Jump to content

Οι 61 Tέχνες, των Τσιγγάνων


 Share

Recommended Posts

Η Τέχνη, στα χέρια τους και στα μυαλά τους είναι ακόμα αρχέγονη... Έτσι, όπως θα δείτε την διδάσκουν, από στόμα σε στόμα... χωρίς κολλέγια και πτυχία. Ιστορία, ιστορία, γίνεται η Μύηση.

Χωρίς ξερω-ολίες ολέ ολέ...

Απλά και ταπεινά στο ύψιστο...

Έτσι μου την δίδαξαν, κι έτσι θα σας μιλάω για Αυτήν. Με μύθους. Διαβάστε το, βάλτε το μέσα σας, σχολιάστε αν θέλετε, για την 61η Τέχνη. Την Τέχνη που όταν την κατέχεις, δένεσαι με Ορκο Σιωπής.

 

 

ΟΙ ΕΞΗΝΤΑ ΜΙΑ ΤΕΧΝΕΣ

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα με την κόρη τους την πριγκίπισσα.

Η πριγκήπισσα ήθελε να σπουδάσει, όμως μια μέρα ο βασιλιάς της είπε, «Κόρη μου πρέπει να μάθεις τις εξήντα μία τέχνες».

 

Το κορίτσι άρχισε να κλαίει, κατέβηκε στον κήπο κι εκεί συνέχισε να κλαίει. Τότε εμφανίστηκε μπροστά της ένας γέροντας και την ρώτησε γιατί έκλαιγε κι εκείνη του είπε τι είχε συμβεί.

Ό γέρος της είπε: «να πεις στον πατέρα σου να χτίσει ένα κάστρο εδώ στον κήπο σας. Πρέπει να γίνει ολόκληρο από γυαλί έτσι ώστε ό,τι συμβαίνει μέσα του να φαίνεται απ' έξω κι ό,τι γίνεται έξω να φαίνεται από μέσα. Εκεί θα σου μάθω τις εξήντα μία τέχνες».

Χαρούμενη ή πριγκήπισσα έτρεξε να πει στον πατέρα της ότι βρήκε κάποιον να της μάθει τις εξήντα μία τέχνες. Αμέσως μόλις άκουσε τα νέα η υψηλότητά του, έχτισε ένα κάστρο ολόκληρο από γυαλί.

 

Ό γέροντας άρχισε να της μαθαίνει σιγά σιγά μέχρι πού απέμεινε μόνο μία: ν' αποδείξει ότι μπορούσε να κρατήσει ένα μυστικό. Εκείνη την ημέρα ή πριγκήπισσα ήρθε στο γυάλινο παλάτι κι είδε τον γέρο να κόβει κομματάκια ένα μωρό και να το καταβροχθίζει. Έβγαλε μια κραυγή κι ο γέρος πήγε κοντά της και την ρώτησε: «Μαρία, πες μου τι είδες;»

«Τίποτα καλέ μου γέροντα».

«Πες μου τι είδες γιατί θα σε πάρω απ' εδώ σε μια πολύ μακρινή χώρα και θα σε χτυπήσω πολύ».

«Δεν είδα τίποτα καλέ μου γέροντα».

 

Ό γέρος την άρπαξε και την πήγε σε μια άλλη χώρα. 'Ηταν φοβισμένη κι ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Περπατούσε και περπατούσε μέχρι πού είδε έναν άντρα δίπλα σε μια πηγή. Ήταν τόσο όμορφη και φαινόταν τόσο μοναχική πού ο άντρας την πήρε σπίτι του. Την έντυσε αγόρι για να μην την ενοχλήσει κανείς και της φέρθηκε σαν να ήταν κόρη του. Αυτός ο άνθρωπος έφτιαχνε κοσμήματα αλλά ο ίδιος ήταν πολύ φτωχός. Μια μέρα εμφανίστηκε ένας βασιλιάς πού είχε μαζί του ένα σκουλαρίκι της βασίλισσας και ρώτησε τον χρυσοχόο αν μπορούσε να φτιάξει ένα ολόιδιο. Το αγόρι (πού ήταν το κορίτσι), είπε ότι μπορούσε. Έλιωσε όλα τα υλικά πού είχε (δεν είχε καθόλου χρυσό) κι έφτιαξε ένα ολόιδιο σκουλαρίκι. Τώρα όμως, δεν είχε μείνει τίποτα πια στην βιτρίνα.

 

Όταν γύρισε ο βασιλιάς για να πάρει το σκουλαρίκι, ρώτησε πόσο κόστιζε. «Τίποτα, υψηλότατε» είπε το αγόρι (πού ήταν το κορίτσι). Ο βασιλιάς όμως ήταν τόσο ευχαριστημένος απ' την δουλειά πού πήγε στο παλάτι του και ξαναγύρισε με μια μεγάλη ράβδο χρυσού. Μ' αυτήν το αγόρι άρχισε να φτιάχνει σκουλαρίκια, βραχιόλια, δαχτυλίδια, ό,τι χρειαζόταν, και με τον καιρό έκανε το χρυσοχοείο του το πιο ξακουστό στον κόσμο. Τότε εμφανίστηκε ξανά ο γέρος.

«Μαρία πες μου τι είδες;»

«Τίποτα καλέ μου γέροντα».

 

Την άρπαξε ξανά και την πήγε σε μιαν άλλη χώρα πού ζούσε ένας ανύπαντρος πρίγκηπας. Ο γέρος την άφησε στην μέση του κήπου του παλατιού. Ήταν πολύ απογοητευμένη κι άρχισε να γράφει, στο Έδαφος πράγματα πού θυμόταν, πράγματα πού ήταν πολύ σημαντικά. Αφού έγραψε πολλά, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο. Ο γιος του βασιλιά, π πρίγκηπας βγήκε για μια βόλτα στον κήπο και είδε αυτά πού είχε σκαλίσει το κορίτσι στο χώμα. Φώναξε τους ακόλουθους του και τους είπε πώς κάποιοι ξένοι πρέπει να είχαν εισβάλει στο παλάτι.

«Αυτός πού τα έχει γράψει αυτά, είναι πολύ μορφωμένος άνθρωπος» είπε ένας ακόλουθος. Την βρήκαν να κοιμάται κάτω από ένα δέντρο. Όταν την ξύπνησαν, το μόνο πού είπε ήταν «Ναι, καλέ μου γέροντα;»

«Ποιος σ' έφερε εδώ;» την ρώτησε ό πρίγκηπας, νομίζοντάς την αγόρι.

Του απάντησε ότι δεν ήξερε. Ο πρίγκηπας κάτι υποπτεύθηκε από τα θηλυκά χαρακρηριστικά του προσώπου της και συνέχισε να την ανακρίνει μέχρι πού αποκαλύφθηκε.

«Ναι, είμαι γυναίκα».

«Ο πρίγκηπας την ζήτησε σε γάμο, κι έτσι παντρεύτηκαν. Πέρασε λίγος καιρός κι απέκτησε ένα γιο. Δεν είχε ακόμη σταματήσει να τον θηλάζει όταν εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι ο γέρος. «Μαρία πες μου τι είδες».

«Δεν είδα τίποτα καλέ μου γέροντα».

Ο γέρος κατάπιε το παιδί της κι εξαφανίστηκε μονομιάς. Το κορίτσι ούρλιαξε γεμάτη τρόμο. «Ο γιος μου, εξαφανίστηκε ο γιος μου».

 

Όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο παλάτι τρομοκρατήθηκαν. Νόμιζαν ότι είχε φάει εκείνη το παιδί.

Ο βασιλιάς κάλεσε τον γιο του και του είπε: «γιε μου, ή γυναίκα σου τρώει, ανθρώπινη σάρκα. Πρέπει να την σκοτώσουμε».

Ο πρίγκηπας δεν συμφωνούσε.

«Κάνε γρήγορα άλλο ένα παιδί. Αν το φάει κι αυτό, τότε θα πεθάνει».

Ύστερα από λίγο καιρό, ή Μαρία γέννησε ένα κοριτσάκι. Αμέσως εμφανίστηκε ο γέρος. «Μαρία πες μου τι είδες».

«Τίποτα καλέ μου γέροντα».

«Πες μου τι είδες αλλιώς θα φάω την κόρη σου».

«Δεν είδα τίποτα καλέ μου γέροντα». Ο γέρος καταβρόχθισε το κοριτσάκι κι αμέσως σκούπισε τα ματωμένα χέρια του στο στόμα της πριγκήπισσας. Εκείνη ούρλιαξε κι ο γέρος εξαφανίστηκε. Αυτή την φορά δεν γλύτωσε. Μπήκαν όλοι μέσα στο δωμάτιο κι ο βασιλιάς είπε: «Βλέπεις γιε μου, ή γυναίκα σου είναι αυτή πού τρώει τα παιδιά σου».

Η πριγκήπισσα δεν είπε λέξη.

 

«Θα χτίσω ένα κάστρο και θα την κλείσω ζωντανή ανάμεσα στους τοίχους έτσι ώστε να μην μπορεί να φάει και να πιει, ούτε να κουνηθεί» είπε ο πρίγκηπας. «Δεν θέλω να πεθάνει αμέσως, θέλω να υποφέρει».

Κι έτσι έγινε. Την φυλάκισαν ανάμεσα στους τοίχους ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε.

Ύστερα από μερικούς μήνες ο βασιλιάς πήγε στο πιο ψηλό σημείο του κάστρου πού είχαν θάψει την γυναίκα του γιου του και είδε τα εγγονάκια του να παίζουν. Μόλις τα είδε, έτρεξε προς το παλάτι.

«Γιε μου, γιε μου, πρέπει να 'χω αρχίσει να τρελαίνομαι».

Ό γιος του ήρθε τρέχοντας.

«Πρέπει να τρελάθηκα» του φώναξε ο βασιλιάς «Κοίτα!». Ο πρίγκηπας είδε τα παιδιά του ολοζώντανα.

«Εάν είσαι, τρελός, τότε είμαι κι εγώ τρελός. Βλέπω τα ίδια μου τα παιδιά». Έτρεξαν κι οι δυο προς το μέρος τους και τ' αγκάλιασαν.

«Πατέρα, πόσο έχω μετανιώσει πού ή γυναίκα μου πέθανε ενώ ήταν αθώα».

Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μέσα από τους τοίχους του τάφου ο γέρος. «Μαρία, οι δοκιμασίες πού πέρασες για να μάθεις τις εξήντα μία τέχνες σύντομα θα τελειώσουν. Η τελευταία τέχνη πού έπρεπε να μάθεις, ήταν να γίνεις μια γυναίκα πού μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό, και το απέδειξες. Τώρα, ήρθε ή ώρα να σωθείς. Από εδώ και πέρα μπορείς να λες αυτή την ιστορία, κι αν στο τέλος σε ρωτήσουν ποιος σου τα έμαθε όλα αυτά, δείξε τον ουρανό, γιατί εκεί βρίσκομαι». Ήταν ο Θεός.

 

Κι έτσι έγινε. Οι άνθρωποι γκρέμισαν τους τοίχους του κάστρου βγάζοντας τις πέτρες μία-μία με μεγάλη προσοχή για να μην πειράξουν το πτώμα. Ήθελαν να την θάψουν μ΄ όλες τις τιμές πού αρμόζουν σε μια πριγκήπισσα. Κι όταν στο τέλος την βρήκαν ζωντανή κι ομορφότερη παρά ποτέ, κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την χαρά πού απλώθηκε στο βασίλειο.

Link to comment
Share on other sites

Το θεμα ομως Νεραιδουλα μου ειναι οτι σημερα ουδεις τηρει το νομο της σιωπης.

Αλλοι καιροι.....

Σε παραπεμπω στο :

 

http://artofwise.gr/forum/index.php?showto...t=15entry3150

 

για να διαπιστωσεις τον τροπο λειτουργιας μας.

Link to comment
Share on other sites

Τι βάρβαρες παιδαγωγικές μέθοδοι... τς τς τς  :evilbl:

3162[/snapback]

 

Αρκέσου, στον αποσυμβολισμό και στο Ηθικό Δίδαγμα...

Κάποτε, ξέρεις, οι ιστορίες, είχαν και τέτοιο... :)

Μ΄αρέσει το χιούμορ σου πάντως!!! :worthy:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...