?κάρβουνα? του παλιού γνωμικού να ανάβουν και να ζεσταίνουν επικίνδυνα την θέση μου. Δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι, οι απαντήσεις που έψαχνα δεν θα μου δινόταν έτσι εύκολα. Υπήρχε κάτι, κάτι που σχεδόν ένιωθα στον αέρα, αλλά που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Έκανα μια βόλτα στην πλατεία και κάθισα κοντά στο σιντριβάνι,.

    Λίγη ώρα αργότερα ο Αλέξανδρος ήταν εκεί, δεν ρώτησα πως ήξερε που θα με έβρισκε ή γιατί ήταν εκεί, ένοιωθα πως όλα γινόταν όπως έπρεπε.

    «Η Ίριδα δεν είναι ο εαυτός της.» είπε απλά, σαν να συζητούσε για τον καιρό, σαν όλα να είναι υπό πλήρη έλεγχο.

    Τον κοίταζα και δεν ήξερα τι να πω, τι να σκεφτώ ή πώς να αντιδράσω.

    Συνέχισε πριν καταφέρω να σκεφτώ τι θα έλεγα «Ότι είχε κάνει ο Φίλιππος εκείνο το 1ο βράδυ δεν την επηρεάζει πια. Κάτι άλλο έχει συμβεί, κάτι που δεν ξέρω ακόμα που θα μας βγάλει.»

    «Ο Ιάσονας.» είπα χωρίς να το σκεφτώ.

    «Τι;» φώναξε και η κραυγή του με έβγαλε από το μούδιασμα που με τύλιγε.

    «Της μίλησε ο Ιάσονας προχτές. Δεν ξέρω τι και πόσα ακριβώς της είπε, αλλά την τρόμαξε.»

    «Πάμε.» είπε μόνο, σηκώθηκε και με τράβηξε για να τον ακολουθήσω.

    «Που;» ρώτησα αν και ήξερα.

    Δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγω, ένοιωθα σαν να ήμουν ξανά έξι και να μην θέλω να πάω σχολείο, τότε το να τραβάω το χέρι του πατέρα ? Ευγένιου ήταν απλά αντίδραση. Αν έκανα το ίδιο στον Αλέξανδρο τόσα χρόνια μετά θα ήταν παιδιάστικο.

    «Πρέπει να μιλήσουμε στον Φίλιππο.» είπε μόνο και συνέχισε να περπατάει γρήγορα.

    «Δεν θα ακούσει.» του είπα, «Η Ίριδα θα μιλήσει στον Ερρίκο, ίσως εκείνον τον ακούσει.»

    Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει, τα μάτια του έφερναν περισσότερο σε τρικυμισμένη θάλασσα.

    «Θα μας ακούσει! Όταν κατάλαβε πόσο την επηρέασε, υποσχέθηκε στον Ερρίκο και σε μένα πως δεν θα ξανασυμβεί σε καμία σας!»

    Όταν ξεκίνησε ξανά τον ακολούθησα χωρίς να μιλήσω. Δεν είχα κάτι να αντιτάξω, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να πω.

  3. (buffy - angel, buffy - spike, buffy - dracula - αυτής πρέπει να της αλλάξουν τον τίτλο από vampire slayer σε vampire layer... :lol:)

     

    :clapping::063laugh::clapping:

    βρε μπας να ψάξω λίγο περισσότερο την Μπάφυ? όχι τπτ άλλο... να πάρω καμία ιδέα και γω για τα 'ρόδα'.... :unsure5:

     

    :offtopic:

     

    στο θέμα τώρα... το έργο δεν το είδα ακόμα, τα βιβλία τα διάβασα όλα (ναι μου άρεσαν τα πρώτα 3 και είπα να δοκιμάσω το 4ο) αλλά ρε :censored: πολύ εύκολο το κάνει η συγγραφέας... πουπήγε το βασανισμένο από την δίψα και τις ενοχές νεο βαμπίρ? έμεινε με την Ράις μάλλον ε?

     

    *αναχωρεί για να μην συνεχίσει το :offtopic: )

  4. καλά βρε κορίτσια είπαμε... ο Johnny είναι ο Johnny....

    όσο να πεις ο vegetarian Βρικόλακας ονόματι Έντουαρντ υστερεί αρκετά....

    άσε που αν ήθελα να μπαίνει κρυφά στο σπίτι και να κοιτάζει την πρωταγωνίστρια ενώ εκείνη κοιμάται έχω άλλον σε καλύτερο βιβλίο...

    http://ilona-andrews.com/books/ :D

  5. Dark Angel διόρθωση... εμφανίστηκε και στην 5η ταινία (σκηνή της 4ης βέββαια αλλά αναφέρεται και στους τίτλους τέλους...)

     

    Επισης... την ταινία δεν την είδα ακόμα, περιμένω να βγεί σε DVD (όχι, 7 ευρώ δεν τα δίνω για να δω ένα συμπαθητικό βιβλίο να γίνεται.... :censored: τουλάχιστον αυτό κατάλαβα από το τρέιλερ... πού ακούστηκε να βάζουν Βαμπίρ να κάνουν τις μαϊμούδες πηδώντας από δέντρο σε δέντρο????? οεο!!!!

     

    Φυσικά το όλο "Χορτοφάγα βαμπίρ που λαμπυρίζουν στον ήλιο" όσο το διαβάζεις το συνιθίζεις... αλλά όχι και να πδάει τα δέντρα σαν τον ταρζάν....

     

    Υ.Γ. Όχι, τέτοιον άντρα δεν είμαι σίγουρη οτί θα τον προτιμούσα... στο Cinema έχουμε πολλούς άλλους να διαλέξουμε... (Gary Oldman - Dracula, Brad Pit - Interview with the Vampire, Hugh Jackman - XMen, και φυσικά Johnny Depp χωρίς σχόλια...)

  6. λίγο καθυστερημένα... αλλά εδώ είναι....

     

    Happy Birthday to you....

     

    δεν συνεχίζω το υπόλοιπο είναι γνωστό...

     

    Να ζήσεις, να ευτυχίσεις... κλπ, κλπ....

     

    :partytime:

     

     

    να περνάς πάντα όσο καλύτερα γίνεται.... :smiley_aaxg:

  7. ένα μικρό κομμάτι... που θα πάει θα καταφέρω να συνεχίσω.....

     

    Έμεινα εκεί, κοιτάζοντας το ταβάνι, προσπαθώντας να ρωτήσω αυτό που δεν ήμουν σίγουρη οτί ήθελα να μάθω. "Όταν, όταν ο Στέφανος..." δεν μπορούσα να τελειώσω την ερώτηση, "Τι εννοούσε;" είπα τελικά και το χέρι του ήταν το μόνο που με κράτησε. Ήθελα να γυρίσω από την άλλη, να κουλουριαστώ κάτω από το σεντόνι και να αφήσω τον χρόνο να περάσει χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Χωρίς να αισθάνομαι τίποτα.

    "Έπρεπε να σου είχα εξηγήσει ήδη." είπε μόνο και με τράβηξε προς το μέρος του. Ένιωσα τα χείλη του στα μαλλιά μου και ήξερα πως δεν μπορούσα να αντιδράσω, δεν ήθελα να αντιδράσω. "Ο Στέφανος είχε δίκιο, αλλά μπορείς να το αποφύγεις... Όταν," Σταμάτησε και τον κοίταξα, τα μάτια του ήταν κλειστά, στο προσωπό του έβλεπα τα συναισθήματα του να παλεύουν μεταξύ τους, "Όταν κάνουμε έρωτα, έρχεται ένα σημείο που δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Υπάρχει μια περίπτωση όταν ? αν ? σε δαγκώσω, να δημιουργηθεί ένας δεσμός μεταξύ μας. Ένας δεσμός που δεν θα μπορώ να σπάσω. Που δεν θα θέλω να σπάσω." το χέρι του είχε τυλίχτεί στην μέση μου, με κράταγε σφιχτά, στα σύνορα μεταξύ πίεσης και πόνου. Δεν ήξερα τι να πω, ένιωθα το στόμα μου ξερό, "Αλλά, δεν χρειάζεται να γίνει, υπάρχει μια εναλλακτική..." Με κοίταξε και κατάλαβα οτί περίμενε να ρωτήσω, "Ποιά;" ψυθίρισα, δεν ήμουν σίγουρη πως θα ακουγόταν η φωνή μου. "Μπορώ να διακόψω την δημιουργία του πολύ νωρίς.... Αλλά, θα πρέπει να ξανακάνεις εκείνο το ταξίδι..." Τον κοίταξα χωρίς να το πιστεύω, "Είναι ο μόνος τρόπος!" είπε πιο σταθερά, ίσως γιατί φοβόταν τι θα έλεγα. "Και αν δεν το κάνω;" ρώτησα χωρίς σχεδόν να άκουω τον εαυτό μου, "Αν δημιουργηθεί ο δεσμός... Αν δεν καταφέρεις να προσαρμοστείς, να αντέξεις... θα πρέπει να αλλάξεις." Έκλεισα τα μάτια μου και μέτρησα μέχρι το 10. "Δεν γίνεται." είπα όσο πιο σταθερά μπορούσα, "Δεν γίνεται να, να είμαι αλλού! Την τελευταία φορά," πήρα μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσω, "Δεν θα ξαναπεράσω το μαρτύριο του αγιασμού! Όχι ξανά!" Με κοίταζε σαν να τον είχα χτυπήσει, "Δεν θα σε αφήσω να αλλάξεις! Δεν θα αλλάξεις!" τον έβλεπα να ανασαίνει βαθιά και ήξερα οτί ήταν αποφασισμένος. "Όταν, όταν γίνει..." τον κοίταξα στα μάτια γιατί ήθελα να ξέρει οτί το εννοούσα, "Όταν γίνει, θα είμαι εδώ! Θέλω να ξέρω τι γίνεται, θέλω την πραγματικότητα, όχι το όνειρο! Ακόμα και αν πρέπει να σε ακολουθήσω..."

    Δεν μίλησε αλλά ήξερα πως θα έκανε ότι μπορούσε για να μην αλλάξω, προσπαθούσε να με προστατεύσει ακόμα και από εμένα. Δεν υπήρχε κάτι να πω, το 'Ευχαριστώ' θα ήταν λίγο, το 'Σ'αγαπω' θα ακουγόταν ψεύτικο. "Άρα έχουμε δύο απλές επιλογές," είπα κοιτώντας τον λαιμό του, "Ή κάνω το ταξίδι και δεν έχω ιδέα τι γίνεται εδώ, ή ρισκάρουμε την αλλαγή μου μέσα από την πιθανότητα του δεσμού." Ακούμπησα το μετωπό μου στο στήθος του και το άρωμα του με γέμισε. "Υπάρχει πάντα και η τρίτη επιλογή..." είπε χαμηλά και τον κοίταξα για λίγες στιγμές. Το χαμογελό του έμοιαζε ψεύτικο σαν να ήθελε να αλλάξει έκφραση αλλά να φοβόταν τι θα έδειχνε το προσωπό του αν το έκανε. Κατέβασα το βλέμμα μου στον λαιμό του, "Ναι, έχουμε και την τρίτη επιλογή... Και για τώρα, ακόμα δεν ξέρω. Αλλά για πόσο ακόμα; Κάποια στιγμή, θα το θέλουμε και οι δύο. Και τότε θα έχουμε μονο τις δύο επιλογές. Τότε, τότε δεν θα κάνω το ταξίδι, δεν θέλω το ταξίδι. Θέλω εσένα και δεν με ενδιαφέρει τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αποφασή μου!" με έσφιξε πάνω του και το μόνο που με έκανε να φύγω από την αγκαλιά του ήταν το κουδούνι που χτυπούσε συνεχώς για σχεδόν δύο λεπτά και η γνώση οτί η Ίρις δεν θα περίμενε πολύ ακόμα.

  8. Αχ, δεν μπορώ να πω.... Το βιβλίο ήταν καλό, ελπίζω η ταινία να αντεπεξέλθει και όπως λέει και κάποια άλλη 'κολλημένη' "Ευχαριστώ Stephenie Meyer γιατί δεν θα βρω κανέναν σαν τον Edward...." Πάει ο γαλάζιος Πρίγκηπας.... ακόμα και για τις λίγες που τον πιστεύουν.... Το νέο του όνομα... Edward Cullen.... Α, ρε Bella τυχερή.... :lol:

     

    post-276-1213348655.png

  9. Επειδή έχω την αμυδρή υποψία ότι κάποιες κοπέλες που είχαν δει το Harry Potter 4 είχαν προσέξει τον έτερο πρωταθλητή του Χογκουαρτς, Σέντρικ σας παραδίδω την νέα του ταινία με teaser trailer. Αν δεν έχετε δει την ταινία δεν πειράζει αλλά αν την είδατε αποκλείεται να μην τον Θυμάστε.....

     

    http://movies.yahoo.com/movie/1810010670/infotwilight_smallteaser.jpg

     

    robert_pattinson39.jpg

     

    post-276-1213121258.jpg

  10. Το ήξερα... τι άλλο εκτός από αιλουροειδές... χαχαχα ναι... πάντως επιφανειακά μπορεί και να ταιριάζει....

     

    You are Gold Cheetah, who possesses feminine attraction under your bold and youthful attitude.

    You are very modern up-to-date woman.

    Unlike your kindly appearance, you tend to be short tempered and rather too sensitive and sharp.

    You are really a clear-cut type of person, and can be hard minded.

    When young, you will go straight to whatever you are aimed at, and therefore you may experience clash of ideas with your parents.

    You hate compromising, and may wish to quickly leave home and live on your own.

    Once you have set an objective, you will put in your maximum effort to achieve the goal.

    You will also use anything to get what you want, and this may seem rather attractive and cute to others.

    In ordinary every day life, you can differentiate your ideals and reality.

    You tend to think hard about interests and calculation.

    You are a quick minded person, and therefore can carry out things cheerfully.

    You are very humane, easy to get on with, and honest.

    Your characteristic is that you look very logical sort of person at first.

    Your realistic personality is better suited to stay working rather than to become a housewife.

    You will be able to keep both your career and your family.

    If you stay just as a house wife, you can be rather too strict on education, and become a nagging mother.

  11.  

     

    ΚΑΡΚΙΝΟΣ:

     

    Αρκετά παθητικοί και εσωστρεφείς, δεν βγάζουν σχεδόν ποτέ τα νεύρα τους προς τα έξω. Τα «καταπίνουν», σκάνε μόνοι τους και πολλές φορές αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποφέρουν από ψυχοσωματικές ασθένειες. Εμ??? όλη αυτή η ένταση κάπου πρέπει να βγει.

     

    ΤΟΞΟΤΗΣ:

     

    Έμφυτο χαρακτηριστικό τους να σπάνε τα νεύρα των άλλων. Ακολουθώντας ένα δικό τους τρόπο σκέψης μπορεί να στραβώσουν εκεί που δεν το περιμένεις και να τα κάνουν όλα ρημαδιό, ενώ αντίθετα εκεί που περιμένεις ότι θα γίνουν έξαλλοι απλά να σε κοιτούν σιωπηλοί. Εάν ξεπεράσουν τα όριά τους είναι ικανοί να βρίσουν και να κάνουν φασαρία χτυπώντας πράγματα γύρω τους.

     

     

     

    Ναι.... σε έναν πολύ καλό συνδυασμό.... αν και προτιμώ και τον τρόπο των Διδύμων.... 'Παίρνω το αυτοκίνητο και σας αφήνω γεια' :whistling:

  12. Kαρκίνος

    Εκνευρίζεται με την κριτική, με την απόρριψη και προπάντων με την

    εγκατάλλειψη. Μην παίζετε με τα κιλά του, με την ομορφιά του ή με το

    σπίτι του. Θυμώνει φοβερά με την αχαριστία και με την εκμετάλλευση την

    δική του αλλά και των άλλων. Το χειρότερό του είναι να μην του δείχνετε

    συναίσθημα και να νοιώθει ότι δεν τον ζηλεύετε..!. Θα εξοργισθεί και θα

    δείξει τον πιό απόμακρο εαυτό του.

     

    χμ....

     

    Tοξότης

    Εκνευρίζεται με την μικροψυχία, με την ηθική κατάπτωση, με την ημιμάθεια

    και με την πονηριά. Οργίζεται όταν περιορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο.

    Τον εκνευρίζουν οι αμελείς προς τους άλλους, οι αχάριστοι και όσοι δεν

    σκέπτονται ουσιαστικά για την ανθρωπότητα και το περιβάλλον αλλά και οι

    πολύ σοβαροί ή σοβαροφανείς. Τον εκνευρίζουν οι άνθρωποι που δεν

    μετακινούνται εύκολα. Ανάβει εύκολα αλλά δεν είναι επικίνδυνος. Η

    ψυχοθεραπεία του στον θυμό είναι τα ταξίδια κυριολεκτικά και

    μεταφορικά...

     

    χμ,χμ,χμ,........ Ναι δεν μπορώ να πω, μέσα έπεσες.... αλλά έκανες κάποια λαθάκια... όταν εκνευρίζομαι είμαι πολύ επικύνδηνη για τα έπιπλα......... και όχι μόνο.... :rolleyes:

  13. και επειδή δεν μπορώ ούτε και εγώ να το κρατήσω....

     

     

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο

    Μείναμε έτσι για αρκετή ώρα. Τον ένιωθα να χαλαρώνει για αρκετή ώρα αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω. Όταν τελικά το στομάχι μου άρχισε να γουργουρίζει γέλασε, "Έχεις τίποτα που να τρώγεται εδω μέσα ή να παραγγείλω;" Σηκώθηκε και με τράβηξε ελαφρά από το χέρι. "Φυσικά και έχω!" γέλασα, πήγαμε στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. "Μάλιστα... Τυρί, μαγιονέζα, ψωμί.... Α! Να και η σαλάτα....!" Ξεκίνησα να φτιάξω το σάντουιτς όταν με σταμάτησε, "Θεωρείς αυτό γεύμα;" τον κοίταξα και το προσωπό του έδειχνε απέχθεια. Οι προτιμήσεις του ήρθαν στην σκέψη μου και χαμογέλασα, "Για μένα είναι!" Κούνησε απλά το κεφάλι του και με έσπρωξε μαλακά προς το τραπέζι, "Κάθισε. Θα ετοιμάσω εγώ..." προσπαθούσα να καταλάβω αν αστειευόταν αλλά μιλούσε σοβαρά. Οι κινήσεις του ήταν κοφτές και ακριβείς, σαν τους Σεφ που έβλεπα κάποτε στην τηλεόραση. Λιγότερο από 20' αργότερα είχα μπροστά μου το αποτέλεσμα του πειραματός του όπως το αποκάλεσε. "Για να δούμε τι μπορώ να βγάλω από τα λίγα που έχεις.... Τουλάχιστον έχεις τα βασικά..." είχε πει και έβαλε δύο πιάτα στο τραπέζι. Σέρβιρε τα μακαρόνια σαν να βρισκόμασταν σε εστιατόριο και έμεινά να τον κοιτάζω. "Δεν σκοπεύω να φάω δύο τέτοιες μερίδες!" είπα χαμηλά και γέλασε, "Μα δεν θα φας μόνη σου! Σήμερα θα φάμε μαζί!" Η απορία έμεινε στο προσωπό μου. Ήρθε κοντά μου και άγγιξε τα χείλη του στον λαιμό μου, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει και την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. "Μέχρι τώρα," ψιθήρισε στο αυτί μου, "νόμιζα οτί είχες καταλάβει τι μου αρέσει..." ένιωσα τα δόντια του να τρίβονται πάνω από τον σφυγμό μου και σταμάτησα να ανασένω για λίγα δευτερόλεπτα. "Και τι μπορώ να κάνω για λόγους ανάγκης." πήρε ένα κομμάτι ψωμί από μπροστά μου και το χαμογελό του ήταν σαν να δοκίμαζε νέκταρ. Όταν κάθισε απεναντί μου η καρδιά μου ακόμα προσπαθούσε να γυρίσει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθόντας να χαλαρώσω και με κοίταξε σχεδόν λυπημένος, "Δεν..." προσπάθησα να του πω οτι δεν φοβόμουν πραγματικά αλλά με σταμάτησε "Είναι η φύση των πιο ανίσχυρων αρπακτικών να φοβούνται τα ισχυρότερα..." είπε απλά και χαμογέλασε, δεν είχα κάτι να αντιτάξω, άλλωστε είχε δίκιο... ήταν ο κυνηγός οι άνθρωποι ήμασταν τα θηραματά του. "Αν δεν ξεκινήσεις να τρώς έχεις τον λόγο μου...." σταμάτησε μόλις πήρα το πηρούνι στο χέρι μου και χαμογέλασε. Με την πρώτη μπουκιά ήξερα οτί οι δικές μου μαγειρικές ικανότητες ήταν απειροελάχιστες. Κοίταξα προς το μέρος του, έμοιαζε να απολαμβάνει το φαγητό αλλά τα μάτια του ήταν στο προσωπό μου. Χαμογέλασα προσπαθόντας να διώξω την ένταση που ένιωθα να μαζεύεται ανάμεσα στους ώμους μου, "Έχω γεμιστεί με σάλτσα;" ρώτησα και ήταν σαν να ξυπνούσε, "Όχι." είπε χαμογελόντας, "Γιατί;" Κούνησα το κεφάλι μου και πήρα μια χαρτοπετσέτα, δεν ένιωθα και τόση πείνα πια, "Γιατί, το τελευταίο δεκάλεπτο με κοιτάς, σαν να είμαι πέντε χρονών, να έχω λερώσει την καλή μου μπλούζα και να σκέφτεσαι αν πρέπει να με μαλώσεις."Μίλησα γρήγορα, σαν να ήταν αστείο. Και σίγουρα κάποιος που θα το έβλεπε από άλλη οπτική γωνία θα το θεωρούσε αστείο. Το επόμενο δευτερόλεπτο ήταν δίπλα μου, γύρισε την καρέκλα μου σαν να ήταν φτερό και γονάτισε μπροστά μου. Το κεφάλι του ήταν στα πόδια μου και τα χέρτια του γύρω από την μέση μου. Η ταχύτητα του με άφησε με κομμένη ανάσα και με την καρδιά μου να προσπαθείο να ξεφύγεια από την φυλακή του θώρακα μου. Δεν πρόλαβα να μιλήσω, έτρεμε σαν να είχε βγεί από πάγο, "Μου θυμίζεις όσα έχω ξεχάσει." είπε τόσο χαμηλά που αν δεν ήμουν ακριβώς από πάνω του δεν θα τον άκουγα, "Πως είναι να χρειάζεσαι αέρα, νερό, τροφή, για να ζήσεις. Είναι σαν να ξαναζώ..." Χάιδεψα τα μαλλιά του γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Τον ένιωθα να μιλάει αλλά η φωνή του ήταν τόσο χαμηλή που δεν καταλάβαινα τι έλεγε κα;ι δεν ήθελα να τον ρωτήσω.

    Όταν με άφησε και σηκώθηκε το προσωπό του ήταν, αλλιώτικο, δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τι είχε αλλάξει. Αλλά είμαι σίγουρη οτί κάτι είχε αλλάξει. Ηκα όταν κά;θισε ξανά στην θέση του για να μαζέψω τα πιάτα και είδα οτί το δικό του ήταν σαν να μην το είχε αγγίξει, αν και ήμουν σίγουρη οτί είχε φάει. "Δεν πεινάς;" ρώτησα ενώ σκεφτόμουν πως δεν είχε τραφεί κανονικά το προηγούμενο βράδυ. "Αντίθετα με τις κοινές αντιλήψεις," είπε όταν είδε το βλέμμα μου ? που ήμουν σίγουρη οτί δεν έδειχνε τίποτα ? "δεν χρειαζόμαι τροφή κάθε βράδυ, όπως δεν πεθαίνω κάθε πρωί...." ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει, δεν είχα καταλάβει την ένταση που ακόμα ένιωθα. Άγγιξε ελαφρά το χέρι μου και χαμογέλασα. Το βλέμμα του έκρυβε τι σκεφτόταν αλλά το κενό στο προσωπό του μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα. Άφησα το πιάτο ξανά στο τραπέζι και γονάτισα δίπλα του. Τα πλακάκια ήταν άβολα; αλλά ήθελα να εξηγήσω. "Χτές, χρειαζόσουν κάτι για να συγκρατήσεις την πείνα. Δεν πρόκειται ποτέ να σου αρνηθώ αυτήν την μικρή βοήθεια, δεν θα σε αφήσω να παλεύεις χωρίς ελπίδα νίκης." Σταμάτησα γιατί είχε κατεβάσει το βλέμμα, άγγιξα το μαγουλό του και προσπάθησε να τραβηχτεί, "Φίλιππε, χτές στο ζήτησα εγώ! Ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Αν είχες την ίδια ανάγκη και σήμερα δεν θα σου αρνιόμουν." Σταμάτησα γιατί ένιωθα την δική μου ανάγκη, ένα κομμάτι μου ήθελε να νιώσει ξανά τον πόνο σε εκείνο το φιλί. Με κοίταζε περιμένοντας να συνεχίσω, "Ήσουν εσύ που χρειάζόσουν βοήθεια χτές. Εσένα ήθελα να βοηθήσω! Αν δεν ήσουν εσύ, αν ήταν ο Ιάσονας, ή οποιοσδήποτε άλλος που θα χρειαζόταν αυτήν την βοήθεια δεν θα έκανα. Θα έφευγα όσο πιο μακριά θα μπορούσα για να μην γίνω το επόμενο θήραμα του... Αλλά χτες ήσουν εσύ Φίλιππε! Ήσουν εσύ και ήθελα να το κάνω." Το χαμογελό του ήταν πιο αλήθινο από ποτέ. Άγγιξα τα χείλη μου στα δικά του και τον άφησα να με φιλήσει χωρίς να τραβηχτώ. Ένιωσα τους κυνόδοντες του να επιμηκύνονται και έπρεπε να παλέψω για να μείνω στην αγκαλιά του.

    Χωρίς να το καταλάβω με είχε σηκώσει στα χέςρια του, άνοιξα τα μάτια μου όταν ήμασταν στο δωματιό μου. Με άφησε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου. Δεν είμαι σίγουρη τι θα έλεγα αν μπορούσα να μιλήσω αλλά ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που αναρωτιόμουν πως δεν είχε σπαάσει ακόμα. Η αναπνοή μου ήταν ακανόνιστη, σαν να μην είχα αρκετό αέρα. 'Κρίση πανικού' σκέφτηκα καθώς το άσθμνα μου δεν είχε εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια. Με κοίταζε χαμογελόντας, άγγιξε τα δαχτυλάτου στο μαγουλό μου και οι αναμνήσεις ήταν σαν να πλυμμηρίζουν το μυαλό μου. Οι αναμνήσεις μαζί με μια άλλη φωνή..."Κοιμήθηκες μαζί του και τώρα τον έχεις ανάγκη! Αυτό δεν είναι;" όταν το είχε πεί ο Στέφανος δεν είχα δώσει σημασία, τώρα προσπαθούσα να βρώ μια λογική εξήγηση. Ταυτόχρονα με την προσπάθεια να ξαναβρώ την φωνή μου και να χαλαρώσω. Ο Φίλιππος με κοίταει χωρίς να με αγγίζει. Άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες αν και η καρδιά μου δεν έλεγε να χαλαρώσει τους χτύπους της. "Συγγνώμη." είπα χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, σχεδόν δεν ήμουν σίγουρη οτί το είπα. Ξάπλωσε δίπλα μου με το κεφάλι του να στηρίζεται στο χέρι του και το άλλο χέρι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, "Δεν έκανες τίποτα... Όχι εσύ..."είπε και ένιωσα επιτελούς την καρδιά μου να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της.

     

     

    το υπόλοιπο έρχεται πάρα πολύ πιο σύντομα.... :whistling:

  14. :unsure: εμ, ναι... ξέρω, έλειψα υπερβολικά πολύ αλλά σκοπεύω να αναπληρώσω.... αν θέλετε ακόμα την συνέχεια..... (i:suck) και ιδού η συνέχεια.... (κάποιος ας διαγράψει την προηγούμενη αρχή του 12ου κεφαλαίου...

     

     

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο

    Όταν χτύπησε το κουδούνι ήμουν στην αγκαλιά του, με το κεφάλι μου στο κοίλωμα του ώμου του και τα χείλη του στα μαλλιά μου. Από μέσα μου έβριζα την Μάριον για την ώρα που θυμήθηκε να έρθει και σηκώθηκα για να ανοίξω. Η Μάριον ήταν εκεί φέρνοντας αρκετό φαγητό για ολόκληρο λόχο. Δύο τεράστιες πίτσες και μια μεγάλη κόκα ? κόλα είχαν βρει τις θέσεις τους στο τραπέζι της κουζίνας μου, ακολούθησα την Μάριον κρατώντας το χέρι του Φίλιππου. "Γιατί δεν μου είπες ότι είχες παρέα; Θα έφερνα άλλη μία πίτσα, αν μου έλεγες πως την θέλεις." μιλούσε και στους δύο μας αλλά άφησα τον Φίλιππο να μιλήσει, "Ευχαριστώ, αλλά δεν πεινάω. Έχω φαει ήδη για μεσημέρι." Η μόνη σκέψη που είχα εκείνο το απόγευμα, ενώ καθόμασταν στο μικρό μου τραπέζι γελώντας και απολαμβάνοντας τις ζεστές πίτσες, ήταν πως ίσως τελικά να γινόταν φίλοι οι δυο τους? Ίσως τελικά να μην ανεχόταν απλά ο ένας την παρουσία του άλλου για χάρη μου. Αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να ξεχάσω κάθε πρόβλημα που είχαμε, ήταν αρκετό να είμαι εκεί με τα άτομα που αγαπούσα για να είμαι ευτυχισμένη. Η βραδιά σταμάτησε στις 21:30 με την αναχώρηση του Φίλιππου, έπρεπε να πάει στο μπαρ, θα τον βρίσκαμε εκεί. Τον αποχαιρέτησα στην πόρτα με ένα βιαστικό φιλί και την υπόσχεση να τον δω σύντομα. Ένιωθα σαν έφηβη με τον πρώτο της έρωτα? Όχι, δεν ήμουν έτσι εκείνη την εποχή, με τον Φίλιππο, ήταν χειρότερα από εκείνη την πρώτη φορά και για να είμαι ειλικρινής το απολάμβανα περισσότερο?

    Βέβαια όταν επέστρεψα στο σαλόνι είχα την Μάριον να με κοιτάζει με το βλέμμα που θα έκανε τους αξιωματικούς των SS υπερήφανους, "Άκουω!" είπε απλά και περίμενε να της μιλήσω. Κάθισα στον καναπέ δίπλα της και προσπάθησα να της πω την αλήθεια που μπορούσα. "Δεν έγινε κάτι?" ξεκίνησα αλλά με διέκοψε, "Το χτεσινοβραδινό δεν ήταν τίποτα!" Πήρα μια βαθιά ανάσα και της εξήγησα όσα μπορούσα. Όταν τελείωσα με κοίταζε χωρίς να ξέρει τι ακριβώς να πει, "Δηλαδή, ήταν? μόνο για τον Στέφανο;" είπε τελικά, και την επιβεβαίωσα. "Δεν ξέρω τι να πω?" είπε τελικά, "Ούτε και εγώ." Της απάντησα και κοίταξα το ρολόι στον απέναντι τοίχο, είχε πάει 22:10. "Θα έρθεις στο μπαρ;" την ρώτησα αλλά έπρεπε να περιμένω για να απαντήσει, "Όχι." είπε τελικά. "Μάριον? Δεν ήθελα να σας πω ψέματα?" ξεκίνησα αλλά με αγκάλιασε πριν συνεχίσω, "Χαίρομαι που δεν έχεις αλλάξει?" είπε και σηκώθηκε χωρίς άλλη κουβέντα, "Θα τα πούμε αύριο! Καληνύχτα." Ψιθύρισε. Έφυγε με ένα αστραφτερό χαμόγελο και έμεινα να προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε. Μια ματιά στο ρολόι μου θύμισε οτί έπρεπε να πάω στο μπάρ... Άλλαξα γρήγορα στο αγαπημένο μου μάυρο τζίν και ένα γαλάζιο T- shirt και σε λίγο περισσότερο από 10 λεπτά ήμουν στην είσοδο.

    Το μπαρ ήταν σχεδόν γεμάτο. Πριν προλάβω να κάνω λίγα βήματα ο Γρηγόρης ήταν μπροστά μου σαν να φοβόταν ότι θα έφευγα, οτί δεν θα προλάβαινε νασ μου μιλήσει. "Κυρία Βίκυ, ήθελα να σας ευχαριστήσω για χτες?" χαμογέλασα, "Απλά Βίκυ. Και, δεν έκανα τίποτα χτες.... Ξέρει πως είμαι. Τώρα, έχει κόσμο;" Δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερωτησή μου. "Καλησπέρα πριγκήπισσα..." η φωνή του για πρώτη φορά δεν με έκανε να αντριχιάσω, ο Γρηγόρης, φυσικά είχε εξαφανιστεί. Γύρισα και αντίκρισα τον Φίλιππο, το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του, αυτάρεσκο, αλλαζονικό. Χαμογέλασα προσπαθώντας να μην δείξω τι ακριβώς ένιωθα αν και ήμουν σχεδόν σίγουρη πως ήταν χαμένος κόπος. "Καλησπέρα ξανά... Γίνεται να μην τους φοβίζεις έτσι; Να μιλήσει προσπαθούσε." χαμογέλασε και έμοιαζε σαν άγαλμα που είχε μόλις έρθει σην ζωή... "Δεν το ήθελα...." το προσωπό μου έδειχνε οτί δεν τον πίστευα, "Ειλικρινά! Δεν το ήθελα. Δεν μου αρέσει να τρομάζω έτσι τον κόσμο, το ξέρεις αυτό...." Κούνησα το κεφάλι μου, "Ναι, ξέρω. Είναι αυθόρμητο... έρχεται φυσικά...." Προσπάθησα σκληρά να μην ακουστώ εριστική και μάλλον τα κατάφερα. "Χαίρομαι που με καταλαβαίνεις!" είπε απλοά και το χαμόγελο εξαφανίστηκε ξαφνικά. Ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνει τους χτύπους της ενώ ένα βάρος είχε μόλις εγκατασταθεί στο στομάχι μου."πρέπει να σου μιλήσω για κάτι...." ψυθίρισε και περίμενα να συνεχίσει, "Εδώ;" ρώτησα και έγνεψε, πήρε το χέρι μου και ξεκινήσαμε για το γραφείο του. Ο Ιάσονας δεν μου έδωσε σημασία, ήλπιζα να κρατήσει αυτή την στάση.... Προσεύχομουν να συνεχίσω να είμαι αόρατη για εκείνον, προσευχόμουν σε όποια ανώτερη δύναμη με άκουγε όπως δεν είχα προσευχηθεί ποτέ πριν... Ίσως απλά να μου έλειπε ο λόγος...

    Στο γραφείο το μόνο φώς ερχόταν από τα αναμένα κεριά που έδιναν στον χώρο μια μυστηριακή, μεσαιωνική σχεδόν ατμόσφαιρα. Κάθισα στον καναπέ και ήρθε δίπλα μου αφήνοντας ελάχιστο κενό αναμεσά μας. "Θές να πιείς κάτι;" η φωνή του ήταν απαλή αλλά ένιωθα πως απλά προσπαθούσε να καθυστερήσει ότι ήθελε να μου πει. "Φίλιππε, απλά πες μου, όσ το καθυστερείς τόσο χειρότερο γίνεται." Ξεφύσηξε και κοίταξε το πάτωμα. "Νομίζω πως έχεις καταλάβει οτί, δεν σου έχω πει όσα ξέρω για την μητέρα σου..." περίμενα αλλά δεν έμοιαζε να θέλει να συνεχίσει. "Ξεκίνα από την αρχή, από τα πολύ βασικά...." του είπα προσπαθόντας να μην τον πιέσω πολύ αλλά και να τον κάνω να μου μιλήσει. "Εντάξει." με κοίταξε και ξεκίνησε, "Σου είπα ήδη πως την γνώρισα ένα χρόνο περίπου πριν γεννηθείς, πως ήξερε τι ήμουν πριν καν της πω. Το βράδυ που βρέθηκα σον δρόμο της ήμουν απλά περαστικός από εδώ, δεν είχα σκοπό να μείνω, ο Ιάσονας με περίμενε σε μια κοντινή πόλη. Τότε ζούσαμε σαν νομάδες, λίγα βράδια σε κάθε περιοχή, προσπαθούσαμε να μην τραβήξουμε την προσοχή. Εκείνη, η μητέρα σου, με κοίταξε σαν να ήξερε... Σαν να με περίμενε. Δεν ξέρω ακόμα και τώρα πως να το εξηγήσω, δεν το έχω καταλάβει ούτε και εγώ." Σταμάτησε και περίμενα, κοίταζα το πάτωμα, ένοιωθα πως δεν θα άντεχα να τον αντικρίσω όσο θα μιλούσε, το πάτωμα με βοηθούσε να συγκεντρώθω. "Οι πρώτες τις λέξεις ήταν 'Η φαντασία υπηρετεί την αλήθεια' και ήταν σαν να με ήξερε. Ήταν ήδη πολύ αργά για να συνεχίσω και προσφέρθηκε μόνη της να με φιλοξενήσει. Πέρασα την ημέρα στο υπόγειο της και το βράδυ γνώρισα τον πατέρα σου. Εκείνη τον έπεισε πως δεν θα αποτελούσα κίνδυνο και το δέχτηκε. Εκείνο το βράδυ, μου μίλησε. Καταγόταν από μια άλλη χώρα από μια 'φυλή' που πλέον δεν έχει πολλά μέλη. Δεν είμαι σίγουρος αν ακόμα υπάρχουν άτομα που να θυμούνται την ιστορία της φυλής. Η ίδια ήταν κόρη του αρχηγού, ήταν όλοι άτομα με κάποιο ειδικό ταλέντο, κάποιοι μπορούσαν να αλλάξουν μορφή. Δεν ήταν λυκάνθρωποι με την καθιερωμένη έννοια του όρου. Δεν ήταν δεμένοι στον κύκλο της Σελήνης, άλλαζαν όποτε ήθελαν. Η μητέρα σου είχε την δύναμη να βλέπει το μέλλον και να καταλαβαίνει τι κρύβεται στην καρδιά των ανθρώπων. Έφυγε από εκείνη την χώρα όταν ήταν 15, ήθελε να ξεφύγει και αυτό δεν της συγχώρησαν ποτέ. Ήρθε εδώ και, στα 18 της γνώρισε τον πατέρα σου, παντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως και εκείνη είχε πιστεί πως το παρελθόν θα έμενε στο σκοτάδι του." Σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα και κατάλαβα πως οι επόμενες φράσεις έκρυβαν όσα δεν ήθελε να μου πει.

    "Φίλιππε, αν δεν μπορείς.... συνεχιζουμε αύριο." είπα και απλά με κοίταξε, τα μάτια του δεν είχαν αλλάξει, έκρυβαν καλά τι σκεφτόταν. "Πρέπει να τελειώσω ότι άρχισα!" είπε μόνο, "Όταν έφτασα εγώ στην πόλη, είχε ένα προαίσθημα πως θα ήμουν απαραίτητος εδώ, για αυτό έψαξε να με βρει, για αυτό με φιλοξένησε. Μέσα στον επόμενο χρόνο είχα ανακαινίσει το πατρικό μου και είχα εγκατασταθεί στην πόλη μετά από την δική της επιμονή. Ο Ιάσονας ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι του και τον άφησα, δεν επέστρεψε παρά 5 χρόνια πριν. Αλλά και πάλι, έφευγε συχνά." Σταμάτησε και με κοίταξε, "Η μητέρα σου ήξερε πως κάτι κακό θα γινόταν και όταν έμεινε έγκυος σε έσενα με όρκισε να μην φύγω από την πόλη, να σε κρατήσω ασφαλή. Μου είπε οτί θα σε ξαναέβρισκα όταν θα είχα την ανάγκη. Δεν την πίστεψα τότε αλλά της ορκίστηκα οτί θα σε προσέχω. Όταν ο πατέρας σου. Όταν έγινε το ατύχημα μου είπε πως ήταν ένα μήνυμα για εκείνη. Πως δεν θα μπορούσε να μείνει μαζί σου. Της υποχέθηκα πως θα έκανα ότι μπορούσα για να μεγαλώσεις μακριά από εκείνους που γύρευαν εκδίκηση... Η αλήθεια είναι πως, ο λαός της είναι οι ορκισμένοι εχθροί των Βαμπίρ.... Το ότι εκείνη ήρθε τοσο κοντά σε μένα, η φιλία μας, ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να προσπεράσουν. Έφυγε όταν ήσουν 6 μηνών, ήταν ο μόνος τρόπος για να είσαι εσύ ασφαλής. Από τότε δεν έφυγα από την πόλη, δεν άκουσα ξανά για εκείνους και κανείς δεν ήρθε να σε πάρει..." Όσες ιστορίες είχα διαβάσει ήρθαν στον νου μου, κυνηγοί Βρυκολάκων, λυκάνθρωποι, και ένας λαός που δεν συγχωρούσε. "Αυτό εννοούσες;" ρώτησα καθώς θυμόμουν το σημείωμα μέσα στο βιβλίο, "'Η φαντασία στην υπηρεσία της αλήθειας'. Νόμιζα. Αλλά, όχι, τα γεγονότα το αναίρεσαν..." Τον κοίταξα και στα μάτια του υπήρχε μόνο πόνος, "Νόμιζε πως οι ιστορίες ήταν φανταστικές, δεν πίστευε οτί υπήρχες μέχρι που εμφανίστηκες μπροστά της... αυτό εννοούσε..." Χαμογέλασε και συμφώνησε, "Ναι. Είχε δεί πολούς θανάτους, είχαν σκοτωθεί πάρα πολλοί που απλά τους υποπτευόταν για Βαμπιρισμό, πολλοί από αυτούς δεν είχαν καμμία σχέση... Η μητέρα σου δεν ήθελε να δει άλλο πόνο, για αυτό έφυγε από εκεί. Και εδώ βρήκε εμένα, την πιστοποίηση ότι όσα είχε ακούσει και διαβάσει ήταν αληθινά..." Δεν συνέχισα, ήταν πολλά και δεν ήξερα πως θα κατάφερνα να τα επεξεργαστώ όλα. "Εντάξει." είπα και με κοίταξε παραξενεμένος, "Είναι πάρα πολλά αλλά θα προσπαθήσω να τα σκεφτώ όλα... Σε ευχαριστώ που μου μίλησες." είπα και το χαμογελό του ήταν λίγο πιο αληθινό, λίγο πιο χαρούμενο.

    Τώρα όμως είχαμε άλλα προβλήματα, "Και για να γυρίσουμε την δική μας πραγματικότητα. Τι θα κάνουμε με τον Στέφανο;" Η αλλαγή του θέματος ήταν πολύ απότομη και τον βρήκε απροετοίμαστο, αλλά ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν για να ξεφύγω για λίγο από τον κόσμο των θρύλων που με είχε παρασύρει η αφήγηση του Φίλιππου. Το χαμόγελο του έδειχνε τι περίπου είχε σκεφτεί και δεν ήταν τίποτα που θα ήθελα να ακούσω. "Χωρίς να πάθει κακό..." πρόσθεσα σοβαρά και απλά χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. "Σου αρέσει να με δυσκολεύεις... Θα μπορούσαμε, να τον τρομάξουμε." Ήταν η σειρά μου να γελάσω, "Να τον τρομάξεις; Θα μπεις στα ονειρά του και θα καταφέρεις τι; Όχι, πρέπει να βρούμε κάτι άλλο." Στα μάτια του είδα το αρπακτικό και η ανάσα μου πιάστηκε στον λαιμό μου, "Φίλιππε;" με κοίταξε και ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος, τέτοια πείνα δεν είχα αντικρίσει πριν στα μάτια του. Μου θύμισε ένα πεινασμένο λιοντάρι που είχα αντικρίσει σε έναν ζωολογικό κήπο. Μόνο που το λιοντάρι ήταν πίσω από κάγκελα... "Μην κάνεις κάτι αν δεν συμφωνήσουμε και οι δύο. Υποσχέσου μου οτί δεν θα κάνεις οτιδήποτε αν δεν συμφωνήσω." Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. "Έχεις τον λόγο μου." είπε λίγο μετά, στα μάτια του δεν υπήρχε πια κάτι από εκείνη την πείνα. "Ωραία," χαμογέλασα, "Τώρα, πάω για ύπνο. Μην τους τρομάζεις έρσι, είναι καλά παιδιά...." ψιθύρησα. Ήξερα οτί θα με άκουγε, όπως ήξερα οτί είχε καταλάβει σε ποιούς αναφερόμουν. Ο Γρηγόρης μου είχε δείξει τι ένιωθαν όλοι τους και ήταν κάτι περισσότερο από τον βασικό, ενστικτώδη φόβο που νιώθεις μπροστά σε ένα μεγάλο αρπακτικό.

    "Να σε πάω ως το σπίτι;" η ερωτησή του με έβγαλε από το αδιέξοδο, δεν ήθελα να τον υποχρεώσω να έρθει, "Αν θες." Σηκώθηκε πιάνοντας το χέρι μου στο δικό του, η πίεση ήταν κάπως περισσότερη από όση άντεχα αλλά προσπάθησα να ακουστώ ήρεμη. "Μπορείς να χαλαρώσεις λίγο; Σε λίγο δεν θα νιώθω τα δαχτυλά μου." Χαμογέλασα αθώα ενώ προσπαθούσα να ελέγξω τον ταχύ ρυθμό της καρδιάς μου. "Με συγχωρείς," είπε ενώ χαλάρωνε αισθητά το σφίξιμο, τώρα τον κράταγα εγώ από το χέρι, "Δεν το ήθελα." η φωνή του δεν πρόδιδε τίποτα. "Το ξέρω. Και τα παιδιά έξω;" δεν θα τον άφηνα να το ξεχάσει. "Θα τους μιλήσω. Πάμε;" ξεκινήσαμε και μόλις περάσαμε στον χώρο του μπάρ φώναξε τον Γρηγόρη, "Θέλω να σας μιλήσω, ελάτε λίγο στην άκρη του μπαρ." τον τράβηξα προς τα πίσω, "Όταν κλείσετε!" ψιθύρησα σχεδόν ξέπνοη, μου έφτανε να νιώθει ο Γρηγόρης υποχρέωση, δεν θα άντεχα τα ίδια βλέμματα από όλους. "Και μην με αναφέρεις, σε παρακαλώ!" το χαμόγελο του ήταν εμφανές στην φωνή του. "Θα το καταλάβουν, έχουν ήδη καταλάβει, έχω," σταμάτησε ψάχνοντας την κατάλληλη λέξη, "έχω μαλακώσει τις τελευταίες νύχτες. Αν είναι να νιώσεις καλύτερα, περιμενέ με στην άλλη πλευρά του μπαρ." ξεφύσηξα και απομακρύνθηκα νιώθωντας το βλέμμα του στην πλάτη μου.

    Ήξερα οτί θα με ανέφερε, ήξερα οτί ο Γρηγόρης είχε ήδη πει τι είχε γίνει στους υπόλοιπους. Τους είδα να μαζεύονται απέναντι μου και να με κοιτάζουν για λίγα δευτερόλεπτα ο καθένας. Ήθελα να φύγω πριν τελειώσουν, να αποφύγω την 'ευγνωμοσύνη' που θα έβλεπα στο βλέμμα του Γρηγόρη. Ο Λευτέρης με κοίταξε και το χαμογελό του ήταν ίδιο με εκείνο που είχα συνηθίσει να βλέπω όταν ήμασταν στο γυμνάσιο, όταν του έδινα την άσκηση των μαθηματικών, ή όταν τον βοηθούσα στις εξετάσεις των Αγγλικών. Ήμουν σίγουρη οτί είχα κοκκινήσει αν και τα μαγουλά μου ήταν σχετικά κρύα. Επιτέλους η αναγγελία τελείωσε και όλοι σκορπίστηκαν, αφού πρώτα με κοίταξαν σαν να τους είχα σώσει. Στον δρόμο για το σπίτι δεν μίλησε κανείς μας, όταν άνοιγα την πόρτα της πολυκατοικίας ένοιωσα το χέρι του στον ώμο μου, "Αν κάποια στιγμή αποφασίσεις να αλλάξεις δουλειά και να φύγεις από το γραφείο, έχεις έτοιμη θέση. Όλοι ξέρουν ποιόν πρέπει να ευχαριστούν όπως ήδη κατάλαβες." Ήταν τόσο απροσδόκητο που με κόπο κράτησα το γέλιο μου. "Τι θέση έχεις υπ' όψην σου;" ρώτησα όταν ήμουν σίγουρη ότι δεν θα ξέσπαγα σε νευρικά γέλια. "Μα, υπεύθυνη προσωπικού και προγράματος, φυσικά." 'Φυσικά!' σκέφτηκα με έναν τόνο σαρκασμού που δεν τόλμησα να εκφράσω. Ανεβήκαμε από τις σκάλες ενώ σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να του απαντήσω. "Δεν σκοπεύω να αφήσω τις μεταφράσεις." είπα τελικά καθώς φτάναμε στον οροφό μου, "Αν κάποια στιγμή αφήσω το περιοδικό, θα το ξανασυζητήσουμε." Τα βιβλία του οίκου πήγαιναν αρκετά καλά, το περιοδικό όμως τα τελευταία εξάμηνα μείωνε συνεχώς την κυκλοφορία του. Το όνειρο που είχα από τον καιρό που μπήκα στην σχολή ήταν να δουλεύω σε μεταφράσεις και ίσως, κάποια στιγμή να γράψω κάτι δικό μου. Τους τελευταίους μήνες ένιωθα την ανάγκη να μείνω για λίγο εκτός γραφείου. Χρειαζόμουν διακοπές που δεν έβλεπα να πλησιάζουν με όσα συνέβαιναν τελευταία στην ζωή μου. "Η θέση θα σε περιμένει όποτε αποφασίσεις." είπε και ένοιωσα μια αβεβαιότητα, δεν ήμουν σίγουρη οτί ήθελα να έρθει, την έδιωξα και άνοιξα κάνοντας του χώρο να περάσει. "Αρκεί να είμαι κατάλληλη..." είπα προσπαθόντας να κρύψω την ανυσηχία μου.

    Πέρασα στο δωματιό μου για να αλλάξω, με περίμενε στο σαλόνι χωρίς να του ζητήσω. Το αγαπημένο μου t-shirt με τους Thundercats, έφερνε αναμνήσεις που δεν ήθελα να θυμάμαι. Φόρεσα μια μαύρη μπλούζα με το κεφάλι ενός λύκου και το παντελόνι από μια παλιά πυτζάμα και γύρισα στο σαλόνι. Ο Φίλιππος καθόταν στην πολυθρόνα με το κεφάλι του ακουμπισμένο στην πλάτη της πολυθρόνας και τα μάτια του κλειστά. Έμοιαζε να κοιμάται αλλά ήξερα πως δεν ήταν έτσι. Για πρώτη ίσως φορά το stereo έμεινε κλειστό. Έβαλα ένα cd των Μπλέ και κάθισα στο σκαμπό κοντά του. "Φίλιππε;" με κοίταξε και τα μάτια του έκρυβαν κάτι σαν πόνο. Κατάλαβα τι είχε γίνει και πήγα κοντά του, το τραγούδι των Μπλέ ήταν το μόνο που ακουγόταν "Τον ίδιο τον θεό, να είχα απεναντί μου...." Γονάτισα δίπλα του, ακούμπησα στο 'χέρι' της πολυθρόνας και προσπάθησα να του εξηγήσω, "Δεν..." με σταμάτησε με τον δείκτη του στα χείλη μου, "Εμένα πρέπει να συγχωρέσεις." Δεν είμαι ακόμα και τώρα σίγουρη αν μίλησε ή αν άκουσα την φωνή του στο μυαλό μου. Την επόμενη στιγμή ήταν στήν πόρτα και έβγαινε. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, κουλουριάστηκά στην πολυθρόνα που λίγο πρίν καθόταν εκείνος. Ήταν σαν ήμουν κάπου αλλού, δεν σκεφτόμουν, σχεδόν δεν ένιωθα.

    Δεν περίμενα να επιστρέψει αλλά όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει δεν είχα αντοχή ούτε να σηκωθώ. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ήταν μπροστά μου με 12 κατάλευκα τριαντάφυλλα. Βρήκα την φωνή μου όταν γονάτισε μπροστά μου, "Που τα βρήκες; Είναι λίγο αργά για να είναι ανοιχτά τα ανθοπωλεία!" πρόσπαθησα να χαμογελάσω αλλά δεν κατάφερα τίποτα, άφησε τα λουλούδια στο τραπέζι πίσω του και με σήκωσε ενώ απαντούσε, "Έχω έναν φίλο που με αφήνει να χρησιμοποιώ το καταστημά του και τις νύχτες." Με άφησε στο κρεββάτι και κάθισε κοντά μου. "Κοιμήσου, είσαι κουρασμένη." ψιθήρησε σαν να αποκοίμιζε κάποιο μωρό. Δεν πρόλαβα να απαντήσω, ο Μορφέας είχε έρθει σαν να τον είχαν καλέσει οι λέξεις του Φίλιππου.

    Ξύπνησα όταν το ρολόι δίπλα μου έδειχνε 5:00, ο Φίλιππος δεν ήταν στο δωμάτιο.

    Σηκώθηκα και τον βρήκα στο σαλόνι, οι Evanescence έδιναν ρεσιτάλ με το My Immortal ενώ ο Φίλιππος φαινόταν απορροφημένος στον κόσμο ενός από τα βιβλία μου. "Γιατί σηκώθηκες;" ρώτησε σαν να μιλούσε σε άτακτο 5 χρονο. Βέββαια αναλογικά, θα μπορούσα να θεωρηθώ νεογέννητο μπροστά του. "Ξύπνησα!" είπα απλά και σηκώθηκε για να με κοιτάξει. "Τις μουσικές σου προτιμήσεις τις περίμενα, αλλά τι κάνει μια μεταφράστρια αγγλικής λογοτεχνίας με αυτά τα βιβλία;" μου έδειξε το βιβλίο που κρατούσε και χαμογέλασα, "Δεν είπα ποτέ πως η λογοτεχνία είναι η μοναδική μου ασχολία. Πάντα μου άρεσαν οι διάφορες μυθολογίες." Κρατούσε ένα από τα πολλά βιβλία για τις Κελτικές θεότητες που βρισκόταν στην βιβλιοθήκη μου μαζί με μυθολογίες άλλων λαών. Βέββαια το μεγαλύτερο μέρος είχε καταληφθεί από ιστορίες Βρυκολάκων, Λυκανθρώπων, και άλλων μυθολογικών, και μη, πλασμάτων. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα προς τον καναπέ, ένα χασμουρητό με διέκοψε και ο Φίλιππος βρήκε την ευκαιρία, "Έλα, να σε βάλω ξανά για ύπνο. Και για να σιγουρευτώ πως δεν θα ξυπνήσεις ξανά θα μείνω μαζί σου." Τα λόγια του μου θύμησαν τα χρόνια στο ορφανοτροφείο, όταν ο Πατέρας ? Ευγένειος ερχόταν να με ηρεμίσει μετά από τους εφιάλτες. "Δεν χρειάζομαι βοήθεια για να πάω για ύπνο!" του είπα χαμογελαστά, "Αλλά, θα ήθελα λίγη παρέα μέχρι να ξαναέρθει ο Μορφέας." Ακούμπησε τα χείλη του στο μετωπό μου, "Μόνο πές του να σε γυρίσει σώα." ψυθίρισε καθώς επίστρέφαμε στο δωματιό μου. "Τόσα χρόνια δεν είχαμε ιδιαίτερα προβλήματα." είπα προσπαθόντας να ηρεμίσω εμένα ενώ μέσα μου προσευχόμουν να μην έχω άλλο όραμα, όχι εκείνο το πρωί τουλάχιστον.

    Ξάπλωσα και κάθισε δίπλα μου, "Φίλιππε, θέλω μια υπόσχεσή..." είπα και με κοίταξε χαμογελόντας, "Αύριο... Θα γυρίσεις εκεί που είσαι ασφαλής.... Θα ξεκουραστείς! Εντάξει;" Χαμογέλασε, "¨Εντάξει, πριγκήπισσα. Κοιμήσου τώρα." ήταν σαν να με αποκοίμιζε η φωνή του. Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν γιατί θεωρούσαν αδέλφια τον Ύπνο και τον Θάνατο. Κοιμήθηκα χωρίς όνειρα και ξύπνησα σαν να είχα κοιμηθεί για μέρες. Ένιωθα ζωντανή μετά από μέρες, ένιωθα την ανάγκη να τρέξω στην θάλασσα, να βγώ στον ήλιο... Η σκέψη του ήλιου όμως με έφερε στην πραγματικότητα και το βλέμμα μου γύρισε στον Φίλιππο που με κοίταζε χαμογελώντας. Πως άντεξε τόσα χρόνια χωρίς το φώς του, χωρίς την ζέστη του αρχαίου θεού; Ίσως οι σκέψεις μου να ήταν εμφανείς στο προσωπό μου γιατί το βλέμμα του άλλαξε. Στο χαμογελό του υπήρχε μια θλίψη. Η θλίψη που βλέπεις σε άτομα που εχουν αποκοπεί από κάτι που αγαπούσαν. "Στην αρχή είνα πιο δύσκολο, μετά αρχίζεις να προσαρμόζεσαι, αρχίζεις να βλέπεις την ομορφιά της νύχτας, να λαχταράς το φώς της πανσελήνου. Η πανσέληνος είναι ότι πιο κοντινό έχω στον πραγματικό ήλιο... Αν και, είναι μόνο μια απομίμηση." Η ανάγκη του με διαπέρασε, για λίγες στιγμές ένιωσα την θλίψη του για την απώλεια της ημέρας. Σηκώθηκα και άρχισα να ψάχνω τα χαμηλά συρτάρια της ντουλάπας μου για το άλμπουμ που ήξερα οτι θα βοηθούσε έστω και ελάχιστα. Άφησα στο πάτωμα τα υπόλοιπα και άνοιξα το παλιό, σκούρο μπλέ άλμπουμ που κρατούσα από τον 1ο μου χρόνο στην σχολή. Είχα προσπαθήσει να ασχοληθώ με την φωτογραφία, αλλά τα απότελέσματα ποτέ δεν με ικανοποιούσαν. Από τις εκατοντάδες φωτογραφίες τοπίων που είχα βγάλει τότε στο άλμπουμ είχαν μείνει μόλις 12, 3 ηλιόλουστα τοπία για κάθε εποχή. Του έδωσα τις φωτογραφίες και τις κοίταξε σαν να ήταν τα ιερότερα κειμήλια. "Κρατησέ τες." είπα χαμηλά και το βλέμμα του μου θύμισε τα κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν έπαιρναν κάποιο δώρο τα Χριστούγεννα, ήταν το βλέμμα που περίμενε κάποιο χέρι να αρπάξει το δώρο. Χαμογέλασα, "Δεν τις χρειάζομαι... και, είναι καλύτερα να τις κοιτάζουμε μαζι..." είπα και το χαμογελό του μου θύμισε τον ήλιο...

    Γύρισα για να ξαναφυλάξω τα άλμπουμ αλλά ένιωσα το βλέμμα του, "Θες, θες να τα δεις;" ρώτησα χωρίς να ξέρω αν ήθελα να τα δει. "Μπορώ;" η αμφιβολία του με έκανε να αποφασίσω, ναι ήταν σαν να εισβάλει στον προσωπικό μου χώρο αλλά.... Δεν μπορούσα να του αρνηθώ. "Θα, πάω για μπάνιο... Θα μου πάρει λίγη ώρα... Δες ότι θες..." με κοίταζε όπως η μητέρα των παιδιών τον E.T. στην ταινία. "Αν, αν με πείραζε δεν θα τα έβγαζα όλα... Νόμιζα οτί δεν θα σε ενδιέφεραν. Ειλικρινά, κοίτα ότι θες... θεωρησέ το δικό σου δωμάτιο." Πήρα ότι θα φορούσα και πήγα στο μπάνιο. Όσο και να έκανα όμως το νερό είχε παγώσει μισή ώρα μετά. Έμεινα στο μπάνιο γιατί δεν ήμουν σίγουρη οτί ήθελα να τον αντικρίσω. Είχα ντυθεί και προσπαθούσα να στεγνώσω τα μαλλιά μου με μια πετσέτα. Το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με το ίσιο των μαλλιών μου με βοηθάει να αποφεύγω το σεσουάρ. Όμως, ο χρόνος που μπορείς να αναβάλεις κάτι κάποια στιγμή τελειώνει. Έτσι 10 λεπτά αργότερα άφηνα μια βαθιά ανάσα και προχωρούσα προς τον 'τυφώνα' των συναισθημάτων που ένιωθα από το δωμάτιο. Δεν χρειάστηκε να δώ την σελίδα, το προσωπό του και το σώμα του μου εδειξαν τι άκριβως διάβαζε. Έπρεπε να φανταστώ πως το 'κοίτα ότι θες' θα εκλαμβανόταν ως κυριολεκτικο... και ήταν...

    Απλωμένο μπροστά του ήταν ένα παλιό σημειωματάριο στο οποίο πάντα πρόσθετα σελίδες. Ήταν στις τελευταιές σελίδες, στις εισαγωγές της άνοιξης. "Φίλιππε;" δεν φάνηκε να με ακούει, προχώρησα προς το κρεβάτι, σταματώντας ακριβώς μπροστά στο ξύλο. Η εκφρασή του άλλαζε με κάθε φράση, ήταν η δεύτερη, ίσως και η τρίτη φορά που διάβαζε την μικρή παράγραφο. Αρκετά μικρή για να χωρέσει μόνο τα γεγονότα, αρκετά σημαντική όμως ωστέ να με βοηθήσει να το ξεπεράσω. "Φίλιππε, σε παρακαλώ, άφησε το... Μην το διαβάζεις ξανά...." δεν με κοίταξε, η φωνή του ήταν κενή αλλά όσα ένιωθε τον έκαναν να τρέμει."Πως άντεξες; Πως μπόρεσες να μου ζητήσεις.... Πρέπει να πληρώσει, Θα τον κάνω να πληρώσει...." προσπάθησα να τον διακόψω αλλά δεν με άφησε, "Δεν θα το αφήσω Βίκυ! Πως μπορώ να το αφήσω; Θα πληρώσει και θα πληρώσει ακριβά...." Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσα να πω. Ο Κώστας κινδύνευε, δεν το ήθελα αλλά δεν μπορούσα να το αποτρέψω. "Μόνο, μην μου πεις τίποτα, δεν θέλω να ξέρω." Κουλουριάστικα στην μοναδική πολυθρόνα που υπήρχε στο δωμάτιο και ένιωσα το κενό μέσα μου. Δεν υπήρχε τίποτα, σε εκείνο το κομάτι που μέχρι πριν λίγο υπήρχε πόνος τώρα δεν ένιωθα τίποτα.

    "Εντάξει!" είπε σε λίγο και ήταν πολύ κοντά μου. Άνοιξα τα μάτια μου, δεν θυμόμουν να τα είχα κλείσει, και ήταν μπροστά μου. Είχε γονατίσει και με κοίταζε, στα μάτια του υπήρχε πόνος, "Γιατί;" ρώτησε και δεν ήξερα τι ρωτούσε. "Γιατί δεν μου το είπες χτές; Γιατί σου υποσχέθηκα; Γιατί να μην...." Κατέβασε το κεφάλι και ενστικτωδώς άγγιξα τα μαλλιά του, απαλά, μεταξένια. "Χτές, θα πονούσε περισσότερο. Η γνώση πως υπάρχει και κάποιος άλλος που ξέρει... Και, δεν θέλω να πεθάνει. Υπάρχουν πολλοί που μας ήξεραν, που ήξεραν οτί ήμασταν μαζί..." Με κοίταζε σαν να έψαχνε την ψυχή και το μυαλό μου. Χαμογέλασα, "Δεν σου κρύβω τίποτα. Όσα, όσα άντεχα να πω στον εαυτό μου, τα διάβασες ήδη. Τώρα, ξέρεις περισσότερα από τους άλλους, ίσως με ξέρεις καλύτερα από όλους..." Το χαμόγελο στα χείλη του ήταν αχνό, μια γραμμή. "Δεν νομίζω, ξέρω όσα μου έδειξες... αλλά ο ιερέας σε ξέρει καλύτερα..." Κούνησα το κεφάλι μου, "Μπορεί να υποψιάζεται, αλλά ποτέ δεν θα μάθει...Δεν χρειάζεται να τον πληγώσω έτσι." Η εκπληξή του ήταν φανερή, "Δεν μπορεί να είμαι ο μοναδικός που ξέρει..." Κοίταξα τα χέρια μου, το δαχτυλίδι που φορούσα χρόνια τώρα, "Ακόμα και η Μάριον, ξέρει μόνο οτί... τους λόγους." Με αγκάλιασε και ένιωσα την καρδιά του να χτυπάει ταυτόχρονα με την δική μου, "Γιατί δεν το μοιράστηκες με κάποιον; Έπρεπε να ξέρει και κάποιος άλλος..." πήρα μια βαθιά ανάσα και η μυρωδιά του με ηρέμισε, "Ξέρεις εσύ." είπα απλά και για μένα ήταν αρκετό. Δεν θα κυνηγούσε ο ίδιος τον Κώστα, αυτό τουλάχιστον το είχε υποσχεθεί. Όταν με άφησε, αρκετή ώρα αργότερα είπα το μόνο που χρειαζόμουν, "Δεν θέλω να ξέρω αν έβαλες κάποιον. Εσύ δεν θα κάνεις κάτι, μου είναι αρκετό." "Σ' ευχαριστώ." είπε απλά και κατάλαβα, αν μπορούσε ο Κώστας θα πέθαινε βίαια και το έγκλημα δεν θα μπορούσε να καλυφθει. Δεν μίλησα, δεν είχα απάντηση για εκείνο το 'Ευχαριστώ'. Κάποιες φορές η σιωπή μιλάει καλύτερα από χίλιες διαφορετικές λέξεις.

     

     

     

    :sorry: για τα επιπλέον γράμματα και την ορθογραφία αλλά δεν έχω word στο γραφείο και δεν έχω χρόνο να το δουλέψω στο σπίτι...... :headb: anyway ελπίζω να είαι εντάξει η ιστορ΄'ια όπως θα εξελιχθεί.... :whistling: :whistling:

  15. Δεν έχω την υπομονή (σήμερα) να διαβάσω όλα τα posts και να σκεφτώ όπως πρέπει για αυτό θα σχολιάσω αυτά που μου έρχονται αυτήν την στιγμή... (ΕΕλπίζω να βγάλω νόημα και να μην αρχίσω τα :offtopic: και τις :censored: :cheerful:

     

    και το δέντρο τής ζωής στο μέσον του παραδείσου, και το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού. Και τα 2 δέντρα ήταν στο κέντρο του παραδείσου?

    γιατί αν είναι έτσι τότε η Εύα όταν απάντησε: <<Από τον καρπό των δέντρων τού παραδείσου μπορούμε να φάμε• από τον καρπό, όμως, του δέντρου, που [είναι] στο μέσον του παραδείσου, ο Θεός είπε: Μη φάτε απ' αυτόν, μήτε να τον αγγίξετε, για να μη πεθάνετε.>> ]

    θα μπορούσε να εννοεί ή το ένα ή το άλλο. Επιπλέον μας δείχνει την τάση του ανθρώπου να 'διαστρεβλώνει' όσα ακούει όταν τα επαναλαμβάνει. εφόσον ο θεός είπε καθαρα

    <<Από κάθε δέντρο του παραδείσου θα τρως ελεύθερα,
    από το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού, όμως, δεν θα φας απ' αυτό
    • επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ' αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε.>>

     

    ΤΟ φίδι, μάλιστα, ήταν το φρονιμότερο από όλα τα ζώα τού χωραφιού, που έκανε ο Κύριος ο Θεός•

    εδώ θα μπορούσα να θεωρήσω οτί το φίδι είναι η ανθρώπινη περιέργεια καθώς

    Και η γυναίκα είδε ότι το δέντρο [ήταν] καλό για τροφή, και ότι ήταν αρεστό στα μάτια, και το δέντρο [ήταν] επιθυμητό στο να δίνει γνώση• και αφού πήρε από τον καρπό του, έφαγε• και έδωσε και στον άνδρα της μαζί της, κι αυτός έφαγε.

     

     

    Επιπλέον ίσως κάνω λάθος αλά νομίζω πως η 'τιμωρία' δεν ήταν τόσο για το ότι έφαγαν από το δέντρο αλλά γιατί δεν ανέλλαβαν την ευθύνη της πράξης τους, (Ο Αδάμ έριξε το βάρος στην Έυα και η Έυα στο φίδι.)

     

    Τελικά η εξορία έγινε γιατί γνωρίζοντας πια το καλό και το κακό δηλ. έχοντας ελέυθερη βούληση θα μπορούσαν να 'εξεγερθούν' απέναντι στην εξουσία που είχε ως τότε ο θεός τους πάνω τους.

     

    Αυτή η 'επανάσταση' θα γινόταν με το δέντρο της ζωής που θα τους έκανε 'αθάνατους' όπως λέει αργότερα, και έτσι δεν θα χρειαζόταν την 'προστασία' του θεού άρα θα τον καταργούσαν (εφόσον δεν θα χρειαζόταν )

     

    Η μόνη 'απορία' μου που ίσως και να είναι ήδη απαντημένη αλλά.... :unsure5: Τελικά εφόσον μπορούσαν να φάνε από το δέντρο της ζωής πριν την εξορία τους γιατί δεν το έκαναν? Και αν τελικά το έκαναν γιατί δεν έγιναν 'θεοί' (Εκτός φυσικά αν η 'γνώση' έπρεπε να κατακτηθεί πριν την 'ζωή'....... όπως γίνεται και τώρα.... :whistling: ) οπότε ο θεός ήταν ή σαδιστής και απολάμβανε τον πόνο των 'υπηκόων' του ή ήταν τελείως ηλίθιος και δεν ήξερε τι θα προκαλουσε η ύπαρξη του δέντρου της γνώσης στον κήπο του....

     

    όποιος ξέρει ας μου πει και έμενα..... :063laugh:

  16. Βρείτε τη πραγματική σας αγάπη κάνοντας αυτό το απλό testάκι!

     

    Aπλά φανταστικό !!!

     

    Πιάνει στα αλήθεια. :lol:

     

     

    Φυσικά και πιάνει! :063laugh: Σε πιάνει στον ύπνο.... :headb:

     

    Αλλά που θα πάει... θα την πατήσεις και εσύ :wub1:, δεν θα την πατήσεις?! :blblbl:

     

    Πολύ καλό πάντως... Πάντα τέτοιες ιδέες...

  17. Ingmar, τα καλύτερα καλλυντικά είναι αυτά που μπορείς να φτιάξεις στην κουζίνα σου... :)

     

    Για το Bdy Shop, δεν παίρνω και όρκο αλλά το εμπιστεύομαι περισσότερο από κάποιες άλλες εταιρίες... (Μου φαίνεται λίγο άκυρο να κάνει τέτοια 'διαφήμιση' πως δεν κάνει πειράματα σε ζώα από την μία και να ακολουθεί την πεπατημένη από την άλλη... Βέβαια θα μου πεις ποιός καλύτερος τρόπος για να προβληθείς...)

     

    Nenya, σόρυ αλλά αυτήν την μανία με το make up δεν την καταλαβαίνω, και πόσο μάλλον το καλοκαίρι που με τον ιδρώτα θα στάζει όλο.... :rolleyes: μήπως ο-η αισθητικός είχε μετοχές σε εταιρία καλλυντικών?

  18. Θα συμφωνήσω με τον προ-γράψαντα (τέτοια ελληνικά τέτοια ώρα...:)) outis. Το νερό της θάλασσας, από όποια θάλασσα και να το πάρεις πάλι νερό είναι. Και αν το αφαλατώσεις γίνεται και πόσιμο.. το θέμα είναι πόσο χρόνο θα χρειαστείς για να αφαλατώσεις νερό από την νεκρά θάλασσα και πόσο από την μαύρη...

    Το ζήτημα, θέλω να πιστεύω, δεν είναι στο αλάτι και τα επιμέρους αλλά στο ότι όλες οι θάλασσες άποτελούνται από νερό. Το νερό παγκοσμίως είναι ίδιο παρά τις διαφορετικές ονομασίες λόγω των διαφορετικών γλωσσων (όπως είπε και ο Sucore) άρα, γιατί να κολλάμε στα επιμέρους και να μην εμβαθύνουμε στα ουσιαστικά?

×
×
  • Create New...