Jump to content

divemaster

Mέλη
  • Posts

    196
  • Joined

  • Last visited

Everything posted by divemaster

  1. Για την φιλοσοφία δεν ξέρω, όμως κατά πάσα πιθανότητα για την Τέχνη και την Θρησκεία, η απόδειξη πως ο Θεός είναι κουμαρτζής θα τους έδινε μια ισχυρή δόση ελευθερίας και παιδικότητας. Από την άλλη, για τους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους η απόδειξη είτε της μίας, είτε της άλλης άποψης, δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία γιατί έτσι κι αλλιώς είναι γι' αυτούς γνωστό και το νιώθουν στο πετσί τους καθημερινά. Το αίσθημα της ρίψης μιας ζαριάς είναι γι' αυτούς γνώριμο. Και μάλιστα πολλοί από αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους γνωρίζουν πως μερικές φορές και τα ζάρια είναι πειραγμένα. Οι φιλόσοφοι, ούτως ή άλλως είναι ανόητοι άνθρωποι και δεν θα καταλάβαιναν. Η Θρησκεία - αν αποδεχόταν το κουμάρι του Θεού - θα πλησίαζε περισσότερο στην ουσία της που είναι η ελευθερία και θα έχανε το αιτιατό της περιεχόμενο αφού ο Θεός - κουμαρτζής δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο για να παίζει με τον κόσμο, παίζει μόνος του και παίζει για την πλάκα του, ενώ η Τέχνη θα γινόταν ακόμη πιο παιχνιδιάρικη και διασκεδαστική. Γενικότερα, αν αποδεδειγμένα ο Θεός έπαιζε τάβλι ή κουμάρι με τον κόσμο, το Σύμπαν θα χαλάρωνε περισσότερο. Και - ποιος ξέρει ; - μπορεί να πήγαινε κάποια στιγμή και για διακοπές ... :cheerful:
  2. Βαθιά ... πολύ βαθιά ... -60m και βάλε ... (σημ : μετά τα -66m παθαίνεις δηλητηρίαση οξυγόνου)
  3. Ποιος είναι ο αληθινός πιστός ; Ο αληθινός πιστός μπορεί να πιστεύει σε ένα πολιτικό σύστημα, σε ένα θρησκευτικό δόγμα ή σε κάποιο κοινωνικό κίνημα που συνδυάζει στοιχεία και από τα δύο, αλλά δεν μπορεί να πιστεύει αληθινά στην ζωή. Ο αληθινός πιστός μπορεί να λατρεύει τον Ιησού, τον Αλλάχ ή το Βράχμα, τα υπερφυσικά όντα που υποτίθεται ότι δημιούργησαν την ζωή. Ο αληθινός πιστός μπορεί να τηρεί δουλικά ένα δόγμα που, θεωρητικά, είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να βελτιώσει την ζωή. Όμως, για την ίδια την ζωή - τις απολαύσεις, τα θαύματα και τις χαρές της - έχει ελάχιστο σεβασμό. Η μουσική, το σκάκι, το κρασί, τα τυχερά παιχνίδια, τα ρούχα, ο χορός, ο στοχασμός, ο διαλογισμός, οι χαρταετοί, τα αρώματα, το φλερτ, το ποδόσφαιρο, τα τσίζμπεργκερ, η ανταλλαγή σωματικών υγρών, ο έρωτας, το χόρτο, οποιαδήποτε έκφραση ομορφιάς και οποιαδήποτε αναγνώριση ιδιοφυϊας ή προσωπικής διάκρισης : όλα αυτά τα έχει καταδικάσει αυστηρά ή και έχει απαγορεύσει ακόμη κάποια από τις πολλές φράξιες αληθινών πιστών της σύγχρονης εποχής.
  4. Υπάρχει θεός κι αν υπάρχει, είναι ένας οι πολλοί ; Όπως ξέρουν πολύ καλά όσοι γνωρίζουν κάτι για το Ακατανόητο, οι λέξεις "θεός" και "θεοί" είναι συνώνυμα. Τα αποκλειστικομανή πατριαρχικά ψώνια που φανατίζονται με τον Ιεχωβά ή τον Αλλάχ δεν κάνουν λάθος όταν επιμένουν ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, αρσενικού γένους, αναλλοίωτος και απόλυτος. Από την άλλη μεριά όμως, δεν κάνουν λάθος ούτε οι ανοιχτομάτηδες αντιαποκλειστικοί παγανιστές και πρωτογονιστές όταν αναγνωρίζουν θεούς της φωτιάς και θεούς των ποταμών, όταν τιμούν την θεά της σελήνης, το πνεύμα του κροκοδείλου ή του δράκου και τις θεότητες που κατοικούν, ανάμεσα σε άλλα αναρίθμητα μέρη, σε κορμούς δέντρων, σύννεφα, σπόρους, λιόσπορα και λάμπες νέον (ιδιαίτερα αυτές που αναβοσβήνουν και είναι κίτρινες). Έτσι, αν ο κάθε ομιλητής είναι αρκετά συνετός για να μην προσπαθήσει να επιβάλει ανθρώπινους περιορισμούς ή στενές αντιλήψεις ομοιομορφίας στην Θεϊκή Αρχή, αν έχει αρκετή νοητική ευλιγισία για να αντιληφθεί ότι μπορεί να είναι (ίσως ότι πρέπει να είναι !) ταυτόχρονα μονοθεϊστής και πανθεϊστής, τότε δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να συμμετέχει σε μια "θεϊκή" κουβέντα.
  5. ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ, IV 46. ώι μάλιστα διηνεκώς ομιλούσι λόγωι τώι τα όλα διοικούντι, τούτωι διαφέρονται, και οις καθ? ημέραν εγκυρούσι, ταύτα αυτοίς ξένα φαίνεται. Δηλ. (Οι πολλοί) έρχονται σ? αντίθεση με τον λόγο με τον οποίο βρίσκονται συνεχώς σε στενότατη επαφή (και ο οποίος κυβερνάει τα πάντα) και τους φαίνονται ξένα αυτά που συναντούν κάθε μέρα. Ο Ηράκλειτος αναγορεύει τον Λόγο ως κριτήριο της Αλήθειας, όχι όμως τον οποιοδήποτε λόγο αλλά τον καθολικό και Θεϊκό. Στο σημείο αυτό μπορούμε να συνδέσουμε τον «Θεϊκό» Λόγο κατά Ηράκλειτο με τον Λόγο του Θεού κατά Ιησού Χριστό όπως αναφέρεται στην περίφημη περικοπή από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1:1. Εν αρχή ήν ο Λόγος, και Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος. 1:3. πάντα δι? αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν. Σαφώς η σημασία της λέξης «Λόγος» είναι ίδια και για τον Ιωάννη και για τον Ηράκλειτο και αστειευόμενοι θα λέγαμε πως ο Ιησούς είχε διαβάσει τον Ηράκλειτο προτού αρχίσει την διδασκαλία του γιατί οι αναφορές του σ? αυτόν (στον Λόγο δηλ), αφ? ενός είναι πολλές, αφ? ετέρου γίνονται αποδίδοντάς του την ίδια σημασία που δίνει και ο Ηράκλειτος. Παρατηρώντας λοιπόν την φράση «πάντα δι? αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν», δηλ. «Όλα έγιναν δι? αυτού (του Λόγου) και χωρίς αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει», δεν θα ήταν διόλου αβάσιμο να πούμε πως ο Ιωάννης, «φωτογραφίζει» τον Ηράκλειτο, ως μαθητής του Ιησού και έχοντας αφουγκραστεί την διδασκαλία του τελευταίου. Ας κάνουμε μια παρένθεση, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την αποδιδόμενη σημασία του Ηράκλειτου στην λέξη «Λόγος», παραθέτοντας τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιήθηκε αυτή την εποχή του Ηράκλειτου. Αυτό είναι αρκετά χρήσιμο, γιατί ο Ηράκλειτος σε μερικά αποσπάσματά του, στην τρέχουσα χρήση της λέξης, φαίνεται πως την χρησιμοποιεί χωρίς να της αποδίδει μια εξειδικευμένη σημασία. Ο λόγος ήταν μια κοινή λέξη, η οποία κάλυπτε μια ευρεία έκταση νοημάτων και σε άλλα πλαίσια, ο Ηράκλειτος την χρησιμοποιεί όπως οποιοσδήποτε άλλος. Λόγος, στον 5ο αιώνα π.Χ, ή και νωρίτερα σήμαινε : (I) Οτιδήποτε λεγόταν (ή και γραφόταν). Μια ιστορία ή διήγηση (Ηρόδ. Ι, 141) είτε φανταστική είτε αληθινή (Θουκ. Ι,97 της ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου). Μια περιγραφή για οτιδήποτε, ερμηνεία κατάστασης ή περιστάσεων (Πινδ. Ολ. VII,21, Πυθ ΙΙ, 66, IV, 132, Στησιχόρος, II, 1, Diehl). Νέα, ειδήσεις (Ευρ. Βακχ. 663). Μια ομιλία (Θουκ. Ι, 22, Ι που περιγράφει την πολιτική του στην σύνταξη ομιλιών, ίσως όχι συνηθισμένη μέχρι τα τέλη του πέμπτου αιώνα, αν και ο Ηρόδοτος VIII, 100, Ι, πλησιάζει πολύ). Συζήτηση, διάλογος εν γένει. (Ιλιάδα, XV, 393, Οδύσσεια Ι, 56, Πίνδαρος Πυθ. IV, 101, Αριστοφάνης Σφήκες, 472, Ηρόδοτος ΙΙΙ, 148, Ι). Για τον χρησμό ενός μαντείου, Πίνδ. Πυθ IV, 59. Φήμη, διάδοση (Βατρ. 8, Θουκ. VI, 46,5, Ηρόδοτος Ι, 75, 3), κάτι που λέγεται συνήθως ή παροιμιακά, (συχνά στους τραγικούς, π.χ. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 750, Σοφοκλής, Τρ. Ι). Επισήμανση, ειδοποίηση. Έτσι, ο δούλος Ξανθίας, όρθιος με τις αποσκευές στην πλάτη, ενώ ο αφέντης του συζητεί με τον Ηρακλή, παραπονείται : «αλλά για μένα και για τον ώμο μου που πονά, δε γίνεται λόγος» (Αριστοφ. Βάτραχοι, 87). Έτσι λένε και για τα πράγματα : ότι είναι άξια λόγου (Στον σκυθικό χειμώνα «δεν υπάρχει βροχή άξια λόγου», Ηροδ. IV, 28,2). «Σπουδαιότερο από τον λόγο» στον Θουκυδίδη II, 50, σημαίνει : «ανώτερο κάθε περιγραφής». Είναι εύκολο να δούμε πως καταλήγουμε εδώ στο νόημα «αξία», «κύρος» . Πολύ συχνά σημαίνει απλώς λόγια, σε αντίθεση με πράξεις ή γεγονότα. Έτσι είναι στον Σοφοκλή (Ελένη, 59) : «Τι με πειράζει αν πεθάνω στα λόγια, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ασφαλής ;», Ηρόδοτος IV, 8, 2 : «Λένε στον λόγο τους ό,τι ο Ωκεανός περικλείει τη Γη, αλλά δεν το αποδεικνύουν στην πραγματικότητα». Επίσης, μεταξύ των φιλοσόφων : Δημόκριτος απόσπ. 82, Αναξαγόρας, απόσπ. 7. Αυτό μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι, στην παλιότερη λογοτεχνία, φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνότατα ως «απατηλά λόγια» : (Οδύσσεια Ι, 56. Ησίοδος, Θεογονία 229,890, Έργα, 78, 79)
  6. Ο Λόγος όμως γίνεται και λογική, όταν το «λογικό» εμπεριέχει ενοποιημένα το αληθές και το ψεύδος του ιδίου του. Μια τέτοια λογική, έχει αποδεσμευτεί από την δυαδικότητά της και το αντιληπτικό της πεδίο, μπορεί να καταλάβει το «καθολικό» που αναφέρει ο Ηράκλειτος, γιατί το «καθολικό» συμπεριλαμβάνει αλήθεια και ψεύδος. Ο Λόγος μπορεί επίσης να γίνει και ομιλία, όταν η ελεύθερη πια λογική είναι πλέον ικανή να παράγει ομιλία που θα συμπεριλαμβάνει, γλωσσικά πλέον, το «καθολικό». Μια τέτοια ομιλία, εμπεριέχει από μόνη της το δίκαιο του λόγου της, αφού νομοτελειακά αποδέχεται τον Λόγο ως «ες αεί» μορφή ορισμού του παντός. Επίσης, η κατ? αυτόν τον τρόπο έκφραση του Λόγου, μπορεί να παρουσιάζει ταυτοχρόνως το αληθινό και το ψεύτικο, ή να τροποποιεί τον χαρακτήρα του εκφραστή της σύμφωνα με την κοινή λογική των υπολοίπων. Η ενέργεια που παράγει μια εκφραστική συμπεριφορά τέτοιου είδους, άλλοτε εκλαμβάνεται ως θετική, άλλοτε ως αρνητική, αναλόγως της αντιληπτικής ικανότητας του προσώπου στο οποίο κοινοποιείται και συχνά παρερμηνεύεται ως μορφή ανισορροπίας που διέπει τον εκφραστή της. Ο γνώστης και ο κάτοχος του Λόγου, έχει συνειδητά πλέον στα χέρια του, ένα εργαλείο, που μπορεί να το χρησιμοποιήσει όπως εκείνος επιθυμεί, όποτε εκείνος επιθυμεί, κάνοντας τον συνομιλητή του να υποθέσει πως «κάτι δεν πάει καλά μ? αυτόν», όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης για τον Ηράκλειτο. Οι ομάδες που ασχολούνται με την έρευνα του Λόγου κατά Ηράκλειτο, εστιάζονται στο να μελετούν την φύση της Ελληνικής Γραμματείας, αρχίζοντας ουσιαστικά από το να μαθαίνουν το ελληνικό αλφάβητο σαν τα παιδιά που πηγαίνουν στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Διδάσκονται από την αρχή τα ρήματα, τα ουσιαστικά, τα σημεία στίξης, όλα τα συστατικά του λόγου και της γλώσσας και εμπλουτίζουν διαρκώς το λεξιλόγιο τους με «ενεργειακά» ικανές λέξεις που στοχεύουν ακριβώς στο να παράγουν εννοιολογική αναταραχή σε όσους παρερμηνεύουν τον Λόγο. Μελετούν την αντιστοιχία της φυσικής αλήθειας με αυτήν του Λόγου και εργάζονται στο να παράγουν με την έκφρασή τους, παιχνιδιάρικα αινίγματα που οφείλουν όσοι ενδιαφέρονται για την αλήθεια, να επιλύσουν από μόνοι τους γιατί αυτό είναι που ουσιαστικά θα αποδεσμεύσει την κοινή λογική τους από την δυαδικότητα και θα κάνει το πεδίο αυτής τόσο ελεύθερο ώστε να μπορεί να δεχτεί το «καθολικό». Αφιερώνουν ώρες μελετώντας τον κατά Ηράκλειτο Λόγο και οι μαθητές τέτοιων ομάδων είναι ικανοί να στέκονται σε μια λέξη που αναφέρεται σε κάποιο απόφθεγμά του, για μέρες, παραθέτοντας κείμενα και προσωπικούς στοχασμούς που φαινομενικά σε κάποιον άλλον, θα φανούν άσχετα στο σύνολό τους. Η διαδικασία μιας τέτοιας «μυητικού» χαρακτήρα προσπάθειας, έχει ως αποτέλεσμα την άριστη χρήση του Λόγου, που μπορεί άλλοτε να είναι συγκινησιακός, άλλοτε επιθετικός, άλλοτε παρηγορητικός, άλλοτε αδιάφορος, άλλοτε μυστικοπαθής, άλλοτε ανισόρροπος, και άλλοτε, όλα τα παραπάνω, μαζί και ταυτοχρόνως. Ας δούμε λοιπόν τι αναφέρεται από τον Γκουρτζίεφ, σχετικά με το θέμα της γλώσσας ως επικοινωνιακό μέσο κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων. Από το «Αναζητώντας τον Κόσμο του Θαυμαστού», Π. Ουσπένσκυ, εκδ. Πύρινος Κόσμος. «Ένας από τους λόγους για την απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην γραμμή της γνώσης και στην γραμμή του «είναι», δηλ. για το ότι δεν καταλαβαίνουμε, που είναι εν μέρει η αιτία και εν μέρει το αποτέλεσμα της απόκλισης αυτής, βρίσκεται στην γλώσσα που μιλάνε οι άνθρωποι. Αυτή η γλώσσα είναι γεμάτη από λανθασμένες έννοιες, λανθασμένες ταξινομήσεις, λανθασμένους συνειρμούς. Και το κυριότερο είναι ότι, επειδή τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της συνηθισμένης σκέψης είναι η αοριστία και η ανακρίβεια, η κάθε λέξη μπορεί να έχει χιλιάδες διαφορετικά νοήματα ανάλογα με το υλικό που διαθέτει αυτός που μιλάει και με το πλέγμα των συνειρμών που λειτουργεί μέσα του εκείνη την στιγμή. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται πόσο υποκειμενική είναι η γλώσσα τους, δηλ. πόσο διαφορετικά πράγματα λένε, ενώ χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις. Δεν αντιλαμβάνονται ότι ο καθένας τους μιλάει δική του γλώσσα, ότι την γλώσσα των άλλων την καταλαβαίνει ή αόριστα ή καθόλου, ( Στο «καθόλου», βρίσκεται ακριβώς το «αφού τον ακούσουν» κατά Ηράκλειτο. Το «προτού τον ακούσουν» είναι εξαιρετικά απλό, γιατί είναι αδύνατο να καταλάβουμε κάτι προτού «κοινοποιηθεί» σε μας από κάποιον φορέα του. Αν δεν ακούσουμε ένα τραγούδι για παράδειγμα, είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον ρυθμό του. Από αυτήν την απλή παρατήρηση, εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως για την κοινή λογική, τίποτε δεν είναι αυτονόητο και πως η φράση «τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται» που χρησιμοποιείται ευρέως είναι ακόμη ένα ηθικοψυχολογικό άλλοθι που ικανοποιεί την άγνοιά μας και διατηρεί τον λήθαργό μας. Η κατανόηση όμως του "καθόλου", αυτομάτως ανοίγει την πόρτα για την είσοδο του "καθολικού") και δεν έχει ιδέα ότι οι άλλοι μιλάνε σε μια γλώσσα άγνωστή του. Οι άνθρωποι είναι απόλυτα βέβαιοι ότι μιλάνε την ίδια γλώσσα, ότι καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα, αυτή η πεποίθησή τους είναι τελείως αβάσιμη. Η γλώσσα που μιλάνε είναι προσαρμοσμένη μόνο στις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Μπορούν να μεταβιβάσουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες πρακτικού χαρακτήρα, αλλά μόλις περάσουν σε μια λίγο πιο σύνθετη σφαίρα, χάνονται αμέσως και παύουν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, παρόλο που δεν το αντιλαμβάνονται. Οι άνθρωποι φαντάζονται ότι συχνά, αν όχι πάντοτε, καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, ή ότι μπορούν, εν πάσει περιπτώσει, να καταλάβουν ο ένας τον άλλον αν προσπαθήσουν ή αν το θελήσουν. Φαντάζονται ότι καταλαβαίνουν τους συγγραφείς των βιβλίων που διαβάζουν και ότι και οι άλλοι τους καταλαβαίνουν. (Ο Γκουρτζίεφ συνεχίζει να μου ρίχνει χαστούκια, ακόμη και τώρα?) Αυτό επίσης, είναι μία από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούν οι άνθρωποι μόνοι τους και που μέσα σ? αυτές ζουν. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν.» Ο Ηράκλειτος λέγοντας «κοινός» Λόγος, θέτει ουσιαστικά το θέμα της κοινότητας του Λόγου σε πανανθρώπινη βάση. Η κοινότητα, η κοινή ενότητα δηλ, εμπεριέχει την ενοποιητική φύση των πάντων. Αυτό ακριβώς φαίνεται να εννοεί και ο Γκουρτζίεφ, όταν αναφέρεται σε μια παγκόσμια γλώσσα ενοποιημένης μορφής, η οποία εμπεριέχει ως βάση της την γενικευμένη αρχή της σχετικότητας, σύμφωνα με την οποία (υπό το πρίσμα της Φυσικής Επιστήμης) οι φυσικοί νόμοι που ισχύουν σε ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς, ένα μη επιταχυνόμενο σύστημα, (της κοινής ανθρώπινης λογικής και όχι της «ιδιωτικής», στην συγκεκριμένη περίπτωση), έχουν την ίδια μορφή σε οποιοδήποτε άλλο αδρανειακό σύστημα αναφοράς. Από αυτό το τελευταίο, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ούτε ο Ηράκλειτος, ούτε ο Γκουρτζίεφ, κατατάσσουν το νου σε βαθμίδες, χαρακτηρίζοντάς τον «υπερβατικό» η μη, και έτσι ο λόγος τους αφ? ενός απευθύνεται σε όλους εμπεριέχοντας το «καθολικό», αφ? εφέτου μπορεί να κατανοηθεί από την κοινή λογική. Δεν διαχωρίζουν τον Λόγο, ούτε του προσδίδουν χαρακτηριστικά μιας ομάδας, ή μιας μικρής μερίδας ανθρώπων που μπορούν να τον κατανοήσουν, αλλά αποδεσμεύουν τον ίδιο, κάνοντάς τον προσιτό σε όλους. Αφού όλοι μπορούν να τον κατανοήσουν λοιπόν, τότε η νόηση και η κατάκτηση του αληθινού είναι το ίδιο εύκολη και δύσκολη υπόθεση για τον καθένα μας. Με αυτόν τον τρόπο, καταρρίπτεται εμπρός μας, αυτή η λανθασμένη θεώρηση που έχουμε, πως ο Λόγος ως κριτήριο του Αληθινού, είναι κτήμα κάποιων ολίγων, κρύβεται κάτω από πέπλα μυστηρίου και αγνωστικισμού, και πως η γνώση του αφορά κάποιους μυημένους σ? αυτόν, που προέρχονται από τάγματα, σχολές και αδελφότητες. Ο ίδιος ο Γκουρτζίεφ έλεγε (αναφερόμενος σ? αυτήν την «μυστικιστική» γνώση του Αληθινού), πως τούτη η γνώση δεν είναι κρυμμένη, και ο Ηράκλειτος το είχε διατυπώσει πολύ πιο πριν λέγοντας πως οι άνθρωποι βρίσκονται σε στενότατη επαφή μ? αυτόν τον λόγο που αποτελεί κριτήριο του Αληθινού.
  7. Aρχικά νομίζω πως πρέπει να κατανοήσουμε την εννοιολογική αξία του Λόγου ως θεμελιώδης αρχή του παντός, έτσι όπως δίνεται κατά Ηράκλειτο, ή κατά Ιησού Χριστό. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ. Ι. ΣΕΞΤΟΣ, Προς μαθηματικούς VII 132, 133 του δε λόγου τουδ? εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον. γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον τόνδε απείροισιν εοίκασι, πειρώμενοι και επέων και έργων τοιούτων, οκοίων εγώ διηγεύμαι κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει. τους δε άλλους ανθρώπους λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν, όκωσπερ οκόσα εύδοντες επιλανθάνονται. διό δει έπεσθαι τώι <ξυνώι, τουτέστι τώι> κοινώι. ξυνός γαρ ο κοινός. του λόγου δ? εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησην. Μετάφραση : Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον πρωτακούσουν. Ενώ δηλαδή τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την νομοτέλεια αυτή, οι άνθρωποι μοιάζουν με άπειρους, όταν καταπιάνονται με λόγια και έργα, σαν κι αυτά που διηγούμαι, διαιρώντας κάθε πράγμα σύμφωνα με την φύση του και εξηγώντας το πώς έχει. Οι κοινοί όμως άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση του τι κάνουν στον ξύπνιο τους, όπως λησμονούν όσα είδαν στον ύπνο τους. Γι? αυτό πρέπει ν? ακολουθούμε τον καθολικό λόγο (δηλ. τον κοινό, γιατί ο καθολικός είναι κοινός). Κι ενώ ο λόγος είναι καθολικός, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σαν να ?χουν ιδιωτική σκέψη. Η μετάφραση είναι του κ. Τάσου Φάλκου, καθηγ. Φιλοσοφίας Ο Ηράκλειτος αναφέρεται σε έναν λόγο που υπάρχει πάντα, σε έναν καθολικό αλλά συνάμα κοινό. Η κοινή καθολικότητα του λόγου στον άνθρωπο, είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα θέματα που οφείλουν να μας απασχολούν στην αναζήτησή μας. Ο Γκουρτζίεφ, παρατηρώντας αυτήν την «ιδιωτική σκέψη» και την εκφορά της μέσω του λόγου στους ανθρώπους, είχε επισημάνει την ανάγκη μιας καθολικής γλώσσας, όπου κάθε λέξη θα είχε το ίδιο νόημα για όλη την ανθρωπότητα και για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Αυτό μοιάζει ουτοπικό βέβαια, αν δούμε την πολυπληθυσμιακή ιδιομορφία των λαών, των ιδιωμάτων που χρησιμοποιούνται αλλά και ως επί το πλείστον, την ποικιλία και την εξέλιξη των γλωσσικών συνόλων και αλφάβητων που έχουν τα έθνη σήμερα. Ο Ηράκλειτος λέγοντας «υπάρχει πάντα», σαφώς αποδίδει στον Λόγο, το «αεί» του Χριστιανισμού. Ένας καθολικά υπαρκτός Λόγος από πάντα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παντοδύναμος και άναρχος, ίσως και «μεταφυσικός» θα έλεγε κάποιος. Εντούτοις, δεν προφητεύει αν θα υπάρχει και πάντα, μα σημειώνει πως τούτος ο Λόγος δεν μπορεί να κατανοηθεί από τους ανθρώπους ούτε προτού τον ακούσουν, ούτε αφού τον ακούσουν. Σαφώς ο λόγος του Ηράκλειτου εμπεριέχει μια μυστικοπαθής ιδιαιτερότητα, η οποία όμως αποκαλύπτεται στο γεγονός πως ένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του Λόγου, είναι η κοινότητά του, η απλότητά του δηλ ή η φύση του να είναι ταυτοχρόνως κοινός και καθολικός σε όλους όσους «καταπιάνονται με έργα σαν κι αυτά που διηγείται.» Ο Ηράκλειτος δίνει στην έννοια του Λόγου, την έννοια της αλήθειας. Η έννοια της αλήθειας, του αληθινού, αφ? ενός εμπεριέχει το καθολικά κοινό χαρακτηριστικό στον άνθρωπο, αφ? ετέρου είναι εξαιρετικά απλή, τόσο μάλιστα, που πολλές φορές δεν μπορεί να κατανοηθεί από τον ίδιο. Η «ιδιωτική σκέψη», είναι ουσιαστικά ο δημιουργός της «ιδιωτικής αλήθειας», που δεν είναι φυσικά κοινή, ούτε καθολική. Καμία σκέψη δεν είναι πνευματική. Η γνώμη μου είναι πως οι σκέψεις είναι υλιστικές, με την έννοια πως καταλαμβάνουν χώρο στην διαιρεμένη λογική του νου, σύμφωνα με την ίδια παρατήρηση του Ηράκλειτου, στην πρότασή του «διαιρώντας κάθε πράγμα σύμφωνα με την φύση του και εξηγώντας το πώς έχει». Η αρχική πρόταση θέτει θέμα έκφρασης των «πνευματικών» σκέψεων και ίσως μπερδεύει κάπου τον αναγνώστη. Η «πνευματικότητα» των σκέψεων που μεταφέρονται στον λόγο, περισσότερο φαίνεται σε μένα, σαν ενεργειακή «σήμανση» των λέξεων που χρησιμοποιούνται στην ομιλία από τον άνθρωπο. Υπό αυτήν την οπτική, ο Λόγος δεν είναι λογική, ούτε ομιλία, αφ? ενός γιατί η «ιδιωτική» λογική δεν αποδέχεται τον χαρακτήρα του καθολικά κοινού, αφ? ετέρου γιατί η ομιλία εξαρτάται αποκλειστικά από αυτήν, και άρα συνοδεύεται από το «ιδιωτικό» αρχικό συστατικό της που διαιρεί και ερμηνεύει υποκειμενικά. Η σωστή χρήση του Λόγου, προϋποθέτει την κατοχή του. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον Λόγο, αν πρώτα δεν τον αποκτήσουμε αναζητώντας τον. Ο Λόγος, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, δεν μπορεί να είναι λογική, παρά μόνο όταν θα αποδεσμευτεί από την δυαδικότητα της φύσης του. Δεν μπορεί επίσης να είναι ομιλία, παρά μόνο όταν αποδεσμευτεί από την δυαδικότητα της λογικής που τον παράγει. Γι? αυτό και η γλώσσα αδυνατεί να προκαλέσει το ίδιο αντιληπτικό αποτέλεσμα στο «κατανοητό» των ανθρώπων και εμφανίζονται οι «ιδιωτικές» αλήθειες ή οι φαινομενικά αληθινές προτάσεις, οι αληθοφανείς δηλ. Η καθολικότητα του Λόγου του Ηράκλειτου, εμπεριέχει το χαρακτηριστικό του Νόμου που διέπει τα πάντα. Ο ίδιος όμως λέει πως νόμος είναι και το να ακολουθεί κανείς την γνώμη του ενός, δίνοντας έτσι την «χάρη» στον μοναδικό που κατέχει τον Λόγο, την αλήθεια δηλ. να τον κοινοποιεί (γιατί ο Λόγος είναι κοινός) και να τον μεταλαμβάνει από τον ίδιον (γιατί επίσης είναι καθολικός) προς τους υπολοίπους που θα συμφωνήσουν με την γνώμη του.
  8. Αν και ο Δ. Σαββόπουλος έλεγε πως ο Λόγος είναι η ανώτερη μορφή έκφρασης του ανθρώπου, ωστόσο υπάρχει ένα σημείο που ο ίδιος ο Λόγος ως εκφραστική μορφή επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων αδυνατεί να παραστεί ικανός να ανταποκριθεί στην λειτουργία του. Αυτό συμβαίνει επειδή η γλωσσική εκφορά του Λόγου απευθύνεται κατ' εξοχήν στην διανοητική λειτουργία των ανθρώπων η οποία, ναι μεν είναι η πλέον απαραίτητη για την επικοινωνία τους αλλά αδυνατεί να φτάσει στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα, η ανικανότητα της γλώσσας των ανθρώπων να περιγράψουν το συναίσθημα, καλυπτόταν ικανοποιητικά από την Τέχνη. Ένας πίνακας ζωγραφικής ή ένα μουσικό έργο, μπορούσε ευκολότερα να φτάσει στο συναισθηματικό κέντρο ενός ανθρώπου και να εξηγήσει όσα η γλώσσα δεν μπορούσε. Η απομόνωση των ανθρώπων και η απόκλιση των μεταξύ των σχέσεων όμως, έκανε ακόμη και την Τέχνη αδιάφορη απέναντί τους, μετατρέποντάς την σε ένα τυποποιημένο δημόσιο θέαμα που εξυπηρετεί πάσης φύσεως σκοπιμότητες. Σχεδόν τίποτε πλέον δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτό που ο Τομ Ρόμπινς ονομάζει ?σιωπηλές ζώνες? των ανθρώπων. Παρ' ότι το γεγονός πως η ζωή και η φύση εμπεριέχουν το φαινόμενο της κβαντικής αντιστρεψιμότητας, οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν καμία σχέση μεταξύ του αέναου ?γίγνεσθαι? με τον μονόδρομο ενός συλλογιστικού συμπεράσματος. Θεωρούν πως αν τα πράγματα είναι ?έτσι?, τότε δεν μπορούν να είναι ?αλλιώς?. Αποφασίζουν να αποδώσουν τον χαρακτηρισμό ?καλός? σε έναν άνθρωπο, χωρίς να συνειδητοποιούν πως αυτομάτως ? όταν το κάνουν, την ίδια στιγμή - αποδίδουν και τον χαρακτηρισμό ?κακός? σε κάποιον άλλον. Η κατασκευή της Ελληνικής Γραμματείας αλλά και των γλωσσικών μορίων της είναι σύμφωνη με την Αριστοτελική Σκέψη και την Αρχή του Αποκλειόμενου Τρίτου που λέει πως μεταξύ δύο αντιφατικών εννοιών, μπορεί να ισχύει ή η μία, ή η άλλη και πως είναι αδύνατο να συμβαίνει το ταυτόσημο των εννοιών. Κατά συνέπεια, ένας άνθρωπος που ενεργεί ?παρανόμως? της προαναφερθείσας αρχής, είναι πολύ εύκολο να χαρακτηριστεί παρά του Λόγου, δηλ. παράλογος. Η Τέχνη αποτελεί ένα είδος καμουφλάζ αυτού του αλογήματος, προσφέροντας έργα που ?σοκάρουν? την διανοητική λειτουργία των ανθρώπων, αλλά συνάμα προκαλούν και τον θαυμασμό τους. α) Πιστεύετε πως θα μπορούσε ποτέ ο άνθρωπος να κατανοήσει μέσω της διανοητικής του λειτουργίας το ταυτόσημο των εννοιών ή θα έπρεπε να του συμβεί ένα "ανεξήγητο" γεγονός για να γίνει αυτό ; β) Αν υποθέσουμε πως ένας νους μπορεί να εργαστεί ?έτσι κι αλλιώς?, ποιες νομίζετε θα είναι οι συνέπειες στην ζωή του ανθρώπου που θα τον διαθέτει ; γ) Πως θα χαρακτηρίζατε έναν τέτοιον άνθρωπο & πως νομίζετε πως θα έπρεπε να συμπεριφερέται στην κοινωνία αν επιθυμούσε ο ίδιος να μοιραστεί αυτό που έχει με τους υπόλοιπους συνανθρώπους του ; δ) Νομίζετε πως θα έπρεπε να θυσιάσει ή όχι το χάρισμά του χάρην της επιβίωσής του ; ε) Με ποιον κατά την γνώμη σας τρόπο, θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί ; στ) Τι θα σκεφτόσασταν αν ο ίδιος σας το ομολογούσε, ενώ παράλληλα περιέγραφε το τι του συνέβει ;
  9. Γιατί εγώ και όχι εσύ ; Γιατί εσύ και όχι εγώ ; Τo μόνο πρόβλημα με την ανθρώπινη αντίληψη του χρόνου, είναι ότι στρέφει την προσοχή του ανθρώπου στην θνητή του φύση καθώς και στο πάντα αβέβαιο μέλλον, εντείνοντας έτσι τον φόβο του για τον θάνατο και το άγνωστο. Το "εγώ", όταν απαλλαγεί από το νευρωτικό βάρος της φιλοδοξίας και της απληστίας, είναι περισσότερο δώρο παρά εμπόδιο. Αν μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τους φόβους και τις επιθυμίες μας, το χαλαρωμένο πλέον "εγώ" μας θα μπορούσε να μας κρατήσει επικεντρωμένους σε μια μόνιμη και φορητή κατάσταση Εδέμ. Ο τοξικομανής που σουτάρει ηρωϊνη, ούτε φοβάται, ούτε επιθυμεί, ούτε ζαρώνει, ούτε αρπάζει και τελικά, είναι αυτή η υπέρτατη αταραξία κι όχι η απόδραση από την κοινωνική αθλιότητα ή την προσωπική ευθύνη, που τον κάνει να τρυπάει τις φλέβες του. Φούμαρα ε ; Αναρρωτιέμαι ποιος απ' όλους του θεούς είναι ο Θεός των Φούμαρων. Νομίζω είναι όλοι τους. Δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος θεός που να προϊσταται των φούμαρων, γιατί αλλιώς θα μάλωναν μεταξύ τους για το προνόμιο. Αν οι θεοί ανέχονται την ανθρώπινη φυλή, ο μοναδικός λόγος είναι το ταλέντο μας στα φούμαρα. Είναι το μόνο πράγμα πάνω μας που δεν τους προκαλεί ανία μέχρι δακρύων.
  10. Σωστή. Εύγε τέκνον μου ... :cheerful:
  11. Τι είναι το χιούμορ ; Μπορούμε πραγματικά να είμαστε περήφανοι για μια λογοτεχνία που το συσσωρευτικό της αποτέλεσμα είναι το να στέλνει τον αναγνώστη στην παραλία της Θεσσαλονίκης τραγουδώντας το "Πάμε για ύπνο Κατερίνα" ; Ο Φρόιντ είχε πει ότι "το χιούμορ είναι η άρνηση του πόνου". Όπως το αντιλαμβάνομαι αυτό, δεν υπονοούσε ότι οι χιουμορίστες ανάμεσά μας αρνούνται την ύπαρξη του πόνου - όλοι μας υποφέρουμε στον ένα ή στον άλλον βαθμό - αλλά μάλλον οπλισμένοι με μια εύθυμη παιχνιδιάρικη στάση, μια κωμική ευαισθησία, μπορούμε να μην αφήσουμε τον πόνο να κυριαρχεί στην ζωή μας, μπορούμε να μην αγοράσουμε μετοχές στην εταιρεία. Διοχέτευσε αυτό το χιούμορ που αψηφά τον πόνο σε μια σελίδα, πρόσθεσε μια δόση αντίληψη Ζεν για να το στηρίξει, και πολύ γρήγορα η ζωή έχει κάποια βάσιμη δικαιολογία για να μιμείται την τέχνη. To γεγονός ότι η παιχνιδιάρικη ευθυμία - ένα είδος Θεϊκής παιχνιδιάρικης ευθυμίας που έχει σκοπό να ελαφρύνει το υπαρξιακό βάρος του ανθρώπου και να προαγάγει αυτό που ο Τζόζεφ Κάμπελ ονόμαζε "έκσταση του να είσαι ζωντανός" - βρίσκεται κοντά στον πυρήνα του Ζεν, του Ταοϊσμού, του Σουφισμού και της Τάντρα διαφεύγει από τους περισσότερους δυτικούς, τόσο τους απλούς θνητούς όσο και τους διανοούμενους. Ακόμη και οι λόγιοι που αναγνωρίζουν το εύθυμο υπόβαθρο των σχολών αυτών το αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση και ασέβεια, αδιαφορώντας ότι πρόκειται για μια κοσμοαντίληψη στην οποία κατέληξαν αυτές οι κουλτούρες μετά από χιλιετίες εξαντλητικής μελέτης, βαθιού διαλογισμού, ασταμάτητης παρατήρησης και έντονης διαμάχης. Πείτε στους πάσης φύσεως αρχηγούς ότι ο θιβετιανός ηγούμενος Τσόγκιαμ Τρούνγκπα έβρεχε τους μαθητές του με νεροπίστολα όταν γίνονταν πολύ σοβαροί στο διαλογισμό τους ή ότι το σπίτι του πιο σεβαστού νίντζα της Ιαπωνίας είναι γεμάτο με αναμνηστικά Μίκι Μάους, και θα δείτε ένα ειρωνικό μειδίαμα διαστάσεων βουβού κινηματογράφου.
  12. Μήπως κοιμόμαστε ; Την πρώτη φορά που με τσίμπησε μύγα τσετσέ - Άου! Ρε γαμώ το! Πονάνε αυτά τα καθίκια! -, ήμουν σίγουρος ότι σε λίγες μέρες, αν όχι σε ώρες, θα άρχιζε να με παίρνει ο ύπνος, να ροχαλίζω πάνω στην δουλειά, να ονειρεύομαι πάνω στην βάρδια, να χασμουριέμαι σαν χεβιμεταλάς σε πιάνο μπαρ, άλλο ένα κοιμισμένο θύμα της φοβερής & τρομερής "αρρώστειας του ύπνου". Στις 4 εβδομάδες που έμεινα στην συνέχεια στο Βάλινορ, η τρυφερή μου σάρκα τρυπήθηκε και το εκλεκτό μου αίμα ρουφήχθηκε από σαράντα τουλάχιστον μύγες τσετσέ, χωρίς θλιβερές συνέπειες ως τώρα - αν και πρέπει να ομολογήσω ότι καθώς γράφω αυτή την αφήγηση, αρχίζει να με πιάνει μια πολύ πολύ μικρή νύστα. Αν με πάρει ο ύπνος στην μέση μιας πρότασης - μια εμπειρία κατά πάσα πιθανότητα όχι ασυνήθιστη για μερικούς αναγνώστες μου -, θέλω να δηλώσω ό,τι δεν μετανιώνω. Το θανάσιμο νανούρισμα της μολυσμένης τσετσέ - της μύγας με το πιο ρομαντικό όνομα - είναι ίσως προτιμότερο από τον αναισθητικό βόμβο των κομπιούτερς, της οδικής κυκλοφορίας και της τηλεόρασης. Και η άγρια, καυτή ομορφιά του Βάλινορ, αξίζει σχεδόν κάθε κίνδυνο.
  13. Ζει ο Οσάμα Μοχάμεντ Αουάντ μπιν Λάντεν (أسامة بن محمد بن عوض بن لا ) ; Έχω βάσιμες και ισχυρές ενδείξεις πως ο Λάντεν ζει και βασιλεύει. Άλλα για στάσου : Για' δεν κάνεις εσύ τον τρομοκράτη, να σε κυνηγάω εγώ ;
  14. Τι είναι η ψυχή ; Παρ' όλα όσα λέει η σχετική λαϊκή κουλτούρα, η ψυχή δεν είναι μια παχύσαρκη τραγουδίστρια νάϊτκλαμπ που βασανίζεται από κάποιον έρωτα στο Θησείο. Η ψυχή δεν τριγυρίζει σε κάποιο κουρείο του Βαρδάρη, δεν τρώει γατόψαρα για βραδυνό και δεν έχει ένα τριανταοχτάρι Σπέσιαλ στο συρτάρι με τα εσώρουχά της. Οι δοκιμασίες και η εκκεντρική ζωή μπορούν να "ψήσουν" την ψυχή, αυτό είναι αλήθεια, αλλά η μαγιά που την κάνει να φουσκώνει είναι η χαρά. Από την άλλη μεριά, η ψυχή σαφώς δεν είναι κάποιος χλομός ατμός που αναδίνεται υπό μορφήν αναθυμιάσεων από έναν κουβά μεταφυσικού, ξηρού πάγου. Παρ' όλους τους εκτοπλασμικούς συνειρμούς της, διαψεύδει συστηματικά εκείνους που την φαντάζονται σαν ένα κύμα ιερού μετεωρισμού ή ένα λαμπύρισμα αερίων του προσωπικού μας βάλτου. Η ψυχή δεν είναι καν το Μεγάλο Τζάκποτ για το οποίο μαλώνουν ο Θεός και ο Σατανάς όταν τα σκουλήκια έχουν πια γλείψει τα κόκαλά μας. Γι' αυτό, όταν αναρωτιόμαστε - κάτι που κάνουμε όλοι μας αργά ή γρήγορα - τι ακριβώς θα 'πρεπε να κάνουμε για την ψυχή μας, η θρησκεία είναι μεν το συμβατικό αλλά όχι και το κατάλληλο μέρος για να στραφούμε. Η θρησκεία δεν είναι τίποτε άλλο από μια δοσοληψία, κατά την οποία ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, εμπορεύονται την ψυχή τους για μια πρόσκαιρη ψυχολογική παρηγοριά που είναι σκέτη ψευδαίσθηση : το γνωστό σύστημα "απαρνήσου κάτι για να το σώσεις". Οι θρησκείες προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ψυχή είναι το υπέρτατο οικογενειακό κειμήλιο και ότι, με αντάλλαγμα την τυφλή υπακοή μας, μπορούν να μας το φυλάξουν στα χρηματοκιβώτιά τους ή τουλάχιστον να μας το ασφαλίσουν για φωτιά και κλοπή. Κάνουν λάθος. Αν θέλετε να σχηματίσετε μια εικόνα της ψυχής, φανταστείτε την σαν... - κάτσε να σκεφτώ ! - ... σαν ένα τρένο. Ναι ! ένα μεγάλο, μοναχικό, εμπορικό τρένο που τρέχει μουγκρίζοντας από γενιά σε γενιά, κάποιο αιώνια μοναχικό πρωϊνό : τα βαγόνια του είναι φορτωμένα με αναστεναγμούς και γέλια, οι αλήτες του είναι άγγελοι, ο μηχανικός του είναι η ντάμα μπαστούνι - και η ντάμα μπαστούνι είναι αχαλίνωτη ! Τουουου - τουουου! Ακούστε την θεϊκή σειρήνα του ! Προορισμός του τρένου είναι η Θεότητα, μονάχα που το τρένο προτού φτάσει εκεί, κάνει μερικές στάσεις. Απ' όσα η κούτρα μου μπορεί να ξέρει, η πρώτη στάση είναι το Μπινγκ Μπανγκ, η δεύτερη ο οργασμός και η τρίτη, εκείνη η τρύπα στον φράχτη απ' όπου μπαίνει η αλεπού, πίσω από τον στάβλο. Το τρένο είναι ταυτόχρονα τοπικό και εξπρές, αλλά δεν μεταφέρει όπλα, και σίγουρα, δεν εκτελεί κάποια βαρετή αποστολή ρουτίνας. Εντάξει, ίσως να γίνομαι λίγο υπερβολικός και συγνώμη γι' αυτό. Ας το δούμε ως εξής το πράγμα, φίλοι μου : κατά πάσα πιθανότητα, η ψυχή δεν είναι τίποτε περισσότερο από την αυθεντική δόνηση της βιόσφαιρας, καταγεγραμμένη και ενισχυμένη μέσα στο ανθρώπινο αισθητήριο. Φανταστείτε την σαν εκείνο το κάπως άμορφο νέφος της απροσδιόριστης ενέργειας που παράγεται όταν το ανθρώπινο συναίσθημα και η ανθρώπινη νοημοσύνη αλληλεπιδρούν με το ευρύτερο σώμα της φύσης. Αν αναρωτιέστε - πολύ αμφιβάλλω - σε τι διαφέρει η ψυχή από το πνεύμα, θα σας έλεγα πως, ε λοιπόν, η ψυχή έχει πιο σκούρο χρώμα, πιο πυκνό όγκο, πιο αλμυρή γεύση, πιο τραχιά υφή από το πνεύμα, ενώ τείνει επίσης να έχει περισσότερο μητρικό παρά πατρικό χαρακτήρα. Η ψυχή συνδέεται με την Μητέρα Γη, όπως το πνεύμα συνδέεται με τον Πατέρα Ουρανό. Φυσικά, οι μητέρες και οι πατέρες έχουν μια προδιάθεση προς την συνουσία, και σε αυτή την ανάμεικτη κατάσταση, συχνά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την ψυχή από το πνεύμα. Γενικά, αν το πνεύμα είναι ο αγωγός καθαρού αέρα και ο κρυφός φωτισμός μέσα στο σπίτι της συνειδητότητας, αν το πνεύμα είναι το ηλεκτρικό σύστημα που φωτίζει αυτό το σπίτι, τότε η ψυχή είναι το καπνισμένο τζάκι, ο μυρωδάτος φούρνος, το σκονισμένο κελάρι των κρασιών, οι παράξενοι τριγμοί που ακούμε στο πάτωμα αργά την νύχτα. Είναι κάπως κλισέ να το λες, αλλά όταν σκέφτεσαι την ψυχή πρέπει να σκέφτεσαι πράγματα που είναι αυθεντικά και βαθιά. Οτιδήποτε επιφανειακό, δεν είναι της ψυχής. Οτιδήποτε τεχνητό, μιμητικό ή υπερβολικά εκλεπτυσμένο, δεν είναι της ψυχής. Το ξύλο έχει ισχυρότερη σύνδεση με την ψυχή απ' ότι το πλαστικό, αν και, παραδόξως, χάρη στην ανθρώπινη παρέμβαση, ένα γραφικό ξύλινο τραπέζι ή καρέκλα μπορεί μερικές φορές να έχει περισσότερη ψυχή από την ψυχή ενός ζωντανού δέντρου. Τελικά, ίσως θα πρέπει απλώς να φανταστούμε ένα ανέκδοτο, ένα μεγάλο ανέκδοτο που κάποιος το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, με μια προφορά πολύ δυσνόητη και παράξενη για να το καταλάβουμε ποτέ τελείως. Η ζωή είναι αυτό το ανέκδοτο, φίλοι μου. Η ψυχή είναι η κατακλείδα, η αστεία φράση στο τέλος του.
  15. Που πηγαίνουμε ; Ο σκοπός μας είναι να εξελισσόμαστε συνειδητά και σκόπιμα προς μια σοφή, πιο απελευθερωμένη και πιο φωτεινή κατάσταση ύπαρξης . Να επιστρέψουμε στην Εδέμ, να συμφιλιωθούμε με το φίδι και να στήσουμε τους υπολογιστές μας ανάμεσα σε άγριες μηλιές. Κατά βάθος, όλοι γνωρίζουμε μάλλον ότι το πραγματικό μας έργο είναι κάποια μορφή μυστικιστικής εξέλιξης, μια συνένωση με την θεότητα, με την αγάπη. Όμως καταπιέζουμε δραστικά αυτή την ιδέα γιατί, αν την δεχτούμε, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι πολιτικές μας παλινδρομήσεις, τα θρησκευτικά μας δόγματα, οι κοινωνικές μας φιλοδοξίες και τα οικονομικά μας τερτίπια δεν είναι απλώς αντιπαραγωγικά, αλλά ασήμαντα. Η αποστολή μας είναι να αποβάλουμε αυτές τις άσκοπες ενασχολήσεις και να επωμιστούμε πάλι το αρχέγονο φορτίο της ανεξάντλητης έκστασης. Ή, αν δεν γίνεται αυτό, να χτυπήσουμε ένα μισόκιλο τσίπουρο άνευ γλυκάνισου και έναν γαύρο στα κάρβουνα ... υ.γ ευχαριστώ το μέλος sucore που στην ερώτηση "από που ερχόμαστε" απάντησε "από τον ήλιο".
  16. Από που προερχόμαστε ; Κατά πάσα πιθανότητα είμαστε το τυχαίο αποτέλεσμα ενός γενετικού πειράματος κλωνοποίησης, που ούτε ο ίδιος ο γενετιστής γνώριζε αλλά και ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα είχε τέτοιο αποτέλεσμα. Η ανθρώπινη φυλή εδώ και αιώνες τώρα αυνανίζεται με τούτο το υπαρξιακό ερώτημα, ψάχνοντας να βρει το πρωταρχικό σπλιτς που σκόρπισε τα κοσμικά νόθα σε ένα απέραντο ορφανοτροφείο. Η πιθανότητα να προερχόμαστε από έναν ντοπαρισμένο μπαμπουϊνο, μάλλον δεν ευσταθεί γιατί η ποσότητα της ντόπας που θα έπρεπε να είχε πάρει το ζώο για να γίνει άνθρωπος, το πιθανότερο είναι πως θα το είχε σκοτώσει πρωτού ολοκληρώσει όλα τα στάδια της εξέλιξής του. Όλα συννωμοτούν στην ερμηνεία του πειράματος. Δεν ξέρω βέβαια αν το πείραμα πέτυχε, αυτό όμως που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας είναι πως δεν μπορώ με τίποτε να χωνέψω πως αυτός που μας δημιούργησε - έστω και μετά από ένα γερό μεθύσι, έστω και υπό την επίρρεια ενός ναρκωτικού - κατάφερε και έκανε ο ίδιος τον εαυτό του ανύπαρκτο. Αυτό σημαίνει πως μάλλον πρέπει να αφαιρέσουμε την λεκτική κουτσουλιά "προ" από το "προερχόμαστε" και το ερώτημα να γίνει "απο πού ερχόμαστε ;". Ε, αυτό είναι πανεύκολο να απαντηθεί.
  17. Συγνώμη, αλλά δεν ξεκίνησα εγώ το θέμα. Άλλος ή μάλλον ... άλλη είναι η συγγραφέας του. Καλύτερα λοιπόν θα ήταν να απαντήσει εκείνη στην ερώτησή σου. Για τον "Θεό" είναι όλα αναγκαία. Δεν υπάρχει κάτι αναγκαίο και κάτι άλλο μη αναγκαίο. Είναι όλα αναγκαία. Με τον ίδιο τρόπο που είναι όλα δίκαια, όλα καλά, όλα τέλεια, όλα αρμονικά. Δεν υπάρχει διάκριση σε κάτι που είναι και κάτι που δεν είναι. Και δεν σου λέω κάτι καινούργιο φίλε, τα 'χουνε πει άλλοι πολύ πιο πριν απο μένα. Τέλος πάντων, όταν κάποιος δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο καταφεύγει στην ειρωνία και στην ανοησία. Εν' τoutis, καλό θα ήταν να σκέφτεσαι πριν γράψεις κάτι. Δεν θεωρώ τίποτε τέτοιο. Δεν έχεις καταλάβει μία απ' όσα έχω γράψει και φίλε μου, δεν το έχω σκοπό να σε κάνω να καταλάβεις. Μπορείς να λες ότι θες. Το ίδιο κάνω κι εγώ ... :cheerful: Σου είπα : ο Θεός της Βίβλου, δεν είναι Θεός. Είναι επιστήμονας. Γι' αυτόν - και για κάθε επιστήμονα - η αναγκαιότητα μπορεί να υπάρχει. Πάω να ανοίξω ένα θεματάκι ... :smilewink:
  18. Ο Λελού αγαπητέ μου, μπορεί να είναι ένας ηλίθιος και να λέει ότι μπούρδα θέλει. Αυτό δεν σημαίνει πως εμείς πρέπει να ερμηνεύουμε τα λόγια ενός ηλιθίου. Η αναγκαιότητα δεν υπάρχει στο θεϊκό, φιλαράκο μου. Δεν καταλαβαίνει ο "θεός" τι είναι και τι δεν είναι αναγκαίο. Η αναγκαιότητα είναι ανθρώπινης φύσεως, όχι θεϊκής. Αναγκαιότητα μπορούν να διακρίνουν μονάχα οι άνθρωποι. Το θεϊκό δεν διακρίνει απολύτως τίποτε.
  19. ΟΚ, αλλά γιατί το χαρακτηρίζεις όλο αυτό - που όπως λες σ' ενδιαφέρει και σ' αρέσει πολύ - γιατί το χαρακτηρίζεις συνειδητό λάθος ; Δηλ. από την μια λες πως αυτό που κάνεις είναι λάθος και από την άλλη πως σ΄ενδιαφέρει και σ΄αρέσει πολύ. Κάτι τέτοιο καταλαβαίνω και διόρθωσέ με αν δεν είναι έτσι. :cheerful: Sorry που είμαι εκτός θέματος - το ξέρω - αλλά θα ήθελα μια απάντηση.
  20. 1 Πνευματικός σεβασμός ; Ναι, θα μπορούσε. Κοίτα ... ουσιαστικά μιλάμε για την ερμηνεία ενός πράγματος κάτω από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Όταν εγώ αναφέρομαι στην έννοια του "ασπασμού", δεν βάζω τον εαυτό μου στην κοινωνία των πνευματικών. Ο ασπασμός θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως πνευματικός σεβασμός - συμφωνώ- αλλά αυτό θα είχε ως προϋπόθεση το ίδιο το περιβάλλον να ήταν πνευματικό και οι ίδιοι οι ερμηνευτές της έννοιας του ασπασμού να ήταν κι αυτοί πνευματικοί. Να το πω λίγο πιο απλά : π.χ σε ένα μοναστήρι του θιβέτ, οι μοναχοί θα μπορούσαν να δώσουν μια τέτοια ερμηνεία του ασπασμού ή όπως συμβαίνει στις εκκλησίες, ο ιερέας να ασπάζεται το ευαγγέλιο, αλλά να μην δίνει την ερμηνεία του ασπασμού ως φιλί, αλλά ως αποδοχή ενός πράγματος αναντίρρητα θέσφατου 2, όπως λες. Δηλ. η ερμηνεία μιας έννοιας εξαρτάται από τον ίδιο τον ερμηνευτή της αλλά και από το περιβάλλον του ερμηνευτή της. Εγώ όμως ερμηνεύω την έννοια του "ασπασμού" ως ένας απλός άνθρωπος, όχι ως ένας πνευματικός άνθρωπος. Ούτε είμαι μοναχός του Θιβέτ, ούτε παπάς της ενορίας. Γι' αυτό λέω και : Ένας απλός άνθρωπος, όταν του πεις "έλα να σε ασπαστώ", σημαίνει πως ετοιμάζεσαι να τον φιλήσεις, απλά δηλ. ή ... πιο σύνθετα, να βρεις, να εφεύρεις ένα συμβολικό εκφραστικό τρόπο της έννοιας του "ασπασμού". Για τον απλό άνθρωπο, αυτό το εφραστικό σύμβολο είναι το φιλί. Δεν σημαίνει για τον απλό άνθρωπο πως πνευματικά τον σέβεσαι. Θα μπορούσε όμως και να σημαίνει. Θα μπορούσε πότε ; Αν ήσασταν και οι δυο μοναχοί του Θιβέτ ή παπάδες ή τέλος πάντων, πνευματικοί και αν είχατε προσυμφωνημένη κάτα κάποιον τρόπο την ερμηνεία του "ασπάζομαι", ούτως ώστε να εννοείτε και οι δύο το ίδιο πράγμα. Καταλαβαίνεις ; Δηλ. η έννοια του "ασπασμού" σε μια τέτοια περίπτωση - των δύο μοναχών π.χ - αλλάζει όχι μόνο ερμηνεία, αλλά μπορεί να αλλάξει και τρόπο έκφρασης. Μπορεί π.χ ο ασπασμός των δύο μοναχών να εκφράζεται με ένα σφιχταγκάλλιασμα ή με μια χειραψία. Να μην είναι φιλί. Ή ακόμη ακόμη να μην εννοεί ασπασμό ανθρώπου με άνθρωπο αλλά ασπασμό ανθρώπου με την φύση. Δηλ. ο ένας μοναχός να λέει "πάω να ασπαστώ" και ο άλλος να καταλαβαίνει πως ο άλλος πάει να συνομιλήσει με το χορτάρι π.χ Όλα αυτά όμως είναι - όπως είπα - προσυμφωνημένα και πολύ λογικό να παραθέτεις κι άλλες ερμηνείες, αφού εμείς οι δυο δεν ανήκουμε στο ίδιο περιβάλλον, δεν γνωριζόμαστε, και συνεπώς, τίποτε δεν έχουμε προσυμφωνήσει και για τίποτε δεν έχουμε προ-συνεννοηθεί. Η διαφωνία μου ξεκίνησε όταν διάβασα από σένα αυτό : Aν ο ασπασμός σε κάθε επίπεδο αφορά πρόσωπα τότε πότε μεταξύ ενός προσώπου και ενός άλλου ερμηνεύεται ως ενός πράγματος αναντίρρητα θέσφατου; Όταν και τα δύο τα πρόσωπα αυτά, βρίσκονται υπό συγκεκριμένων συνθηκών. Δηλ. εσύ όταν ασπάζεσαι κάποιον, ένα πρόσωπο, θεωρείς πως αυτός που φιλάς είναι αναντίρρητα θέσφατος ; Δεν νομίζω. Ή μήπως όταν φιλάς κάποιον, τον σέβεσαι και πνευματικά ; Αυτό που θέλω να δεις, είναι πως ο ασπασμός σαφώς δεν αφορά μόνο πρόσωπα και σαφώς δεν εννοείται το ίδιο από τον καθένα μας. Με το παράδειγμα των μοναχώ του Θιβέτ, η ερμηνεία του "ασπασμού", μπορεί να αλλάξει τελείως. Μπορεί ούτε καν να αφορά πρόσωπα. Αυτό ήθελα να σου πω, γι' αυτό και σου είπα πως η έννοια του ασπασμού δεν αφορά μόνο πρόσωπα. Θα επανέλθω ...
  21. Μα ... συγνώμη αλλά αν μιλάμε για μια συμβολική ιστορία, τότε δεν νομίζεις πως πρέπει πρώτα να την αποσυμβολίσουμε ; Εδώ η Νεφέλη μας παρουσίασε όλο το σκηνικό με την απορία αν μπορεί να βοηθήσει. Ε, δεν νομίζω πως είμαι εκτός θέματος. Παίρνω φράσεις από το κέιμενο που η ίδια η Νεφέλη μας το παρέθεσε και προσπαθώ να το ερμηνεύσω. Αν πω, ok, είναι συμβολικό, ε, εντάξει, τότε συμβολικό είναι και το θέμα και κάτι άλλο εννοεί η Νεφέλη που το ξεκίνησε. Συνεπώς και εσύ ως μυθιστόρημα βλέπεις την Γέννεση. Το θέμα είναι : μπορούμε να βασιστούμε στην Γέννεση για να την συσχετίσουμε με την φράση του Λουλέ, ε ... του Λολού, ε ... συγνώμη, του Λελού που λέει πως "Μακάριος ο μοιχός Αδάμ, που ταυτίστηκε με την ύλη του και μπόρεσε μ?αυτόν τον τρόπο να βιώσει την εμπειρία του δικού του μηδέν?" ; Γιατί αν δεν μπορούμε να την συσχετίσουμε, αν δεν μπορούμε να βρούμε δηλ. σχέση του Λελού - της φράσης του Λελού δηλ. - με τον Αδάμ του "προπατορικού αμαρτήματος", τότε η Νεφέλη που ξεκίνησε το θέμα, το πιθανότερο είναι πως παραπλανήθηκε από τον Λελού, όπως πιθανώς να συνέβαινε με κάθε αναγνώστη που θα συναντούσε τον χαρακτήρα Αδάμ σε μια φράση. Εδώ θα ήθελα να ρωτήσω το εξής και η ερώτησή μου αφορά την Νεφέλη : Γιατί διαβάζοντας αυτήν την φράση του Λελού, πήγε το μυαλό της στο προπατορικό χρηματιστήριο αξιών ; Προσωπικά, ο Λελού για μένα, επιλέγει λάθος πρόσωπο για να αποδώσει τον μακαρισμό του. Κι αν επιλέγει λάθος πρόσωπο, αν δηλ. ο μακάριος του Λελού δεν είναι ο Αδάμ, τότε όλο το θέμα είναι λάθος έτσι όπως τιτλοφορείται. Θα ήθελα όμως μια απάντηση από την ίδια την Νεφέλη - εκτός κι αν ο ρόλος της είναι μόνο να βάζει έτσι ... θέματα και μετά να σιωπά. Δεν ξέρω ...
  22. Από αυτό, το γεγονός δηλ. πως έφτιαξε δύο δέντρα, μάλλον πρέπει να μιλάμε για έναν συνειδητό Θεό. Συνεπώς το θέμα είναι καθαρά νταλαβερίσιο. Για αλισβερίσι πρόκειτε με τον Σατανά. Γιατί ο Μακγκάϊβερ έφτιαξε 2 δέντρα, όχι ένα. Έφτιαξε "το δέντρο της ζωής" και "το δέντρο της γνώσης". Γιατί δεν έφτιαξε μόνο ένα ; Και γιατί το ένα το ονόμασε "της ζωής" και το άλλο "της γνώσης" ; Ήξερε τι έκανε, δεν ήταν ασυνείδητος. Αφού : τότε "το δέντρο της γνώσης" θα μπορούσε να εννοηθεί και ως "δέντρο του θανάτου". Συνεπώς τα δύο δέντρα, συμβολίζουν την ζωή και τον θάνατο. Αν όμως ο Μακγκαϊβερ το ονόμαζε έτσι - δηλ. "δέντρο του μπαρμπα - Χάρου" - σιγά μην πήγαινε ο Αδάμ να φάει το μήλο. Σου λέει πες το "της γνώσης", δώσε μια εμπορική ονομασία στο δέντρο, να είναι κάτι πιασάρικο ρε παιδί μου, και ok, το τσαπαρί έτοιμο. Μα ... το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα ; Δηλ. ο Μακγκάϊβερ δεν έκανε και τίποτε εξωπραγματικό, αν το καλοσκεφτείς δηλ. Έκανε ότι κάναν και αυτοί που ντοπάριζαν τους αθλητές της άρσης βαρών : τους έδιναν αναβολικά και τα ονόμαζαν αμινοξέα. Ε, τι να κάνουν και οι αθλητές ; Αμινοξέα τους είπαν, "αμινοξέα" πήραν.
  23. Ούτε είναι δυνατόν, αφού η γη αόρατος και ακατασκεύαστος, το πνεύμα θεού να επεφέρετο επάνω του ύδατος. Αφού ήταν αόρατος και ακατασκεύαστος, που το βρήκε το ύδωρ η γη για να επεφέρετο το πνεύμα του θεού επάνω της ; Αυτός που έγραψε αυτό το κείμενο - δεν λέω πως ήταν ανόητος - αλλά τουλάχιστον δεν ήξερε τι έγραφε. Αν προυπήρχε ύδωρ στην γη, τότε η γη δεν ήταν ακατασκεύαστος, αλλά ήταν εν μέρει ακατασκεύαστος. Συνεπώς, ο θεός των Ιουδαίων χάνει και την ιδιότητα του Δημιουργού, γιατί κάποιος άλλος δημιούργησε το ύδωρ στο οποίο επεφέρετο το πνεύμα του. Είναι δυνατόν να πίνεις νερό από την πηγή δίπλα στο φουγάρο μιας χημικής βιομηχανίας ; Άντε πες μου ... όχι πες μου ... :cheerful: Είναι αυτό προκατάληψη φίλε μου ; Γιατί λες "οι φορείς αρχαίων παραδόσεων δεν μπορούν να αξιολογούνται με βάση προσωπικές προκαταλήψεις ή και νεώτερους "ορισμούς"", γι' αυτό σε ρωτάω. Είναι δηλ. αυτό μια προσωπική προκατάληψη ; Δεν νομίζω. Αν ένας άνθρωπος δεν θέλει να πιει μολυσμένο νερό, δεν νομίζω πως είναι προκατειλημένος. Δηλ. τι ; είμαι προκατειλημένος επειδή δεν γουστάρω να πεθάνω ; Είμαι προκατειλημένος επειδή κάποιος μπούφος έγραψε πέντε ανοησίες που στερούνται λογικής και εγώ δεν συμφωνώ μαζί του ; Δε' πα' να 'ναι και πηγή, δε' πα' να 'ναι και φορέας, δε' πα' να 'ναι και αρχαία παράδοση και νέα παράδοση. Και τι σημαίνει αυτό ; Πως η πηγή είναι αξιόπιστη ; Πως είναι καθαρή ;
×
×
  • Create New...