Jump to content

ℂ Daniela

Νέα Μέλη
  • Posts

    19
  • Joined

  • Last visited

Posts posted by ℂ Daniela

  1. Πολύ όμορφο κείμενο .

     

     

     

    Και Μια απορία : γιατί γράφεις με  Μωβ γραμματοσειρά ; 

    Σε ευχαριστώ! :)

    Είναι το αγαπημένο μου χρώμα, ελπίζω να μην πειράζει :P

  2. Ήταν ένα ειδυλλιακό, ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη δύσει, μα οι θερμές αχτίδες του χρωμάτιζαν παιχνιδιάρικα τα αραιά, βελούδινα σύννεφα με ροζ και πορτοκαλί αποχρώσεις. Έκανα μια βόλτα στην παραλία της πόλης μου, και το βλέμμα μου ταξίδευε πότε στο απέραντο μπλε που απλώνονταν δίπλα μου, πότε στους χαμογελαστούς και ανέμελους περαστικούς που περνούσαν από μπροστά μου, ο καθένας αφήνοντας στις οξυμένες μου αισθήσεις το δικό του, ξεχωριστό άρωμα. Πόσο μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους! Είναι κάτι που νομίζω ποτέ μου δεν θα χορτάσω, ή συνηθίσω. Το απαλό, δροσερό αεράκι έκανε τις χαλαρές μπούκλες μου να χορεύουν γύρω από το πρόσωπό μου, χαιδεύοντας τους γυμνούς ώμους και την πλάτη μου. Θαρρώ μπορώ ελεύθερα να πω ότι, εκείνη τη στιγμή ένιωθα μια γαργαλιστική ευτυχία να ρέει στα σωθικά μου.
    Συνέχισα αμέριμνη να περπατάω, ώσπου ξάφνου βρέθηκα αντίκρυ σε μια γυναίκα, η οποία ήδη από μακριά που ερχόταν είχε στυλωμένο το διαπεραστικό της βλέμμα επάνω μου, προκαλώντας μου μια ελαφρά αίσθηση δυσφορίας, αλλά και περίεργης οικειότητας. Ήταν γύρω στα 60, και φορούσε μια μακριά βιολετί φούστα, με περίτεχνα σχέδια πάνω της, και μια μαύρη καμπαρντίνα που θύμιζε παλιότερες εποχές. Τα μακριά γκριζωπά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια σφιχτή, χοντρή πλεξούδα. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, ήταν ολοφάνερα εντυπωσιακή, και σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη. Όμως, αυτό που περισσότερο απ' όλα με εντυπωσίασε πάνω της, δεν ήταν ούτε τα ρούχα της, ούτε η κομψότητα και το μυστήριο που απέπνεε η αύρα της. Αυτό που με καθήλωσε ήταν το βλέμμα της, το οποίο ήταν βαθύ, σοφό, απλανές, μα προπάντων... Αφόρητα βασανισμένο. Όλο της το πρόσωπο κουβαλούσε ένα αβάσταχτο βάρος που ασυναίσθητα μου έσφιξε την καρδιά. Έμοιαζε να γνωρίζει τόσα πολλά... Μυστικά που ουδείς θνητός δεν άγγιξε ποτέ ούτε με την πιο τρελή του φαντασία.. Γιατί όμως από όλους τους περαστικούς, εκείνη επικεντρώθηκε σε εμένα;..
    Ταραχή και μια αχνή αίσθηση φόβου με διαπέρασαν τη στιγμή που σταμάτησε απότομα μπροστά μου, γουρλώνοντας τα μάτια της, και προφέροντας τούτες τις τέσσερις μονάχα λέξεις: ''Είσαι κι εσύ μια...'', τονίζοντας τες προσεχτικά. Είχα μείνει σαν παγωτό να την κοιτάζω, μύριες σκέψεις και απορίες πέρασαν απ' το μυαλό μου, όταν πήρε απότομα το χέρι μου λέγοντάς μου σιγανά: ''Εσύ... Πρέπει να έρθεις μαζί μου.'' Όταν συνήλθα απ' τη σαστιμάρα μου, κατάφερα να αρθρώσω και εγώ μερικές λέξεις, με τη συνοδεία του γνωστού μου βλέμματος όταν απαιτούσε μια ικανοποιητική εξήγηση: ''Τι θέλετε από εμένα;;'', τη ρώτησα, προσπαθώντας να ελευθερώσω το χέρι μου από τη λαβή της, μα εκείνη παρέμεινε μυστηριωδώς σιωπηλή, οδηγώντας με κάπου άγνωστα, ενώ συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά απ' το χέρι.
    Υπό άλλες συνθήκες μάλλον θα έπρεπε να έχω παραλύσει απ' το φόβο μου, ή να φωνάζω για βοήθεια, όμως κάτι στα μάτια της και στον τόνο της φωνής της όταν μου μίλησε, με έκαναν να εμπιστευθώ πως ο σκοπός της δεν ήταν ούτε επικίνδυνος, ούτε κακός. Αλλά τι ήταν αυτό που την συντάραξε τόσο σε εμένα, κάνοντάς τη να θέλει να με αρπάξει απ' το χέρι, και τι εννοούσε όταν μου είπε αινιγματικά πως ''είμαι και εγώ μια'';...
    Μια... τι;..
    Προς μεγάλη μου εντύπωση, με οδήγησε σε ένα κατά τ' άλλα φυσιολογικό μέρος, ήταν ένα μικρό, ήσυχο καφέ δίπλα στη θάλασσα, με στυλ και διακόσμηση που το καθιστούσαν ζεστό και γραφικό. ''Τι στην ευχή, μια άγνωστη μεσήλικη με άρπαξε στα καλά καθούμενα απ' το χέρι για να.. πιούμε καφέ;!''.. Δεν καταλάβαινα τίποτα, και όταν δεν καταλαβαίνω εκνευρίζομαι. Καθίσαμε σε ένα απόμακρο τραπεζάκι που είχε πάνω του μια μικρή γλάστρα με ένα όμορφο, μωβ λουλούδι. Για λίγα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας ήμασταν αμίλητες, εκείνη με περιεργαζόταν εξεταστικά με γουρλωμένα μάτια, που πρόδιδαν τη ροή χίλιων δυο σκέψεων στο μυαλό της. Τι διάολο, μεταλλάχτηκα εν αγνοία μου ή τι μου συνέβη τέλος πάντων και με κοιτάει έτσι;!... Ένιωθα ανίκανη να της πω το οτιδήποτε, οπότε απλά αρκέστηκα στο να την κοιτάω και εγώ κατάπληκτη, δίχως να πεταρίσω ούτε βλέφαρο. Ήμουν ομολογουμένως ταραγμένη, όμως η γυναίκα αυτή μου μετέδιδε μια καθησυχαστική, και θετική ενέργεια. Ας περιμένω να μου εξηγήσει, λοιπόν, είπα από μέσα μου, εξακολουθώντας να την κοιτάζω μ' ένα βλέμμα που αν το 'βλεπε ζωγράφος, σίγουρα θα 'θελε να το αποτυπώσει σε καμβά.
    Ύστερα από λίγο ήρθε ο σερβιτόρος, βγάζοντάς μας για λίγο από την αμήχανη και τεταμένη σιωπή, η οποία είχε ήδη αρχίσει να μου γίνεται τρομαχτική και ανυπόφορη, παρ' όλο που εκ φύσεως είμαι λιγομίλητη. Εκείνη παρήγγειλε ένα τσάι, εγώ ήμουν ανήμπορη να ζητήσω το οτιδήποτε, πέρα από απαντήσεις. ''Μόνο ένα νερό, ευχαριστώ.'', είπα βιαστικά στο σερβιτόρο, ο οποίος με κοίταξε παραξενεμένος, σαν να κατάλαβε εκείνη τη στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν γύρισε την πλάτη του και έφυγε, η γυναίκα έστρεψε ξανά την προσοχή της αποκλειστικά σε εμένα. ''Νομίζω πως δικαιούμαι μια εξήγηση, δεν βρίσκετε;;;'', της πέταξα έκδηλα ενοχλημένη. Ήμουν έτοιμη να κάνω και άλλες διαμαρτυρίες, όμως εκείνη με σταμάτησε με ένα νεύμα του αδύνατου χεριού της. 
    ''Γνωρίζω ποια είσαι. 'Η μάλλον, για να το θέσω ορθότερα... ΤΙ είσαι.''
    Δεν αντέδρασα. Η συνειδητότητα των λέξεών της, παρ' όλο που δεν έκρυβε καμία επιτακτικότητα, με ανάγκασε να σταματήσω ότι ετοιμαζόμουν να πω και να την ακούσω. Την κοίταξα έντονα και ανήσυχα, προτρέποντάς τη να συνεχίσει.
    ''Θα μπορούσα να αναγνωρίσω το βλέμμα σου από χιλιόμετρα μακριά. Και όχι μόνο το δικό σου, μα και όλων των υπόλοιπων από εμάς. Βλέπεις, δεν απομείναμε πολλοί, δυστυχώς. Αλλά δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο ευτυχής, πόσο πλήρης νιώθω όταν, σαν δώρο της Μοίρας, σαν θεικό σημάδι, συναντώ ένα ακόμη κομμάτι του αιώνιου αυτού παζλ.'', μου είπε και τα μάτια της χαμογέλασαν με μια λάμψη που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί. ''...Ειδικά εσύ, μικρή μου...'', συνέχισε, ''..το εκπέμπεις σε βαθμό που δεν έχω ξαναντικρύσει. Δεν είναι μόνο τα μάτια σου, ο τρόπος που ατενίζουν τον ξένο για την καρδιά σου κόσμο. Οι κινήσεις των όμορφων χεριών σου. Οι εκφράσεις σου που χάραξαν πάνω στο πρόσωπό σου, ένα πρόσωπο που μοιάζει ζωγραφισμένο από άλλη εποχή, τις εμπειρίες και τις γνώσεις χιλιάδων αιώνων. Ο αέρας σου, η αύρα σου, ψυχή μου, είναι πλασμένα από άλλο χρόνο κι άλλο τόπο. Από έναν πολύ μακρινό, και παλιό κόσμο...'', κόμπιασε, και ο τόνος της έγινε ξαφνικά θλιμμένος. Μια θλίψη που αυτόματα χτύπησε και εμένα σαν κεραυνός. Το πιο κρυφό μου, και έντονο συναίσθημα, βρίσκονταν ξαφνικά εκτεθειμένο στα χείλη τούτης της άγνωστης γυναίκας...
    ''Είσαι παλιά ψυχή, κορίτσι μου. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που σε συνόδευε και θα σε συνοδέψει, σαν αχώριστο μέλος του κορμιού σου, ως την τελευταία σου πνοή σε τούτη τη ζωή. Μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου και γνωρίζω πως νιώθεις, ως και την πιο ενδόμυχη έκταση των πιο σκοτεινών και χαοτικών σου συναισθημάτων. Αισθάνεσαι πως δεν ανήκεις σε τούτον τον κόσμο, πως γεννήθηκες για να ζεις αλλού, κάπου μακρινά και γνώριμα. Όχι μόνο σε άλλο μέρος, μα και σε άλλον αιώνα. Κοιτάς τους ανθρώπους γύρω σου και συνεχώς παλεύεις να βρεις κάτι δικό σου μέσα τους, κάτι αρχαίο και χιλιοταξιδεμένο, μα απογοητεύεσαι καθώς δεν το βρίσκεις, όσο και αν τους αγαπάς. Όσο περισσότερο γίνεσαι ένα με τα πλήθη τους, τόσο περισσότερο νιώθεις ξένη. Ένα αβάσταχτο αίσθημα έλλειψης και ακαθόριστης νοσταλγίας σε κατατρέχει απ' τη μέρα που ήρθες στον κόσμο. Όχι επειδή σου έλειψε η αγάπη, η θαλπωρή ή η συντροφιά, τα είχες άφθονα όλα αυτά. Μα επειδή είσαι έτσι φτιαγμένη. Είσαι μια ψυχή που εδώ και πολλούς αιώνες κάνει αδιάκοπα ταξίδια μες στο χρόνο, αποζητώντας να βρει γαλήνη και την οριστική ανάπαυση στον τόπο όπου τα πνεύματα καταλήγουν, τον αιώνιο λήθαργο. Ξέρω, γλυκιά μου..'', μου έπιασε απαλά το χέρι, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, δυο μάτια που είχαν γεμίσει δάκρυα, ''..ξέρω πως εικόνες, οράματα και μελωδίες σε γυρνούν συνεχώς στο χθες. Και επιθυμείς τόσο πολύ να τις ακολουθήσεις, να σπάσεις τα δεσμά που σε αλυσοδένουν στο άδειο παρόν. Αναπολείς έναν τόπο που ακόμη δεν έχεις επισκεφθεί.. Είσαι ερωτευμένη με ένα πρόσωπο που ακόμη δεν συνάντησες εμπρός σου. Τα μάτια σου φτάνουν πέρα απ' την άκρη του ορίζοντα, ως εκεί που των περισσότερων θνητών αδυνατούν να φθάσουν. Τα χέρια σου νιώθουν τη φθορά των πραγμάτων, η καρδιά σου τη βαρύτητα των καταστάσεων που ζεις διαρκώς. Βίωσες αμέτρητους θανάτους, και αναγεννήθηκες ξανά. Βασίλεια και πολιτισμοί κατέρρευσαν μπροστά στα μάτια σου, όσα γνώρισες και αγάπησες χαθήκαν παντοτινά, καθιστώντας σε αδύναμη να αποχωριστείς οτιδήποτε υλικό ή αύλο σε περικυκλώνει. Και σε τρελαίνουν όλα αυτά.... Γιατί.. Το βάρος, και το τίμημα της αιωνιότητας είναι τεράστιο, μικρή μου... Και εσύ το κουβαλάς αέναα, σε κάθε δευτερόλεπτό της, στο δέρμα σου απάνω... Το ένιωσα αμέσως μόλις βρέθηκα κοντά σου, ειδικά τη στιγμή που σ' άγγιξα, ήταν λες και το άγγιγμά σου μου αφηγήθηκε μια ολόκληρη ιστορία, ένα παραμύθι πόνου..''. Ξάφνου, άρχισε και εκείνη να δακρύζει. Το κλάμα μας διέκοψε ο σερβιτόρος, ο οποίος αυτή τη φορά ήταν ακόμα περισσότερο έκπληκτος από πριν, κοιτώντας μας με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία. Άφησε το αχνιστό τσάι επάνω στο τραπέζι και έφυγε σιωπηλός. 
    Η γυναίκα σταμάτησε να μου μιλάει, αφήνοντάς με να κλάψω ελεύθερα, να βγάλω από μέσα μου όλη τη στεναχώρια που μου προκάλεσε η αποκάλυψη των πιο μυστικών μου λογισμών. Ήταν απίστευτο αυτό που μου συνέβαινε, σχεδόν σουρεαλιστικό. Από την πρώτη ως και την τελευταία της λέξη, ήξερα πως ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να με διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο, ένα βιβλίο που για χρόνια είχε καταβρέξει τις σελίδες του με δάκρυα σιωπηλά, δάκρυα που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να δει πόσο συχνά κυλούσαν, μα κυρίως, τον αλλόκοτο λόγο που κυλούσαν.
    Να τι ήμουν, λοιπόν...
    Μια παλιά ψυχή. Μια πολύ παλιά ψυχή, αν έκρινα απ' τα λεγόμενά της... Και τούτη η μυστηριώδης γυναίκα το κατάλαβε με ένα μονάχα σήκωμα των βλεφάρων μου.
    Το σκοτάδι είχε αρχίσει σιγά σιγά να αγκαλιάζει τον ορίζοντα, και τα βρεγμένα μου μάγουλα είχαν πια στεγνώσει. Αφότου ηρέμησα, η γυναίκα μου έπιασε ξανά το χέρι, κλείνοντάς το μέσα στα ζεστά δικά της, στο αλλόκοσμο άγγιγμά της. ''Όλες οι παλιές ψυχές, οι ψυχές που κάποτε βαθιά στο χρόνο γεννήθηκαν, έζησαν, πέθαναν και ξαναγεννήθηκαν πολλές φορές... Έχουν μέσα τους τα σκόρπια απομεινάρια μιας Μνήμης. Θολές εικόνες, ένστικτα ή συναισθήματα που βίωσαν στην κάθε προηγούμενη ζωή τους. Όλα αυτά... Σαν ανήσυχα πνεύματα επισκέπτονται τα ανυποψίαστα όνειρά τους τις νύχτες, τρυπώνουν απρόσκλητα στις ασήμαντες σκέψεις που κάνουν τα πρωινά. Και οι περισσότεροι τα προσπερνούν, δίχως να αντιλαμβάνονται πως είναι Μνήμες. Νιώθουν παράξενα με τον ερχομό τους, μα τις θάβουν με θράσος στο πίσω μέρος του μυαλού τους, αφήνοντάς τες εκεί να δυστυχήσουν. Εσύ όμως... Είμαι σίγουρη πως δεν το κάνεις αυτό. Το βλέπω στα μάτια σου. Το βλέμμα σου δεν είναι όπως των περισσότερων ανθρώπων. Είναι απύθμενο, μελαγχολικό. Θαρρείς πως ψάχνει συνέχεια κάτι, και θα ξεψυχήσει αν δεν το βρει. Και έπειτα, έχει τόσο αλλόκοτο χρώμα.....'', δίστασε λίγο προτού συνεχίσει, ''.. Πες μου, τα μάτια σου είχαν από πάντα τούτη τη μίξη χρωμάτων; Πράσινου και καφέ, με λίγες πιτσιλιές πορτοκαλί γραμμών;.. Και τα μαλλιά σου.. Ήταν ανέκαθεν σγουρά;...''. ''Για να είμαι ειλικρινής...'', ξεκίνησα να λέω, ''.. τα μάτια μου μόλις πριν τρία χρόνια άρχισαν να πρασινίζουν. Και τα μαλλιά μου.. Για πολλά χρόνια ήταν ίσια. Από τότε που άρχισαν να αλλάζουν τα μάτια μου, σγούρυναν και τα μαλλιά μου.. Αλλά και τα πολύ πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν σγουρά.''.
    ''Είναι προφανές'', είπε εκείνη μέσα σε μια εκστατική συνειδητοποίηση, όμοια με εκείνη μόλις με πρωτοείδε, ''πως αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνόδευαν και.. πολύ παλιά. Έχεις αντικρίσει μύρια χρώματα και ακόμα περισσότερα σκοτάδια.. Σε αυτό οφείλονται οι παράξενοι ιριδισμοί των ματιών σου...'', συνέχισε σκεφτική. ''Πες μου... είσαι καθαρή ελληνίδα;..''. ''Όχι... είμαι μισή ιταλίδα.''. Μου χαμογέλασε. ''Και λατινικές ρίζες, λοιπόν... Αχ, κοπέλα μου, μακάρι να μπορούσες να καταλάβεις το μέγεθος της τύχης, μα και της κατάρας σου!'', στέναξε με ένα θλιμμένο μειδίαμα. ''Θέλω να σου ζητήσω κάτι.'', είπε αφού ήπιε και την τελευταία γουλιά του τσαγιού της. ''Θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να αφήσεις την καρδιά και το μυαλό σου ολοκληρωτικά ελεύθερα. Και ύστερα... Να μου μιλήσεις για την ανάμνηση που είναι απ' όλες πιο έντονα χαραγμένη πάνω στην σκαλιστή πόρτα της ψυχής σου. Δεν αναφέρομαι σε ανάμνηση της τωρινής σου ζωής, καταλαβαίνεις τι εννοώ...''
    Φυσικά και καταλάβαινα. Υπάκουσα, κλείνοντας τα μάτια μου απαλά... Οι μόνες μου αισθήσεις πλέον ήταν το δροσερό θαλασσινό αεράκι που έκανε το δέρμα μου να ριγεί, και τα χέρια μου μέσα σε αυτά της μυστηριώδους γυναίκας, που όλη αυτήν την ώρα δεν σταμάτησαν να με κρατούν με κατανόηση και αγάπη. Επέτρεψα στον εαυτό μου να χαλαρώσει, να αφεθεί ανάλαφρος σε τούτες τις στιγμές μιας αλλόκοτης αποκάλυψης. Εστίασα στον χτύπο της καρδιάς μου, στο κέντρο της ζωής, μα καθώς φαίνεται όχι της ύπαρξής μου. Ήδη προτού αρχίσω να απελευθερώνω από μέσα μου τις λέξεις, αισθάνθηκα τα κλειστά μου μάτια να βουρκώνουν ξανά. 
    ''Είναι ένα πρόσωπο...'', ξεκίνησα να λέω, και δύο δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό μου, προτρέποντάς με να συνεχίσω, αντί να σταματήσω. ''Δεν είμαι σίγουρη αν είναι ο αγαπημένος μου ή κάποιος άγνωστος... Το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιη, είναι πως μέχρι και το τελευταίο μου κύτταρο κλαίει σπαρακτικά από τη δύναμη της αγάπης μου για εκείνον, και η ψυχή μου ανάπαυση δεν θα βρει ώσπου να τον συναντήσει ξανά, και να αγκαλιάσει τη μορφή του που θάφτηκε κοιμώμενη στα άγια χώματα της Μνήμης. Νομίζω...'', τώρα πια είχα πλαντάξει. ''..Νομίζω πως είναι ιππότης, ή πολεμιστής, ή.... δεν ξέρω.. όμως για κάτι είναι έτοιμος να δώσει μάχη. Τα μαλλιά του είναι μακριά, σκούρα και κάπως σγουρά. Τα μάτια του μεγάλα, απλανή, γαλάζια... Πανέμορφα.. Σαν δυο άγγελοι που ξεπέσαν σε σάρκα ανθρώπινη. Σηκώνει το όμορφό του πρόσωπο στον ουρανό... Και στο βλέμμα του υπάρχει ικεσία, υπάρχει δύναμη, ιεροσύνη... Δεν ξέρω πως να το χωρέσω σε λέξεις....'', έκανα μια μικρή παύση, ρουφώντας τη μύτη μου, ''.. αλλά όλο το μεγαλείο των θεών αντικατοπτρίζεται σε τούτη την έκφραση πίστης και αιώνιας τιμής... Και εγώ.. Εγώ στέκομαι απλώς εκεί να τον κοιτάζω με δέος, μαγεμένη, ερωτευμένη.... Προσευχόμενη σε θεούς και δαίμονες να τον έχω δικό μου σε ζωή και θάνατο.....''. Αυτό ήταν. Δεν μπορούσα άλλο πια να συνεχίσω. Έσκυψα πάνω στο τραπέζι, κλείνοντας το πρόσωπό μου στα δυο μου χέρια, και άρχισα να κλαίω με σπαραγμό. Ο πόνος που ένιωθα ήταν παραπάνω από ανυπόφορος. Τον ήθελα τόσο πολύ... Θα υπέμενα μια αιωνιότητα Κόλασης αν ήξερα πως θα τον έβρισκα μια μέρα. Όμως... Δεν ήταν πουθενά. Και εγώ ήμουν ακόμα ζωντανή, βλέποντάς τον κάθε βράδυ στα όνειρά μου, ζωγραφίζοντάς τον στο χαρτί, αποτυπώνοντάς τον αδιάκοπα στους πονεμένους και νοσταλγικούς μου στίχους. Είναι τόσο, μα τόσο άδικο.....
    ''Ποιός είσαι;;;...'', κλαψούρισα ακόμη πιο γοερά, αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω μου, για τα πάντα....
    Μόλις συνήλθα, έπειτα από λίγα λεπτά σήκωσα το κεφάλι μου, και με μάτια κατακόκκινα και πρησμένα αντιλήφθηκα ότι η άγνωστη γυναίκα είχε φύγει, αφήνοντάς με μόνη. Πάνω στο τραπεζάκι όμως, εκτός από την άδεια κούπα της, είχε αφήσει ένα ολάνθιστο, πορφυρό σαν το αίμα τριαντάφυλλο, με ένα σημείωμα από δίπλα. Παραξενεμένη, πήρα το σημείωμα με χέρια που έτρεμαν, και άρχισα να διαβάζω:
    ''Δεν μπορώ να σου ευχηθώ κάτι καλύτερο από το να τον βρεις, Ψυχή μου.
    Μόλις αυτό συμβεί...
    Ρίξε τούτο το ρόδο στον ωκεανό.
    Γιατί το ύδωρ είναι αιώνιο...
    Και θυμάται. 
    Και είναι, πίστεψέ με, πολύ σημαντικό να μάθει την ημέρα που μια παλιά ψυχή κατάφερε να εκπληρώσει το πεπρωμένο της.
    Ακόμα και αν αυτό αργήσει να συμβεί...
    Να είσαι σίγουρη, πως το ρόδο ποτέ του δεν θα μαραθεί.
    Η μόνη μου παράκληση...
    Μην λησμονήσεις.
    Μην λησμονήσεις......''

    Πήρα το τριαντάφυλλο στα χέρια μου και ευθύς ένιωσα τη δαφορετικότητά του από όλα τα κοινά ρόδα. Ο ήλιος είχε πια εξαφανιστεί, και τη θέση του πήρε η αδερφή μου η σελήνη.
    ''Θα σε βρω, όπου κι αν είσαι...'', υποσχέθηκα στον εαυτό μου, και πήρα το δρόμο της επιστροφής.
    Το δρόμο της αέναης, αιώνιας επιστροφής...


    ℂ Daniela

  3. Σςς...

    Θα σου πω ένα παραμύθι...

    Κλείσε τα μάτια σου...

    Και άφησέ με να σε ταξιδέψω...

    Σε ένα παρελθόν μαγεμένο...

    Που από την ψυχή μου είναι πλασμένο...

    Πες μου... Έχεις ποτέ σου παρατηρήσει το φεγγάρι;...

    Όχι το χρώμα του... Ούτε το σχήμα του... Ούτε και τη λάμψη του...

    Μα το πρόσωπό του... Τα μάτια του, που στάζουν θλίψη και προσμονή...

    Εγώ τα έχω δει...

    Υπάρχει, λένε, ένας μύθος...

    Που λέει πως...

    Σε όλα αυτά τα χρόνια, σε όλους αυτούς τους χρυσούς αιώνες που περάσαν...

    Μια νύχτα, μια μονάχα νύχτα υπήρξε...

    Που η Σελήνη χαμογέλασε.

    Για πρώτη της φορά... 

    Και ποιος ξέρει...

    Ίσως και τελευταία.

    Μα χαμογέλασε. Και η πλάση γέμισε φως, μια λάμψη μυστήρια και γοητευτική, τόσο αγγελικά κεντημένη...

    Γιατί άραγε η Σελήνη χαμογέλασε;

    Εκπληρώθηκε, άραγε, το όνειρό της;

    Βρήκε το άλλο της μισό, που αιώνες τώρα παλεύει να γεμίσει, στις μοναχικές της πανσελήνους;

    Λένε, πως την ίδια νύχτα, σε ένα μακρινό, κρυμμένο βασίλειο, γεννήθηκε ένα πλάσμα μαγεμένο, αλλιώτικο απ' όλα τα υπόλοιπα...

    Ήταν τόσο όμορφο, που θαρρούσαν πως νεράιδας ήταν κόρη...

    Μα το πιο παράξενο πάνω της ήταν τα μάτια της...

    Έκρυβαν στα βάθη τους μια θλίψη αιώνων περασμένων...

    Μια προσμονή...

    Μια ανάγκη...

    Ανεξήγητη.

    Δεν της έλειπε τίποτα, τίποτα εκτός από το όνειρο της Σελήνης...

    Και μόλις η μικρή πριγκίπισσα αποκοιμήθηκε...

    Είδε το πρώτο της όνειρο, ένα όνειρο που μέχρι και σήμερα θυμάται...

    Ψιθύρισε η Σελήνη με φεγγαρόλουστα χάδια τις ευχές τις στην μικρή αυτή αιθέρια ύπαρξη...

    Και τις έδωσε μια υπόσχεση, μια υπόσχεση που προσμένει ακόμα με τόσο πάθος να εκπληρωθεί...

    Της είπε...

    Πως αφού η ίδια κατοικεί στον έναστρο ουρανό, και δεν μπορεί να κατέβει στη γη για να βρει το άλλο της μισό...

    Θα την ευλογήσει με το φως της...

    Τις νύχτες τις πιο σκοτεινές, τις πιο μοναχικές...

    Ώστε να το βρει η μικρή μας πριγκιποπούλα...

    Και έτσι θα λυθεί η θλίψη της Σελήνης...

    Και λαμπερή όσο ποτέ, θα μπορεί ξανά να χαμογελά...

    Και το όνειρο θα έχει εκπληρωθεί...

    Από εκείνη τη νύχτα, το παραμυθένιο αυτό πλάσμα, ησυχία δεν μπόρεσε να βρει...

    Έχουν περάσει 18 χρόνια...

    Και ακόμα ονειρεύεται, της Σελήνης η υπόσχεση να εκπληρωθεί...

    Μα είμαι σίγουρη πως η Σελήνη ξανά θα χαμογελάσει...

    Το ξέρω...

    Γιατί το φως της είναι στ' αλήθεια μαγικό...

    Ισχυρότερο από οποιοδήποτε ξόρκι...

    Και η πριγκίπισσα του παραμυθιού μας, ραντίστηκε με αυτό...

    Και όποιος ευλογείται από τη μαγεία...

    Είναι βέβαιο πως θα τη ζήσει.

     

    Το παραμύθι που σου είπα, είθε τ' αστέρια, στα όνειρά σου να τα φέρει...

    Γλυκά, με νεραιδόσκονη να σε ραντίσει...

    Και αν απορείς για την κρυφή του την Αλήθεια...

    Κοίταξε στα μάτια μου...

    Και θα καταλάβεις...

    Τι κρυφά αναζητώ στη Νύχτα.

     

    ℂ Daniela 

    post-7473-0-22611300-1384286707.jpg

  4. Μια μικρή ιστορία που εμπνεύστηκα κάνοντας ένα βραδινό, ζεστό μπάνιο, έπειτα από μια ιδιαίτερα κουραστική μέρα...
    ℂ Daniela 

    Ο ήλιος άρχιζε σιγά σιγά να πλησιάζει τη γη, το χρυσό φιλί της νύχτας να της δώσει... Με ανάλαφρα, μα και γοργά βήματα άρχισα να κατευθύνομαι προς τη κρυστάλλινη λίμνη, εκείνη που καλά ήταν κρυμμένη μες στο δάσος, και τα νερά της καθρέφτιζαν τη μαγεία που ζούσε σε όλα τα πλάσματα που περνούσαν από εκείνο το απαγορευμένο, απάτητο από κάθε ανθρώπινη μορφή μέρος... 
    Η φύση ήταν τόσο πυκνή, που ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί πως κάπου εκεί ανάμεσα, τον τόπο στοίχειωναν γλυκά αιθέριες υπάρξεις, από παραμύθια γεννημένες... Γι' αυτό άλλωστε και δεν πιστεύουν σε εμάς... Γιατί ποτέ τους δεν κατάφεραν να μας βρουν... Εδώ είναι η ιερή μας κρυψώνα, ο Παράδεισος των πανέμορφων νυμφών...
    Όπως σε κάθε δύση του ηλίου, έτσι και σήμερα, είχε έρθει η ώρα μου... Η ευτυχία μιας νύμφης του νερού όπως εγώ, η αγαλλίασή μου... Μια λίμνη τόσο καθάρια και διάφανη... Τόσο αγνή, που λαμπύριζε στην παραμικρή σκιά φωτός... Ήμουν στ' αλήθεια η πιο τυχερή απ' όλες τις νύμφες, γιατί αυτά τα μαγεμένα νερά, ήταν ένας θησαυρός που μόνο εγώ είχα ανακαλύψει... Όταν ο ουρανός βάφονταν χρυσός, το έσκαγα από το πανέμορφό μας δάσος, και τις νύμφες του, και πήγαινα στη μυστική μου λίμνη, το υγρό μου κρυσφήγετο... Για το καθιερωμένο, λουτρό του δειλινού...

    *

    ''Μέρες τώρα τριγυρνώ σε τούτο το πανέμορφο, μα άγνωστο και μυστήριο μέρος... Θα έδινα όρκο πως κάποια μάγια την πλάση έχουν τυλίξει... Δεν εξηγείται αλλιώς... Το μέρος σφύζει από ενέργεια, από μια απόκρυφη ζωή... Μα πως βρέθηκα εδώ; Θα βρω άραγε το δρόμο μου;.. Ένα σημάδι ελπίδας, αυτό είναι μονάχα που ζητώ... Ένας άνδρας περιπλανώμενος, με πληγές γεμάτος, και στην ψυχή του αιώνια να βασιλεύει έρεβος... Ακόμη κι αυτό που παθιασμένα, χρόνια αναζητώ... Δεν το γνωρίζω πια...''
    Αυτές οι μαύρες σκέψεις, σαν φίδια έζωναν την καρδιά μου, καθώς συνέχιζα να μπαίνω ολοένα και περισσότερο στην καρδιά του δάσους, με μόνη συντροφιά ένα ακόμη, παραμυθένιο ηλιοβασίλεμα... Η ανάγκη μου να βρω ένα καταφύγιο ήταν πλέον επιτακτική... Για πόσο ακόμα θα μπορούσα να επιζήσω σε ένα τέτοιο μέρος;.. Όσο μαγεμένο κι αν μου έμοιαζε, για κάποιο λόγο με έκανε να νιώθω σαν ξένος... Όσο τρυφερό κι αν ήταν με τη φύση του, με έναν θνητό, σίγουρα δεν θα 'ναι για πάντα και τόσο φιλόξενο... Πρέπει, όμως, να συνεχίσω... Δεν θα αφήσω το θάνατο να με βρει πριν από τις ελπίδες μου....

    *

    ''Χαίρε, της λίμνης πανέμορφη κυρά'', ψέλλισα καθώς βύθιζα το κορμί μου στα κρυστάλλινα, γαλανά νερά... Το γλυκό ρίγος ήταν κάθε φορά το ίδιο... Με γρήγορες κινήσεις σκαρφάλωνε πάνω μου, τυλίγοντας τα κύτταρά μου με ένα αόρατο πέπλο γαλήνης και ευτυχίας... Άφησα το αραχνούφαντο μαντίλι να γλιστρήσει από το σώμα μου, και να αγκαλιάσει και εκείνο την επιφάνεια της αγαπημένης μου λίμνης... Έπειτα, μόλις ένιωσα απελευθερωμένη από κάθε τι που θα έκρυβε τη θέα της γυμνής μου αντανάκλασης , με απαλές, αργές κινήσεις, έπαιρνα το γλυκό νερό στα χέρια μου, και έβρεχα το αλαβάστρινο, λευκό μου δέρμα... Καμία από τις νύμφες έχει ποτέ της νιώσει τέτοια θεία ηδονή, έλεγα από μέσα μου... Το δώρο του να είσαι νεράιδα του νερού... Το δώρο του να είσαι αθάνατη...

    *

    Η κούραση σε λίγο θα λύγιζε τα γόνατά μου... Είχα περπατήσει τόσο πολύ, που είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου... Μπορεί να είχαν περάσει μέρες... Εβδομάδες... Δεν ξέρω... Ήμουν χαμένος... Μα όλη αυτή η ομορφιά τριγύρω, δεν μπορούσε να μη γεννήσει μια μικρή σπίθα ευτυχίας μέσα μου... Μια αίσθηση αγαλλίασης... Ξάφνου, ένας ήχος κρυστάλλινος, ένας ήχος αλλιώτικος ψιθύρισε στ' αυτιά μου... Τρεχούμενο νερό... Αναθάρρησα... Τουλάχιστον θα μπορούσα να ανακουφίσω τη δίψα μου, και να δροσίσω το ταλαιπωρημένο μου σώμα... Λες και τα βήματά μου πήραν ζωή, λες και μια άφαντη ύπαρξη τους έδωσε φτερά, άρχισα γοργά να κατευθύνομαι προς τον σωτήριο ήχο... 
    Στ' αλήθεια, το μέρος αυτό ήταν τόσο καλά κρυμμένο, τόσο παράξενα μυστικό, που ήταν θαύμα η ανακάλυψή του... Είχα μείνει άναυδος μπροστά στην Παραδεισένια αυτή ομορφιά... Σκεφτόμουν πως ακόμη κι αν πέθαινα σε λίγο, θα ήμουν ευτυχής, που αντίκρυσαν κάτι τόσο θεικό τα θνητά μου μάτια...
    Ώσπου την είδα...
    Και τότε ήταν που κάθε έννοια θεία ή θνητή, έχασε παντοτινά το νόημά της...
    Όχι, ανθρώπινο πλάσμα αυτό δεν ήταν... Ήταν τόσο πολύ όμορφη, τόσο πολύ αιθέρια και αλλόκοσμη, που αδυνατούσα να το διανοηθώ... Μήπως ήταν ψευδαίσθηση;.. Μήπως τα μάτια μου με γελούσαν;.. Ένα μέρος μαγεμένο, πολλά παιχνίδια με θνητό μυαλό μπορεί να παίξει...
    Κρύφτηκα καλύτερα ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές, καθώς δεν ήθελα να αντιληφθεί την παρουσία μου... Ήθελα μονάχα να την κοιτάζω, το βλέμμα μου να κυκλώνει το κορμί της σαν άνεμος γλυκός, να μαγεύομαι όλο και περισσότερο απ' το ξόρκι της νύμφης του νερού...
    Τα μαλλιά της ήταν μακριές, γυριστές τούφες, που κτητικά κολλούσαν στην λευκή της πλάτη... Τα χέρια της ήταν λεπτά και νεραιδοκαμωμένα, πόσα ποιήματα θα μπορούσε να κεντήσει με ένα της χάδι... Το πρόσωπό της θύμιζε πίνακα αναγεννησιακό, και πόσο εύχομαι να μπορούσα να πάω πιο κοντά της, και να εξερευνήσω τα βάθη των ματιών της... Όσο για το κορμί της... Αγάλματα ατέλειωτα θα σκάλιζα, για να εξυμνήσω τούτη τη θεική μορφή... 
    Την πόθησα... Τόσο αστραπιαία και βίαια, που τρόμαξα με τον ίδιο μου τον εαυτό... Έπρεπε να της φανερώσω με κάποιον τρόπο την παρουσία μου... Έπρεπε να την κάνω δική μου... Εκείνη θα γινόταν η τροφή και το νερό μου... Η μαγεία που θα με κρατούσε ζωντανό... 

    *

    Η αίσθηση ήταν τόσο απολαυστική, που έχανα κάθε φορά την αίσθηση του χρόνου... Βέβαια, εμείς οι νύμφες, ακριβώς επειδή είμαστε αθάνατες, δεν γνωρίζουμε από χρόνο... Όμως εκείνες τις στιγμές, ένιωθα ακόμη και τον ουρανό να μου χαμογελά, και να μου στέλνει τα χάδια του... ''Το σκοτάδι άρχισε γλυκά να πέφτει... Σε λίγο θα κάνει την εμφάνισή της και η μεγαλόπρεπη βασίλισσα της νύχτας, η Σελήνη...'', σκεφτόμουν με ευτυχία, ενώ βυθιζόμουν στα κρυφά μου ύδατα...
    Ξάφνου άκουσα έναν ήχο, ερχόμενο από τις φυλλωσιές.
    Η ονειρική μου κατάσταση έληξε απότομα, καθώς αντιλήφθηκα με τρόμο πως δεν ήμουν πλέον μόνη...
    Ω, μα τι ντροπή, η λίμνη της νύμφης του νερού, δεν είναι πια κρυφή...
    Πλησίασα διστακτικά προς τον ήχο, και για πρώτη μου φορά ένιωθα τόσο φόβο... Μα τι θα μπορούσε να μου κάνει κακό σε ένα μέρος τόσο μυστικό και μαγεμένο;..
    Και τότε, τον είδα...
    Ήταν ένας άνθρωπος... 
    Ένας όμορφος, μα ταλαιπωρημένος νεαρός... Τα ρούχα του σκισμένα, κουρελιασμένα... Τα μαλλιά του ήταν σκούρα και ανακατεμένα, και τα μάτια του θολά, μα τόσο αγνά και καθαρά... Μου θύμιζαν της λίμνης μου τα θεία τα νερά... Μπορεί άραγε μια νεράιδα να μαγευτεί;... Ο ρόλος της είναι να μαγεύει... Κι όμως, μπορεί να μαγευτεί... Από έναν θνητό μονάχα...
    ''Συγχώρεσέ με γι' αυτό, δεν ήθελα να σε τρομάξω, δεν ξέρω καν που βρίσκομαι.....'', μου είπε με τρεμαμένη φωνή, και κομμένη την ανάσα...
    ''Έλα μαζί μου...'', του ψιθύρισα...
    ''Μαζί σου... Κι ας πεθάνω την αυγή...''
    Τότε πήρα το χέρι του στο δικό μου... 
    Άγγιξα τα χείλη του με τα δικά μου... 
    Και τον τράβηξα μαζί μου στο μαγεμένο μου βυθό...
    Για πάντα...

    post-7473-0-86446900-1382506976_thumb.jpg

  5. Κάλεσα,

    απόψε,

    την Ψυχή μου,

    μ' έναν λάγνο ψίθυρο,

    θύμα του δικού μου σαδισμού,

    δίχως οίκτο κι έλεος,

    με όνειρα γλυκά,

    τις αγνές της σκέψεις,

    να φαρμακώσω,

    με το νέκταρ των σκιών,

    να την πλανέψω..

    Όχι, 

    αυτή τη φορά,

    δεν θα υποταχθώ στα μεγαλεία της,

    μα εκείνη θα υποκλιθεί σε μένα,

    στο δικό της αίμα θα κυλάν,

    οι πόθοι μου οι πιο κρυφοί,

    και όχι,

    ούτε θα την λυπηθώ,

    θα στέκω εκεί,

    να της θυμίζω όσα πασχίζει να ξεχάσει,

    να τη θρέφω με της νύχτας της ελπίδες,

    να την κάνω δική μου, έρμαιο του δαίμονα της ύπαρξής μου...

    Τόσα χρόνια έχουν περάσει,

    μα από εσένα,

    Ψυχή μου,

    δεν έχω ξεδιψάσει,

    εγώ είμαι η καταστροφή σου,

    μα εγώ είμαι και ο άγγελος της Κόλασής σου...

     

    Daniela

    post-7473-0-36670800-1382386158.jpg

  6. Ήταν ένα φθινοπωρινό, και ήσυχο δειλινό. Το χωριό ήταν άδειο, και ένα βορινό, δροσερό αεράκι μου έκανε συντροφιά, παίζοντας με το μακρύ, πορφυρό μου φόρεμα. Αποτελούσε μια σχεδόν καθημερινή μου συνήθεια, μόλις ο ήλιος άρχιζε να δύει, να ακολουθώ τα βήματά μου, πιστεύοντας πως θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε κάποιο θησαυρό, ή να μου φανερώσουν κάποιο μοιραίο σημάδι. Υπήρχε μια μαγεία στον αέρα εκείνες τις ώρες, κάποια αιθέρια ύπαρξη που μόνο εγώ μπορούσα να αισθανθώ... Λάτρευα να περπατώ σε άδειους δρόμους. Ένιωθα πως μου ανήκαν, πως χάραζαν μια διαδρομή που θα 'ταν ολόδική μου.
    Καθώς λοιπόν το βράδυ χάιδευε τη μικροκαμωμένη μου μορφή, στο γλυκό αυτό ημίφως, και ο άνεμος έφερνε ψιθύρους στ' αυτιά μου, ξάφνου άρχισε μια απαλή, σχεδόν ανεπαίσθητη μελωδία να ανακατεύεται με τους ψιθύρους.. Ήταν μια τόσο ευχάριστη και ευγενής συνοδεία στη μοναχική μου βόλτα, που δεν μπόρεσα, ούτε θέλησα να της αντισταθώ. Άρχισα να την ακολουθώ, σαν μαγεμένη, αυτήν την ταξιδιάρικη, μελωδική ηχώ, που τη νύχτα ζωντανεύει...
    Και ύστερα από λίγο τον είδα.
    Μια φιγούρα μυστηριώδης μα τρυφερή, και κάπως μελαγχολική... Ήταν καθισμένος πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, σε μια μικρή γωνιά του δρόμου, κρατώντας ένα λάουτο, και περνώντας ανάμεσα στις χορδές του τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα... Φαίνονταν συνεπαρμένος, ερωτευμένος με την ίδια του τη μουσική... Διέκρινα το πάθος, μα και τη θλίψη του απλανούς του βλέμματος, και με διαπέρασε αμέσως μια απέραντη τρυφερότητα... Τα μαλλιά του ήταν καστανά, και χάιδευαν τους ώμους του, που ήταν καλυμμένοι με έναν μακρύ, μαύρο μανδύα. Μου ενέπνεε ζεστασιά, και μια αλλόκοσμη γοητεία... Στεκόμουν εκεί, αθόρυβα, για πολλή ώρα, να τον κοιτάζω σαν υπνωτισμένη, καθώς έπαιζε αυτήν την υπέροχη μελωδία στο λάουτό του... Ήταν κάπως θλιμμένη, μα μέσα της υπήρχαν νότες αρχοντικές, ταξίδια σε μέρη μακρινά, ερειπωμένων κάστρων απέραντα μυστικά... Ήταν πολύ παράξενη αίσθηση, ένιωθα σαν να μου είχαν κάνει μάγια, δεν μπορούσα να κάνω την παραμικρή κίνηση, ούτε να βγάλω τον παραμικρό ήχο απ' τα χείλη μου...
    Ώσπου εκείνος αντιλήφθηκε την παρουσία μου, και σηκώνοντας το πρόσωπό του, μου έριξε μια έκπληκτη ματιά, ύστερα με περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω... Αισθάνθηκα πολύ αμήχανα εκείνη τη στιγμή, γιατί συνειδητοποίησα πως πράγματι τον παρακολουθούσα, μα βλέποντας το αχνό χαμόγελο που σχηματίστηκε στα κλειστά του χείλη, ένιωσα τη μελωδία της ψυχής του να διασκορπίζεται σε όλη μου την ύπαρξη... 
    Κατάφερα, τελικά, να αρθρώσω μερικές λέξεις, παρά το γεγονός ότι είχα σαστίσει... 
    ''Παίζεις όμορφα'', του είπα σιγανά...
    Τότε εκείνος μου χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά, σηκώθηκε, και πήρε απαλά το χέρι μου, ακουμπώντας το με την άκρη των χειλιών του...
    ''Σε ευχαριστώ, δεσποσύνη... Από όσα μέρη γύρισα, είσαι η πρώτη που μου απευθύνει το λόγο, και μου προσφέρει μια απλή, μα τόσο ευγενική κουβέντα, γι' αυτό και θα σου προσφέρω μια αφιέρωση...''
    Ένιωθα πανευτυχής...
    Ήξερα μέσα μου πως από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο...
    Μα πως να είναι...
    Ένα βάρδο ερωτεύτηκα...

    post-7473-0-56820800-1382281882_thumb.jpg

×
×
  • Create New...