Jump to content

white_unicorn

Mέλη
  • Posts

    579
  • Joined

  • Last visited

Posts posted by white_unicorn

  1. η ποίηση δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου, όμως πρέπει να ομολογήσω πως οι εικόνες σου ήταν διαφορετικές και όμως τόσο ίδιες... το να μπορείς να γράφεις είναι ταλέντο, το να μπορείς να εκφράζεσαι μέσα από την ποίηση όμως, με τον τρόπο που το έδωσες εσύ, μου μοιάζει με ευλογία...(...αν και πιστεύω πως πολλές φορές η ευλογία συνοδεύεται από κάποια κατάρα... ευχομαι να κάνω λάθος...)

  2. Θα έδινα τα πάντα για να ξαναζήσω...

    ...τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής που πέρασαν χωρίς να τις καταλάβω....

    ...ένα απόγευμα με τον άνθρωπο που έχασα ξαφνικά....

    ...τα χρόνια που έφυγαν χωρίς να τα καταλάβω....

  3. Καλά η κλασική καφετέρια που συχνάζει η πρωταγωνίστρια πρέπει να βγάζει πολλά λεφτά από την παρέα. Πολλοί από αυτούς δεν συχνάζουνε απλά εκεί αλλά πηγαίνουνε και πάνω από δυο φορές την ημέρα(πως και μέχρι τώρα δεν έχει γίνει καμιά τυχαία συνάντηση;)

     

     

    Αποφεύγει τις πολησύχναστες ώρες... έτσι δεν έχει δυσάρεστες συναντήσεις. η συνέχεια θα αργήσει λίγο ακόμα. Είμαι σε διακοπές... :cheerful:

  4. η συνέχεια ήρθε, το τέλος του 9ου και η αρχή του 10ου κεφαλαίου. ελπίζω μόνο να μην σας μπερδέψουν όλα μαζί. ευχαριστώ για την κριτική....

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (η συνέχεια)

    Είκοσι λεπτά αργότερα ήμουν στο καφέ, η ζέστη έξω ήταν αποπνικτική αν και το απόγευμα προχωρούσε γρήγορα. Όλη η εβδομάδα ήταν από τις πιο ζεστές του καλοκαιριού, ευτυχώς στο καφέ το κλιματιστικό δούλευε υπερωρίες. Ελάχιστα λεπτά αργότερα ο Λευτέρης είχε καθίσει δίπλα μου. Αν και κυκλοφορούσε με βερμούδα και αθλητική φανέλα είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, που έτρεχε ακόμα και από την αλογοουρά του. Ήταν ωραία η αίσθηση, να έχεις δίπλα σου κάποιον από τα παλιά, που ξέρεις ότι δεν θα σε προδώσει στην πρώτη δυσκολία. ¨Ήμουν σίγουρη πως ο Λευτέρης θα έκανε τα πάντα για να με βοηθήσει. Ακριβώς όπως ήταν και εκείνος σίγουρος πως θα έκανα και εγώ τα πάντα για να τον βοηθήσω σε μια ανάλογη περίπτωση.

    Δεν ήξερα πως να ξεκινήσω και για λίγα λεπτά μείναμε στα περασμένα. Τότε που εγώ τον βοηθούσα στην ιστορία και εκείνος με γλίτωνε από τους καυγάδες που έμπλεκα. Τελικά ξεκίνησε εκείνος την μεταφορά στο παρόν, "Ήταν ωραία χρόνια, όμως δεν ήρθαμε εδώ για να θυμηθούμε τα παλιά! Λοιπόν, ξέρω ότι κάτι τρέχει, δεν ξέρω όμως τι ακριβώς." Δεν ξαφνιάστηκα, ήθελα να μπει στο θέμα ακριβώς έτσι γιατί αν το περιέστρεφε λίγο ακόμα δεν θα του μιλούσα ποτέ. "Έχεις δίκιο, οι τελευταίες μέρες ήταν, τουλάχιστον περίεργες. Δεν θέλω να σε μπλέξω, απλά πρέπει να τα πω σε κάποιον και είσαι ο μόνος που με ξέρει περισσότερο και από τον πάτερ - Ευγένιο." Σταμάτησα για λίγο, έπρεπε να μαζέψω όσο θάρρος είχα και να του μιλήσω ανοιχτά. Το μόνο που δεν περίμενα ήταν να με διευκολύνει ο ίδιος, "Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα, τα ξέρω όλα." Και εκεί που νομίζεις ότι είσαι ένα βήμα μπροστά ανακαλύπτεις τα 3 βήματα που σε χωρίζουν από τον προηγούμενο. Έκλεισα το στόμα μου, το αστείο για την 'μύγα' θα έκανε την εμφάνιση του σε λίγο, "Ποία όλα;" Το χαμόγελο του Λευτέρη έδειχνε την μελαγχολία του, "Είπες ήδη πως σε ξέρω καλά. Ξέρω για το χάρισμα σου, για τους γονείς σου, για όσα έζησες μέχρι τώρα. Μόνο που δεν τα έμαθα μόνο από εσένα. Βλέπεις τον Φίλιππο τον ξέρω πολύ περισσότερο καιρό από τους άλλους, εσύ τον γνώρισες πριν λίγες μέρες, ο Ερρίκος και ο Αλέξανδρος πριν από 10 χρόνια, ο Πατήρ - Ευγένιος τον είδε 2 ή τρεις φορές σε όλη του την ζωή. Εγώ όμως, τον ξέρω πάνω από 15 χρόνια, προσωπικά. Το λέω αυτό γιατί, τον είχα γνωρίσει μέσα από τις αφηγήσεις του παππού μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ξέρω πως ακούγεται, όμως ποτέ δεν σε ανέφερα, ούτε και θα το έκανα. Γνωριζόμαστε από το δημοτικό, σωστά;" σταμάτησε περιμένοντας την επιβεβαίωση μου, δεν μπορούσα να μιλήσω και έγνεψα. "Πιστεύεις πως αν ήθελα να σε πάω σε εκείνον θα περίμενα μέχρι τώρα; Θα άφηνα τον χρόνο να περάσει; Θα είχαμε χαθεί τα τελευταία χρόνια, αν το μόνο μου σχέδιο ήταν αυτό; Δεν θα ήταν πιο εύκολο τότε; Δεν θα σε επηρέαζε περισσότερο αν τον γνώριζες τότε; Θυμάσαι που παίζαμε τους Ιππότες; Σε είχα αφήσει ποτέ;" Η φωνή μου δεν έβγαινε, ήξερα όμως πως έλεγε την αλήθεια, "Ποτέ, πάντα με έσωζες. Δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο! Απλά μου φάνηκε, τρομακτικό. Πως; Ήσουν μικρός, δεν τρόμαζες;" Μου φαινόταν ακατανόητο, πως θα μπορούσε να μεγαλώνει έχοντας κοντά του έναν Βρυκόλακα. Η σιωπή εγκαταστάθηκε και κανείς μας δεν μιλούσε για αρκετή ώρα, έμεινα να σκέφτομαι πως θα αντιδρούσα εγώ σε μια τέτοια αποκάλυψη σε τέτοια ηλικία, μάλλον όπως και ο Λευτέρης. Έτσι και αλλιώς, οι δεσμοί μου με το 'υπερφυσικό' ήταν ισχυροί από τότε.

    Η σιωπή έσπασε εντελώς φυσικά με την απάντηση του, "Όχι, αν και δεν ξέρω πως. Ίσως ήταν ο τρόπος που μου το παρουσίασε ο παππούς μου, ίσως είναι στα γονίδια, ίσως απλά ο Φίλιππος να μην ήθελε να με τρομάξει. Το θέμα είναι πως η οικογένεια μου έχει επωμιστεί αυτήν την αλήθεια τους τελευταίους αιώνες. Περνάει από πατέρα σε γιο, αλλά από ότι φαίνεται ο πατέρας μου δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει, έτσι ο παππούς μου το πέρασε σε μένα. Δεν έχουμε καμία ευθύνη, εκτός από το να προστατεύουμε το μέρος που περνάει την ημέρα, ή το μεγαλύτερο μέρος της. Όταν ο ήλιος είναι αδύναμος, όταν έχει συννεφιά ή ομίχλη ο Φίλιππος μπορεί να μείνει έξω και την ημέρα, αλλά δεν έχει όλες του τις δυνάμεις. Ήξερα πως σε έψαχνε από τότε, χωρίς να μου έχει μιλήσει ποτέ ανοιχτά, φέτος έμαθε πως γνωριζόμαστε. Το περασμένο Σάββατο δεν ήταν που έγινε η σκηνή; Την Κυριακή μου μίλησε, για όλα. Κατάλαβε πως δεν θα σε πρόδιδα ποτέ γιατί, είσαι σαν την μικρή μου αδελφή, δεν έδωσε συνέχεια. Δεν του είπα ποτέ τίποτα για σένα, αν θέλει να μάθει κάτι θα το μάθει από εσένα. Τώρα, τι ήθελες να μου πεις;" Ήταν πολλά και τα είπε γρήγορα, η ερώτηση του όμως με επανέφερε στο αρχικό στάδιο. "Είσαι σίγουρος πως δεν θα μπλέξεις αν μου μιλήσεις;" Χαμογέλασε πιο φωτεινά, δεν χρειαζόταν να απαντήσει με λέξεις. "Καλά, λοιπόν, το θέμα είναι όπως το είπες. Θέλει να είμαστε μαζί, προσπαθεί να προλάβει την κάθε μου αντίδραση, έφτασε σε σημείο να ψάξει τους πρώην μου, κάναμε μια 'συμφωνία' και πρέπει να του απαντήσω απόψε. Αυτό είναι το θέμα, τι κάνω από εδώ και πέρα;" Αυτή ήταν η μοναδική απορία, <Τι κάνω από εδώ και πέρα;>

    Η έκφραση του σοβάρεψε απότομα, ήξερα πως η απάντηση του θα με άφηνε στο ίδιο σημείο, αλλά ήλπιζα, με άλλη οπτική. "Δεν έχω απάντηση για αυτό Βίκυ! Το τι θα κάνεις το ξέρεις μόνο εσύ, από εμένα μόνο μια 'συμβουλή' αν μπορείς να την πεις έτσι. Αυτό έκανα πάντα όταν τα έβρισκα σκούρα. Αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις την καρδιά σου, ακολούθησε το ρεύμα μέχρι το σημείο που να μπορείς να συνεχίσεις τον δρόμο με τις επιλογές της καρδιάς σου. Μέχρι τώρα δεν μου έχει βγει σε κακό, και αν ξέρω εσένα και εκείνον, μάλλον είναι το μοναδικό που μπορείς να κάνεις." Ίσως σε κάποιους να ακουγόταν παράξενο αλλά ήξερα πως ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Είχε πάει 19:30, χρειαζόμουν χρόνο και ο Λευτέρης θα δούλευε, δεν μίλησα για τον Στέφανο, δεν ήθελα να του προσφέρω ακόμα ένα 'θύμα'. Φύγαμε μαζί χωρίς να μιλάμε στον δρόμο, "Θα σε δω το βράδυ;" με ρώτησε όταν φτάναμε στο σπίτι μου. "Θα είμαστε όλοι εκεί." του απάντησα και έφυγα. Πλέον ήξερα τι θα έκανα, τουλάχιστον όσο αφορούσε τον Φίλιππο. Ο Στέφανος δεν ήταν ηλίθιος, ήλπιζα, θα καταλάβαινε και θα άλλαζε πορεία. Ο Ιάσονας όμως, δεν ήθελα να φανταστώ που θα μπορούσε να φτάσει για να αποκτήσει αυτό που ήθελε. Το σάντουιτς που έφτιαξα στο σπίτι κατάφερε να μετριάσει την πείνα μου, η ανησυχία μου όμως δεν θα καταλάγιαζε έτσι εύκολα.

  5. ενα μερος του 9ου, η συνεχεια ερχεται. ελπιζω να σας αρεσει.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο

    Το να πάω στο σπίτι και να γυρίσω ξανά στο καφέ θα ήταν χαμένος χρόνος. Επιπλέον δεν ήθελα να δω τον Φίλιππο, όχι πριν σκεφτώ καλύτερα όσα μου είχε πει ο Κώστας. Έκανα μια βόλτα στην πόλη και στις 18:30 ήμουν και πάλι στο καφέ, στην αντίθετη γωνία από εκείνη που είχα καθίσει. Σε όλη την βόλτα αλλά και στο καφέ καθώς περίμενα τους υπόλοιπους σκεφτόμουν τι θα έλεγα το βράδυ στον Φίλιππο. Οι απειλές δεν θα μπορούσαν να συνεχιστούν, ούτε καν για τον Κώστα. Όσο για το αν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε, ήξερα ήδη πως δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, θα συμφωνούσα αν και με πολλές προϋποθέσεις. Ήδη άκουγα τα 'καμπανάκια' και δεν ήθελα να επαναληφθεί η ιστορία. Το παρελθόν, έπρεπε να μείνει στο σκοτάδι του. Μια παράμετρος, όμως, όσων είχα μάθει από τον Κώστα βγήκε στο φώς. Αν ήξερε ο Φίλιππος για τον Κώστα, τι θα τον εμπόδιζε να ξέρει και για το πως τελειώσαμε; Και η αμέσως επόμενη απορία, <Μήπως ήδη ήξερε; Πως θα μπορούσε να είχε μάθει όταν κανείς δεν ήξερε;> Αυτό ήθελε διερεύνηση χωρίς να προδώσω όσα δεν έπρεπε να γίνουν γνωστά. Λίγο αργότερα ήρθε η Μάριον, οι υπόλοιποι θα αργούσαν και ήθελε να μου μιλήσει. "Τι έγινε χτες και έφυγες έτσι;" ήξερα πως είχε ανησυχήσει, αν μπορούσε θα είχε έρθει από το πρωί στο σπίτι μου. "Τίποτα, απλά ήμουν κουρασμένη, δεν κοιμάμαι αρκετά τελευταία." Δεν περίμενα τέτοια απάντηση αλλά με την Μάριον όλα είναι αναπάντεχα, "Πότε πρόλαβε να σε κάνει να μην κοιμηθείς; Ούτε βδομάδα δεν είστε μαζί!" η ιδέα της ότι είχαμε προχωρήσει με διασκέδασε αλλά αν δεν την σταματούσα δεν θα μιλούσαμε για τίποτα άλλο. "Νόμιζα πως με ήξερες καλύτερα! Τι έγινε και θες να μου μιλήσεις;" Μαζεύτηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε, "Λοιπόν, δεν ξέρω πως θα το πάρεις αλλά, έγινες το θέμα της εβδομάδας στο γραφείο. Ήρθε ο Στέφανος από εκεί σήμερα το πρωί, είπε πως έψαχνε εσένα και όλος τυχαίος βρήκε την Ζένια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είπαν αλλά το σίγουρο είναι πως όλοι ξέρουν για τον Φίλιππο." Δεν ήταν ότι καλύτερο, αλλά ούτε και καταστροφή ήταν. Ήμουν σε άδεια και το θέμα της εβδομάδας θα άλλαζε πολλές φορές πριν γυρίσω πίσω.

    Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό, δεν μίλησα και συνέχισε, "Αφού δεν βρήκε εσένα, μάλλον έμαθε πως έχεις άδεια, είπε να έρθει σε εμένα. Για να σου πω την αλήθεια, καλύτερα που δεν ήσουν εκεί γιατί θα είχαν πολλά περισσότερα νέα να συζητήσουν. Ξεκίνησε να μου λέει πως από χτες δεν έχει σταματήσει να σε σκέφτεται και κάτι τέτοια. Του είπα να σε αφήσει ήσυχη γιατί δεν ψάχνεσαι και δεν θα ήθελε να μπλέξει μαζί σου αλλά απάντησε πως δεν φοβάται τον Φίλιππο!" Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, οι υπόλοιποι μόλις είχαν μπει. Δεν μιλήσαμε για τον Φίλιππο, το δίωρο πέρασε χωρίς να το καταλάβω και όταν οι περισσότεροι φύγανε ο μόνος που έμεινε ήταν ο Ερρίκος. Κατάλαβα πως ήθελε να μου μιλήσει και περίμενα να ξεκινήσει, "Τι αποφάσισες τελικά; Ο Φίλιππος, είμαι σίγουρος πως σου είπε την αλήθεια." Χαμογέλασα καθώς θυμόμουν την προηγούμενη συνάντηση στον ίδιο χώρο, <Ποιά ακριβώς αλήθεια μου είπε;> "Το ξέρω, όπως ξέρω πως ούτε και εγώ θέλω να τελειώσει εδώ. Θα του απαντήσω, απλά χρειάζομαι χρόνο χωρίς 'πιέσεις'. Μπορεί να το κάνει αυτό; Ξέρω ότι προσπαθεί, αλλά δεν νομίζω πως το καταφέρνει. Θα μιλήσουμε απόψε, μου ζήτησε να 'βοηθήσω' στην οντισιόν. Ερρίκο, δεν ξέρω τι συζητάτε μεταξύ σας και δεν θέλω να μάθω, όμως οι σχέσεις δεν μπορούν να έχουν μεσολαβητές, πρέπει μόνοι μας να ξεκαθαρίσουμε κάποια ζητήματα. Δεν θέλω να σε προσβάλω, απλά να σου εξηγήσω." Χαμογέλασε, ίσως να περίμενε αυτή την αντιμετώπιση, "Τουλάχιστον εμείς οι δύο καταλαβαινόμαστε. Προσπάθησα να του το πω αλλά δεν κατάφερα τίποτα, εσύ ευτυχώς το καταλαβαίνεις χωρίς εξηγήσεις. Θα χρειαστεί όση βοήθεια μπορείς να του προσφέρεις απόψε, θα τα πούμε αύριο!" έφυγε με μια απλή καληνύχτα, ήταν ήδη 21:30 και ο Φίλιππος θα με περίμενε στις 22:00. Δεν γύρισα στο σπίτι, μια βόλτα στην πόλη, ενώ το δροσερό καλοκαιρινό αεράκι στο πρόσωπο μου, με βοήθησε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα.

    Έφτασα στο μπαρ λίγο μετά τις 22:00, έμοιαζε κλειστό αλλά ήξερα πως δεν ήταν. Κάθισα στο συνηθισμένο σκαμπό και αντάλλαξα μια "Καλησπέρα" με τον Λευτέρη, όταν μου έφερε τον χυμό. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε ο Φίλιππος, το χαμόγελο του είχε έναν αέρα επιτυχίας, κάτι που όχι μόνο δεν με καθησύχασε αλλά με έκανε να προσέχω ακόμα και τον τρόπο της αναπνοής μου. Δεν ήθελα να μπω στο θέμα, θα τον βοηθούσα πρώτα, αν πραγματικά χρειαζόταν βοήθεια. "Μέχρι τι ώρα θα κάνετε τις δοκιμές;" η έκφραση μου, ήλπιζα πως δεν έδειχνε τίποτα. "Μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα." φαινόταν κουρασμένος, δεν ήθελα να τον πιέσω ακόμα. Εκείνη την στιγμή ανέβηκε η πρώτη κοπέλα, ήταν στην ηλικία μου αρκετά πιο ψηλή από εμένα και με μακριά καστανά μαλλιά, ήξερε από μουσική αλλά δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο γκρουπ. Το ίδιο έγινε και με τις υπόλοιπες 10 κοπέλες που δοκίμασαν εκείνο το βράδυ, σε μία ή δύο περιπτώσεις ο Φίλιππος ήταν έτοιμος να πει "Ναι" αλλά τον σταμάτησα, "Δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα παιδιά! Θες σε μια βδομάδα να ψάχνεις για καινούρια;" Η βραδιά έληξε χωρίς επιτυχία λίγο μετά τις 23:00. "Μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι;" η ερώτηση μου του φάνηκε περίεργη. Με κοίταξε και το χαμόγελό του σαν να πάγωσε, "Σε ακούω!" Ο Ιάσονας ήταν στην σκηνή, δεν ήταν κοντά αλλά ούτε και αρκετά μακριά, "Μπορούμε να πάμε στο γραφείο σου; Είναι αρκετά σοβαρό για να έχουμε και κοινό!" Δεν φάνηκε να καταλαβαίνει σε ποιον ακριβώς αναφερόμουν αλλά δεν αντέδρασε, "Όπως θες!" Δεν το κοίταζα στα μάτια, το βλέμμα του μου ήταν άγνωστο. Καθίσαμε στον καναπέ και ξεκίνησα, "Νομίζω πως ξέρεις τι θέλω να πω. Ας μπούμε λοιπόν κατευθείαν στο θέμα." Σταμάτησα για να δω την αντίδραση του, το χαμόγελο του είχε επανακτήσει την λάμψη του. "Αν έτσι θες." το παιχνίδι των λέξεων που ξέρει τόσο καλά δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο μου. "Ωραία. Συνάντησα έναν παλιό γνωστό μου σήμερα, μου είπε πως σε γνώρισε και πως μιλήσατε. Μέχρι εδώ δεν υπάρχει τίποτα, μπορείς να μου εξηγήσεις ποιός ήταν ο σκοπός της 'απειλής' σου; Δεν νομίζω πως σε έθιξε σε κάτι!" Το χαμόγελο εξαφανίστηκε, το πρόσωπο του κενό.

    Η απάντηση του δεν άργησε, η φωνή του όμως ήταν παγωμένη. "Τον συνάντησα και έγιναν όσα σου είπε. Αλλά δεν κατάλαβα, τον θεωρείς γνωστό σου; Δεν αξίζει ούτε τον τίτλο του ανθρώπου, όχι του γνωστού σου!" θα συμφωνούσα αν δεν είχα και άλλους γνωστούς που δεν άξιζαν αυτόν τον τίτλο. "Ίσως δεν στο εξήγησα καλά, ήταν επιλογή μου για κάποιο διάστημα να είμαι κοντά του και η ιστορία μας έληξε πολύ πριν σε γνωρίσω! Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας, το θέμα μας είναι ότι τον απείλησες. Μπορώ να μάθω το γιατί;" είχε κάθε λόγο να δείξει τα δόντια του εκείνη την στιγμή, προτίμησε όμως να απαντήσει. "Δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να στο πω ακόμα." Έλεγξα όσο καλύτερα μπορούσα τις αντιδράσεις μου και την φωνή μου. "Νόμιζα πως η συμφωνία μας ήταν επαρκής! Δεν χρειάζεται να μου πεις, μάθε όμως πως δεν τον είχα δει για αρκετό καιρό. Δεν ήθελα να τον δω και αναγκάστηκα να τον συναντήσω σήμερα γιατί εσύ ένιωσες ως καθήκον σου να τον απειλήσεις για κάτι που έγινε ή δεν έγινε πολύ πριν με γνωρίσεις! Πόσο λογικό ακούγεται;" Δεν απάντησε, ίσως απλά να προσπαθούσε να ηρεμήσει. Η φωνή του όταν λίγο αργότερα απάντησε ήταν σπασμένη. "Νόμιζα πως θα ένιωθες καλύτερα." δεν συνέχισε. Η σκέψη της συνάντησης μου με τον Κώστα πυροδότησε την αντίδραση μου. "Θα ένιωθα καλύτερα; Πως ακριβώς γίνεται αυτό; Πως νιώθεις καλύτερα όταν πρέπει να ξαναδείς κάποιον με τον οποίο χώρισες πρόσφατα και όχι με τον καλύτερο τρόπο; Πως να νιώσω καλύτερα όταν μαθαίνω πως, ενώ εγώ σκέφτομαι σοβαρά να προχωρήσω μαζί σου, εσύ αρχίζεις να απειλείς τους πρώην μου; Φίλιππε, ειλικρινά, ήμουν έτοιμη να συμφωνήσω, να προσπαθήσω σκληρά για να είμαστε μαζί. Πλέον όμως δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ όταν καταπατάς την συμφωνία μας και ψάχνεις, το παρελθόν μου για να ανακαλύψεις κάτι που ίσως ποτέ δεν συνέβη. Με συγχωρείς όμως δεν γίνεται. Ακόμα και αν ήμουν έτοιμη να πω ναι, πλέον δεν μπορώ να πω τίποτα." Ένιωσε ότι ήμουν έτοιμη να φύγω και με σταμάτησε, "Δεν έψαξα για να βρω τίποτα. Ήξερα μόνο πως χωρίσατε άσχημα, απλά ήθελα να ξέρει πως δεν είσαι μόνη σου." Έπρεπε να φύγω, "Φίλιππε, ότι έχει, ή δεν έχει γίνει στο παρελθόν μου δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο εκτός από εμένα. Αν κάποια στιγμή θελήσω να μοιραστώ οτιδήποτε μαζί σου θα το κάνω μόνη μου. Τώρα, καλύτερα να πηγαίνω, ελπίζω πως μπορείς να περιμένεις άλλο ένα εικοσιτετράωρο για την απάντηση μου χωρίς άλλες απειλές. Θα είμαι εδώ αύριο την ίδια ώρα με την απάντηση. Μπορείς να περιμένεις;" δεν απάντησε και σηκώθηκα να φύγω. Η απάντηση του ήρθε στην σκέψη μου, "Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Ακόμα και για πάντα, αρκεί να απαντήσεις πως θες να είμαστε μαζί."

    Σταμάτησα αλλά δεν γύρισα πίσω. Χρειάστηκε μεγάλη δύναμη για να φύγω εκείνο το βράδυ από κοντά του, και το έκανα. Έφυγα νιώθοντας τα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια μου. Η πιθανότητα ο Φίλιππος να ήξερε ότι κανένας άλλος δεν θα μάθαινε ποτέ, με πλήγωνε. Εκείνο το βράδυ σχεδόν ήξερα πως ο Φίλιππος είχε μάθει. Είχε μάθει τι είχε γίνει εκείνο το βράδυ στο σπίτι μου, όταν τελείωναν σχεδόν τρία χρόνια κοινής ζωής με τον Κώστα. Στον δρόμο για το σπίτι μου θυμήθηκα όσα έφεραν εκείνο το βράδυ, Όλες τις καλές και τις κακές στιγμές της σχέσης που με έφερε ως εδώ. Είπα πριν πως το προαίσθημα μου με είχε προειδοποιήσει ότι το τέλος μας δεν θα ήταν καλό. Παρόλες τις αμφιβολίες που είχα στην αρχή, εκείνος κατάφερε να με κάνει να νιώσω καλά. Έδιωξε την όποια ανησυχία μου και με έκανε να πιστέψω πως είχα βρεις ότι έψαχνα. Έτσι ήταν ο Κώστας τα πρώτα 2,5 χρόνια. Τώρα ξέρω καλύτερα, ο Κώστας μοιάζει με ένα από τα αρπακτικά αυτού του κόσμου. Ενός αθώου στην αρχή εντόμου που όμως αργότερα δείχνει την πραγματική του ταυτότητα. Για μένα ο Κώστας θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την αράχνη, αν αυτή η παρομοίωση δεν πρόσβαλε τις αράχνες που απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν. Ναι, μοιάζει με την αράχνη - κυνηγό. Την αράχνη που στήνει τον ιστό της, έναν ιστό τόσο λεπτό που γίνεται αόρατος για το θήραμα της, όταν όμως το θύμα παγιδευτεί, εκείνη εμφανίζεται και το σκοτώνει. Η μόνη διαφορά είναι πως η αράχνη παλεύει για την επιβίωση της, εκείνος πάλευε για τον απόλυτο έλεγχο πάνω μου. Έτσι, μετά από 2,5 χρόνια που έμοιαζαν με ότι μπορούσα να φανταστώ και να ζητήσω, όταν άρχισε να σοβαρεύει η σχέση μας άρχισαν και τα πρώτα σημάδια ζήλιας. Έβρισκε παντού αιτίες τσακωμού, έκανε σκηνές ζηλοτυπίας μπροστά σε όλους με ασήμαντες αφορμές. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει από το πως μίλησα στον Κρίστοφερ μέχρι το γιατί φόρεσα εκείνο το t- shirt που είχε λαιμόκοψη V. Τότε πίστευα πως όντως εγώ έκανα τα λάθη, πως είχε δίκιο, και τελικά πείστηκα να συζήσουμε στο σπίτι μου. Τότε, αμέσως μόλις ήρθε άρχισε και το μαρτύριο, οι σκηνές πλέον καθημερινές και η ανασφάλειες του έβρισκαν διέξοδο στην βία. Ώσπου στο πάρτι για τα γενέθλια της Μάριον ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν μπορώ ακόμα και τώρα να καταλάβω τους λόγους που τον έκαναν να ξεκινήσει εκείνο τον καυγά. Είχε πιεί πολύ, και η ασήμαντη αφορμή είχε να κάνει με κάποιο ποτό που δεν του πρόσφερα. Για κάποιον φυσιολογικό άνθρωπο το ότι αρνήθηκα να του φτιάξω ένα ποτό γιατί ήταν ήδη μεθυσμένος, δεν θα έδινε την αφορμή, για καυγά. Αυτό τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Για τον Κώστα ήταν επαρκής δικαιολογία για να φύγουμε πριν καν κοπεί την τούρτα. Περιττό, νομίζω είναι, το να πω τι έγινε στο σπίτι. Το αποτέλεσμα ήταν, να φύγει το ξημέρωμα, με τα ρούχα που φορούσε και εντελώς μεθυσμένος, και να με αφήσει στον καναπέ, πληγωμένη και ντροπιασμένη. Όταν συνήλθα, σύρθηκα, σχεδόν κυριολεκτικά, ως το ντους.

    Το απόγευμα της επομένης, έστειλε έναν κοινό γνωστό μας να πάρει τα πράγματα του και εγώ αγόρασα νέο καναπέ. Κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνο το βράδυ. Όλοι πίστεψαν, και ακόμα το πιστεύουν, πως απλά δεν τα καταφέραμε. Οι κολλητές μου κατάφεραν να μάθουν κάτι παραπάνω, πως ζήλευε παθολογικά, και πως εκείνο το βράδυ απλά δεν άντεξα. Το να πω την αλήθεια δεν ήταν επιλογή. Αρκετά είχα υποφέρει έτσι, το να πω σε όλους τι είχε γίνει, απλά θα με έκανε να υποφέρω ακόμα περισσότερο. Το τέλος όλης της ιστορίας όμως δεν δόθηκε με τον νέο καναπέ, αν και το ήλπιζα. Η τελευταία σελίδα γράφτηκε έναν περίπου μήνα αργότερα σε μια από τις πολλές κλινικές της πόλης χωρίς ποτέ κανείς να το μάθει. Ήταν καλύτερα έτσι, ακόμα το πιστεύω αυτό. Αν και, πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να οραματίζεται πως θα ήταν, τελικά ξέρω πως η απόφαση εκείνη ήταν η μόνη αποδεκτή. Το να πω 'σωστή' θα απαιτούσε να θεωρήσω την άλλη πιθανότητα λανθασμένη, και δεν θα ήμουν εντάξει με εμένα. Έτσι, πήρα μια απόφαση τότε, και με αυτή την απόφαση θα πρέπει να ζήσω, ακόμα και αν με σκοτώνει χίλιες φορές την ήμερα η επίγνωση του αποτελέσματος. Ίσως τελικά να έχουν δίκιο όσοι λένε πως ότι κάνουμε γυρίζει σε μας, εγώ ήδη πληρώνω εκείνη την απόφαση, και θα συνεχίσω να την πληρώνω όσο θα ζω. Το δώρο επεστράφη και ο αποστολέας δεν κάνει δεύτερες αποστολές, τουλάχιστον όχι σε εμένα. Αυτή την ιστορία, που δεν είπα ποτέ σε κανέναν, είχε μάθει ο Φίλιππος. Δεν ξέρω ούτε μου είπε πως, ίσως απλά να έμαθε πως ήμουν με τον Κώστα, ίσως να τον έκανε να του πει. Ακόμα και αν έμαθε μετά από πίεση ή απειλές από τον Κώστα ο πόνος δεν θα καταλάγιαζε. Η σιγουριά του πως θα ήμασταν μαζί με τρόμαζε. Δεν ήθελα να ξέρει την ιστορία εκείνη γιατί απλά δεν την είχα εγώ αποδεχτεί ακόμα. Ακόμα και ο Κώστας δεν ήξερε τίποτα για το ότι παραλίγο θα γινόταν γονιός. Αυτό, δεν θα το μάθαινε ποτέ. Η απόφαση εκείνη με στοιχειώνει ακόμα, και θα συνεχίσει να με στοιχειώνει για πάντα. Οι επιλογές μας, μας κάνουν αυτό που είμαστε και εγώ είμαι μία από τις πολλές γυναίκες που αρνήθηκαν αυτό το δώρο όταν ήρθε απρόσκλητο. Δεν μετανιώνω, απλά αναρωτιέμαι, κάθε μέρα θέτω αυτήν την ερώτηση στον εαυτό μου, <Πως θα ήταν αν...;> και κάθε φορά την σπρώχνω στο πίσω μέρος του μυαλού μου και ξεσπάω στην δουλειά. Γιατί η δουλειά δεν σε αφήνει να σκεφτείς τίποτα άλλο. Και αυτό με έχει βοηθήσει, για τώρα τουλάχιστον.

    Ο Μορφέας και εκείνο το βράδυ με ξέχασε, ήρθε νωρίς το πρωί και με άφησε λίγες ώρες αργότερα. Το όνειρο, ο εφιάλτης, ήταν καινούριος. Δεν ξέρω αν ο Φίλιππος τον είχε στείλει ή αν το υποσυνείδητο, μου έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Ξαναζούσα το βράδυ του χωρισμού, μόνο που την θέση του Κώστα είχε πάρει ο Φίλιππος. Και όσα είχαν γίνει μέσα σε λίγους μήνες γινόταν μέσα σε ελάχιστα λεπτά, το δώρο παρελείφθει και δεν ήταν ανθρώπινο. Ένα μωρό που έμοιαζε αλλά δεν ήταν ανθρώπινο, τόσο λευκό που έμοιαζε διάφανο και με δυσανάλογα μεγάλους κυνόδοντες. Μόλις αντίκρισε τον κόσμο άρχισε να μεγαλώνει, σερ ελάχιστο χρόνο είχε πάρει την μορφή του Ιάσονα και μου είχε επιτεθεί. Ξύπνησα έντρομη ψάχνοντας τον λαιμό και το σώμα μου, όλα ήταν φυσιολογικά, όλα εκτός από τον φόβο που με είχε κυριεύσει. Ήταν μόλις 8:00 το πρωί, είχα κοιμηθεί μόλις τρείς ώρες και δεν ήθελα να ξανακοιμηθώ, φοβόμουν τα όνειρα που ίσως να έβλεπα. Ετοιμάστηκα για να βγω, χρειαζόμουν ήλιο, έπρεπε να βεβαιωθώ πως ήμουν ακόμα εγώ, όταν άκουσα το κουδούνι μου. Άνοιξα ξέροντας πως θα ήταν και πάλι λουλούδια, αυτή την φορά ήταν από τον Φίλιππο, 12 λευκά τριαντάφυλλα με μια κιτρινισμένη κάρτα γραμμένη με κόκκινο μελάνι. "Θα σε περιμένω για όσο χρειαστεί, ακόμα και για πάντα. Συγχώρεσε με για την πρωτοβουλία μου, δεν θα επαναληφθεί ποτέ. Θα σε περιμένω απόψε στις 22:30. Φ." Άφησα τα λουλούδια σε ένα βάζο και έφυγα, δεν άντεχα να μείνω. Ο πρωινός αέρας μου έκανε καλό, πήρα ένα ταξί και πήγα στην παραλία. Κοντά στο νερό βλέπω πιο καθαρά, η διαύγεια της θάλασσας με βοηθάει να καθαρίσω τις σκέψεις μου. Εκεί, καθισμένη στην χοντρή άμμο αποφάσισα τι ακριβώς θα έκανα. Το βράδυ, ο Φίλιππος περίμενε μια απάντηση, και θα την είχε, όμως πριν δοθεί θα ξεκαθαρίζαμε το θέμα του παρελθόντος. Θα μου έλεγε τι ήξερε, και δεν θα μάθαινε τίποτα παραπάνω αν εγώ δεν ήμουν έτοιμη να του πω. Έτσι ήθελα να γίνει, αλλά είναι σπάνιες οι φορές που τα πράγματα στην ζωή μας γίνονται όπως τα θέλουμε, λες και η μοίρα έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Πάντα πίστευα πως εμείς φτιάχνουμε την μοίρα μας, αλλά όσα έγιναν τους τελευταίους μήνες μου έχουν αποδείξει πως το αναπόφευκτο πάντα θα παίζει τον κυριότερο ρόλο στην ζωή μας και πως εμείς δεν έχουμε όσο έλεγχο θα θέλαμε στο πως ζούμε. Οι αποφάσεις μας επηρεάζουν ελάχιστα την πορεία μας, σαν κάτι ανώτερο να έχει χαράξει την γραμμή που θα ακολουθήσουμε.

    Το μεσημέρι έφτασε χωρίς να το καταλάβω, γύρισα στο σπίτι λίγο μετά τις 14:00 χωρίς να περιμένω αυτό που βρήκα. Ένα ακόμα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα, πίστεψα πως ήταν από τον Ιάσονα αλλά έκανα λάθος, είχαν απλά το ίδιο γούστο στα λουλούδια, "Το βράδυ θα είμαστε στο νέο σου στέκι. Η ερώτηση μου συνεχίζει να αναμένει την δική σου απάντηση. Σου αρέσει το κόκκινο χρώμα; Εγώ το λατρεύω, μου θυμίζει το χρώμα του αίματος. Με αγάπη, Στέφανος." Η Μάριον τελείωνε στις 16:00 από το γραφείο, έπρεπε να περιμένω για να της μιλήσω. Κοίταξα τον τηλεφωνητή μου, η Ίρις με είχε πάρει τηλέφωνο λίγα λεπτά πριν μπω στην πολυκατοικία, θα ερχόταν από το σπίτι με πίτσες πριν τις 14:30, δεν είχα να κάνω τίποτα άλλο εκτός από το να περιμένω. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση δεν είχαν τίποτα νέο, οι καθημερινότητα ήταν γεμάτη από ληστείες και φόνους. Κι όμως, υπήρχε κάτι που ως τότε δεν είχα προσέξει, πολλοί είχαν βρει τον θάνατο με παράξενο τρόπο. Πολλά εγκλήματα γινόταν σε διαφορετικά, σκοτεινά, δρομάκια της πόλης. Κάθε φορά το θύμα έμοιαζε να είχε πεθάνει με διαφορετικό τρόπο, τα εγκλήματα συνεχιζόταν και η αστυνομία δεν έβρισκε κανένα στοιχείο που να τα συνδέει, τίποτα πέρα από το σκοτάδι. Όλα όμως είχαν ένα κοινό στοιχείο, κάτι που κανείς δεν είχε σκεφτεί, ή που όλοι ήθελαν να παραβλέψουν. Τα θύματα είχαν χάσει πολύ αίμα, αίμα που δεν υπήρχε στο σημείο του φόνου, και όλα είχαν βαθιά σκισίματα που έφταναν ως τις φλέβες τους. Η δημοσιογράφος περιέγραφε τον τελευταίο φόνο, μόλις το προηγούμενο βράδυ ένα ζευγάρι βρήκε φρικτό θάνατο σε ένα από τα σοκάκια της ανατολικής πλευράς της πόλης. "Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο, είχαν μια κόρη 23 ετών..." έκλεισα την τηλεόραση, η σκηνή του θανάτου τους σχεδόν εμφανίστηκε μπροστά μου. Ήμουν σίγουρη πως ήξερα τον ένοχο, ήλπιζα μόνο να ήταν ο Ιάσονας. Δεν ήθελα να ξέρω ποίος έδινε ζωή στον Φίλιππο, ευχόμουν μόνο να μην ήταν αυτό το ζευγάρι. Το κουδούνι χτύπησε, η Ίρις είχε επιτέλους φτάσει ενώ ένιωθα το στομάχι μου να γουργουρίζει.

    Άνοιξα, μπήκε και καθίσαμε στο σαλόνι ενώ το CD έπαιζε Πυξ - Λαξ, "Λοιπόν, πως πάει;" η ερώτηση της περίμενε απάντηση, μια απάντηση που δεν μπορούσα να δώσω. "Ήρεμα. Εσύ; Απολαμβάνεις τις διακοπές σου;" το βλέμμα της έδειχνε πως περίμενε μια άλλη απάντηση, ήξερα πως δεν θα περίμενε πολύ ακόμα, "Καλά, θα σου πω. Προχωράμε αργά, αλλά προχωράμε." Ήξερε τι εννοούσα, "Ρε Βίκυ! Ο άνθρωπος είναι τρελός για σένα! Σου το έχει αποδείξει, και εσύ ακόμα μένεις στο παρελθόν;" Δεν άντεξα αν και προσπάθησα να συγκρατηθώ, "Δεν μένω εγώ εκεί! Εκείνος ψάχνει χωρίς να μου έχει μιλήσει καν! Δεν είναι ότι δεν θέλω, αλλά δεν γίνεται να ψάχνει έτσι!" Για αρκετά λεπτά δεν μίλησε καμία, μάλλον δεν περίμενε κάτι τέτοιο, "Κατάλαβα. Δεν έδειχνε κάτι τέτοιο όμως! Πως μπορεί να το έκανε;" Αυτή ήταν η ερώτηση της ημέρας. <Πως έμαθε;> "Δεν ξέρω, απόψε πρέπει να μιλήσουμε." Και τώρα η αποκάλυψη, ήξερα πως είχαν ήδη κανονίσει να έρθουν το βράδυ από το μπαρ, εκείνο που δεν ήξερα ήταν η ώρα. "Το βράδυ, θα έρθουμε και εμείς. Ήδη μίλησα με την Μάριον, θα είναι εκεί με τον Κρίστοφερ και μάλλον θα έρθει και ο Στέφανος με την Ζένια. Αλήθεια, πως σου φάνηκε ο Στέφανος; Αν είχα επιλογή δεν θα τον έβαζα στην παρέα!" Τουλάχιστον ήξερε να διαλέγει φίλους, "Συμφωνώ, δεν νομίζω πως είναι κακός, απλά δεν είναι και ότι καλύτερο." Η συζήτηση συνεχίστηκε με αδιάφορα θέματα, ήξερα πως με τον Ερρίκο τα πήγαιναν καλά, όπως και η Έλενα με τον Αλέξανδρο. Ταίριαζαν, ένιωθα πως η Έλενα ήταν ευτυχισμένη για πρώτη, ίσως, φορά στην ζωή της. Ζούσε σε ένα παραμύθι που δεν ήθελε να τελειώσει, δεν θα τέλειωνε, αυτό πίστευα.

    Η Ίρις έφυγε κατά τις 16:00, μισή περίπου ώρα μετά η Μάριον είχε έρθει στο σπίτι μου. "Τι έγινε καλέ; Δεν έπαθε κάτι το σχέδιο του νυφικού, έτσι;" Όχι, το νυφικό είχε αρχίσει ήδη να υλοποιείται, άλλο την απασχολούσε, "Μπορείς να κάνεις ένα καφέ; Έκανα μια κουταμάρα που δεν κατάλαβα." Κάθισε στον καναπέ και έφερα τους καφέδες, "Τι έγινε; Αν είναι για το βράδυ, δεν υπάρχει θέμα! Μου το είπε ήδη η Ίρις, θα σας περιμένουμε εκεί!" μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό. "Δεν είναι μόνο αυτό. Δεν ξέρω πως το κανόνισαν, αλλά θα πάμε για φαγητό στο ιταλικό που πάμε συνήθως στις 20:00 και μετά θα πάμε στο μπαρ. Ο Στέφανος κάλεσε ήδη την Ζένια, και από ότι μου είπε περιμένει και τον Φίλιππο να είναι εκεί, μαζί σου." <Ωραία! μόνο που νυχτώνει μετά τις 21:00> Δεν έδειξα τίποτα, "Μα ο Φίλιππος δεν μπορεί να έρθει απόψε! Είχε την οντισιόν χτες και από όσο ξέρω, έχει ακόμα αρκετή δουλειά με τα βιογραφικά. Αλλά, ούτε και εγώ θα τα καταφέρω, του υποσχέθηκα να τον βοηθήσω με την οντισιόν." Δεν ήθελα να πω πως η ειδοποίηση ήταν της τελευταίας στιγμής γιατί θα θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο, και δεν ήταν. Μάλλον της άρεσε η απάντηση, δεν ήθελε αυτήν την συνάντηση και ήξερα και το γιατί. Η αμηχανία ανάμεσα σε μένα και το Στέφανο, που θα καλυπτόταν εύκολα στο μπαρ, θα ήταν υπερβολικά εμφανής στο εστιατόριο. "Οπότε, θα σας βρούμε στο μπαρ! Κατά τις 23:00 λέω να είμαστε εκεί, θα έχετε τελειώσει;" Χαμογέλασα, "Οπωσδήποτε! Θα σας περιμένουμε, θα είναι όλη η παρέα;" "Δεν νομίζω, η Έλενα και ο Αλέξανδρος θα φύγουν μετά το εστιατόριο. Η Έλενα έχει να τελειώσει την επιμέλεια ενός βιβλίου μέχρι να πάρει την άδεια της και φοβάται πως δεν θα προλάβει. Οπότε, θα είμαστε εμείς, η Ίρις με τον Ερρίκο και ο Στέφανος με την Ζένια. Αν δεν φύγουν και αυτοί νωρίτερα." Το ήλπιζα, αν και ήξερα πως δεν θα γινόταν.

    Το θέμα έπρεπε να αλλάξει, "Λοιπόν; Πως πάει η συγκατοίκηση;" Ο Κρίστοφερ είχε ήδη αναλάβει τα γραφεία της εφημερίδας στην πόλη μας και έμενε με την Μάριον. "Καλά! Τον Οκτώβριο θα γίνει και ο γάμος. Ψάχνεις για φόρεμα, έτσι; Μην το αφήσεις για τελευταία στιγμή!" Ήταν σίγουρη πως εγώ θα ήμουν κουμπάρα, εγώ πάλι δεν ήμουν και τόσο σίγουρη. "Την άλλη βδομάδα που θα έχεις και εσύ άδεια θα πάμε μαζί. Ξέρεις πως δεν έχω και το καλύτερο γούστο στα φορέματα!" Η ώρα πέρασε ήρεμα, λίγο πριν τις 18:00 έφυγε και η Μάριον. Ήμουν κουρασμένη αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ, ξαφνικά ήθελα να φύγω. Πήρα τηλέφωνο τον Λευτέρη, ευτυχώς ήταν ακόμα στο σπίτι του δεν έπιανε δουλειά πριν τις 20:30. Κανονίσαμε να βρεθούμε στην γνωστή καφετέρια στις 18:30, έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον και ο Λευτέρης ήταν ο μόνος που μπορούσα να εμπιστευθώ, ο μόνος που θα καταλάβαινε.

  6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο

    Καθίσαμε σε ένα από τα απομακρυσμένα τραπέζια, με βόλευε γιατί ήταν μακριά από το γκρουπ, και συστηθήκαμε. Ο Στέφανος είχε καθίσει δίπλα στον Κρίστοφερ και απέναντι μου, ενώ δίπλα μου είχα την Μάριον από την μία και τον Φίλιππο από την άλλη πλευρά. Δεν ήταν και η καλύτερη θέση αλλά προσπαθούσα να μην δείξω την ανησυχία μου. Όταν ο Γρηγόρης, ο σερβιτόρος έφερε τα ποτά μας η Μάριον έκανε την ερώτηση που ήξερα πως την 'έτρωγε'. Δεν ήθελα να ρωτήσει αλλά πως ακριβώς της λες πως ο Φίλιππος την ακούει ακόμα και όταν ψιθυρίζει; "Καλά εσύ δεν έλεγες πως δεν ήσουν έτοιμη; Πως έγινε έτσι ξαφνικά;" Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί 'ο άλλος μου εαυτός', κατά κόσμων Φίλιππος, απάντησε πριν καν τελειώσει η ερώτηση, "Είμαι πολύ πειστικός όταν θέλω!" η φωνή του ήταν σαν να μιλούσε μέσα από μέλι, μόνο που ήξερα καλύτερα από το να πιστεύω πως δεν υπήρχαν και μέλισσες κάπου εκεί, η απειλή ήταν καλά κρυμμένη αλλά υπαρκτή. Η Μάριον δεν απάντησε, ήξερα πως προσπαθούσε να κρατήσει τους τύπους, ήταν στον χαρακτήρα της να μην προσβάλει κανέναν. Η σκέψη μου ήταν να φύγω από εκεί αλλά κρατήθηκα, "Έχει όντως πολύ πειστικούς τρόπους." της απάντησα όσο πιο χαλαρά μπορούσα αν και δεν φάνηκε να πείθεται. "Είναι πολύ να σε παρακαλέσω να μην απαντάς για μένα όταν μπορώ και μόνη μου;" είπα γυρίζοντας στον Φίλιππο ενώ χαμογελούσα προσπαθώντας να μην δημιουργήσω σκηνή, ήξερα όμως πως είχε καταλάβει ακόμα και πριν απαντήσει, "Δεν θα ξαναγίνει." Ο Κρίστοφερ συνέχιζε να απολαμβάνει την μουσική καθώς το Lady Starlight έδινε την θέση του στο Nightmares, "Κρίστοφερ; Πως σου φαίνεται το γκρουπ;" δεν ήθελα να μιλήσω στον Στέφανο. Μετά τις ανταλλαγές ονομάτων και χειραψιών προσπαθούσα να μην δώσω στον Φίλιππο την ευκαιρία να στρέψει πάνω του όλη του την προσοχή. Ο Κρίστοφερ από την άλλη ήταν στο φυσικό του περιβάλλον, καλή ροκ μουσική και ατμοσφαιρικός χώρος, "Πολύ καλό! Αλήθεια Φίλιππε, μόνος σου το διακόσμησες; Θα σου κόστισε μια περιουσία!" Ο θαυμασμός ήταν εμφανής, ο Φίλιππός είχε λόγους να χαμογελά. "Σε ευχαριστώ, η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα ήταν οικογενειακά κειμήλια, απλά βρήκα έναν τρόπο να τα χρησιμοποιήσω." Δεν μίλησα μετά από αυτό, άκουγα τους άλλους να συζητάνε και ένιωθα πως κάτι θα γινόταν. Τα τραγούδια συνέχιζαν το μαγικό τους ταξίδι, το Fragile έδινε την σειρά του στο Sweet Dreams και η ώρα κυλούσε, όπως το ποτάμι που βιάζεται να συναντήσει την θάλασσα.

    Δεν κοίταξα το ρολόι μου, ήξερα πως ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα, ήλπιζα πως η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής δεν θα επαληθευόταν, διαψεύστηκα και πάλι όταν έγινε αυτό που δεν ήθελα, ο Φίλιππος ξεκίνησε μια ακόμα συζήτηση. "Στέφανε, αλήθεια πως σου φαίνεται η μουσική;" <Επίτηδες για μένα το έκανε;> ο Στέφανος φάνηκε να ξαφνιάζεται από την προσοχή, "Ε; Δεν είμαι και πολύ του ροκ, είναι καλή αλλά νομίζω πως κάτι λείπει από το γκρουπ." "Τι;" Η ερώτηση του αναμενόμενη, όπως και η απάντηση, "Μια γυναικεία φωνή. Θα βοηθούσε στα φωνητικά και στην ανανέωση του προγράμματος." Ο Φίλιππος χαμογέλασε προσπαθώντας να μην γελάσει, "Ακριβώς σε αυτό διαφώνησε η αγαπητή μου Βίκυ όταν την ρώτησα. Τι να γίνει θα πρέπει να αποφασίσω χωρίς βοήθεια." Δεν απάντησα, ένιωθα κάτι στην ατμόσφαιρα, μια δύναμη που πλανιόταν στον αέρα. Λίγη ώρα αργότερα η Μάριον γύρισε προς το μέρος μου, ίσως το πρόσωπο μου να έδειχνε τι αισθανόμουν, "Τι έχεις εσύ;" η ερώτηση της με έφερε ξανά στην πραγματικότητα, "Τίποτα, κάτι σκεφτόμουν." Χαμογέλασα και γύρισα προς τον Φίλιππο, συνέχιζε την συζήτηση με τον Στέφανό, το ύφος του ήταν άγνωστο για μένα ενώ ο τόνος της φωνής του με τρόμαξε. Ξαφνικά ένιωσα πως δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί, έπρεπε να φύγω, αν έμενα έστω και 5 λεπτά ακόμα θα είχα εκραγεί, σαν το ηφαίστειο που όλοι πιστεύουν σβηστό. "Φίλιππε;" μίλησα αρκετά σιγά ώστε να μην με ακούσει κανείς άλλος, το βλέμμα του έδειξε πως είχε καταλάβει, "Μπορώ να πάω στο γραφείο σου; Μην ανησυχήσεις κανέναν, θα είμαι καλά!" έγνεψε, ήξερα πως αν ήταν στο χέρι του θα ερχόταν μαζί μου και αυτό δεν το ήθελα, ενημέρωσα την Μάριον και έφυγα. Ευχόμουν να μην έρθει κανείς, δεν ήθελα να εξηγήσω τίποτα, δεν μπορούσα ούτε και εγώ να καταλάβω τι είχε γίνει. Πέρασα κοντά από το γκρουπ νιώθοντας την πείνα στο βλέμμα του Ιάσονα, δεν γύρισα προς το μέρος του. Στο γραφείο όλα ήταν όπως το προηγούμενο βράδυ, τα κεριά φώτιζαν τον χώρο δημιουργώντας περισσότερες σκιές.

    Ξάπλωσα στον καναπέ και ο Μορφέας ήρθε χωρίς να το καταλάβω, δεν είχα όνειρα αλλά μια φωνή με φώναζε. Ο Φίλιππος είχε καθίσει κοντά μου και προσπαθούσε να με ξυπνήσει, "Δεν είσαι με τους άλλους;" δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει. "Έχουν φύγει εδώ και μισή ώρα, είναι σχεδόν 4:00 και εσύ κοιμάσαι εδώ και 3 ώρες! Γιατί έφυγες;" όσο προσπαθούσα να καταλάβω τι έλεγε είχα ανασηκωθεί, "Δεν είμαι σίγουρη, όμως κάτι γινόταν. Τι προσπαθούσες να πετύχεις;" Ακόμα προσπαθούσα να κατεβώ από τα φτερά του Ύπνου. "Ξέρω τι εννοείς, και μπορώ να σου ορκιστώ, αν θες πως, εγώ δεν έκανα τίποτα! Ένιωσα ακριβώς ότι και εσύ, δεν ήμουν εγώ ο υπεύθυνος, όπως δεν ήσουν και εσύ." ήταν ειλικρινής. "Τότε ποιός ήταν; Δεν υπάρχει κάποιος από τους άλλους με τέτοια δύναμη! Εκτός ίσως από τον Ιάσονα, που ήταν πολύ μακριά για να καταφέρει κάτι τέτοιο." η αναφορά μου στον Ιάσονα δεν ήταν τυχαία, ήθελα να καταλάβω πόσο τον εμπιστευόταν. "Ο Ιάσονας δεν έκανε τίποτα. Κάποιος άλλος όμως είχε την δύναμη ακόμα και να αντιστέκεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια." Κατάλαβα ποιόν εννοούσε και δεν ήθελα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. "Δεν μπορεί να είναι ο Στέφανος!" Τα άτομα που καταφέρνουν να φτάσουν σε τέτοια υψηλά επίπεδα μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι για τους άλλους, και αν το προαίσθημα μου ήταν σωστό ο μόνος που κινδύνευε ήταν ο Φίλιππος. "Και όμως είναι." Έπρεπε να φύγω, ήθελα να μείνω μόνη για να σκεφτώ, η ανάμνηση όμως όσων έγιναν με σταμάτησε. "Πρέπει να πάω σπίτι, εμείς έχουμε κάποια θέματα να ξεκαθαρίσουμε, μόνο που πρέπει να περιμένουν." Ήμουν έτοιμη να φύγω, "Ξέρω πως δεν ήταν σωστό." το χαμόγελο του έμοιαζε παιδικό, "Φίλιππε, η αίσθηση ιδιοκτησίας σου πάνω μου είναι κάτι που πρέπει να ξεκαθαριστεί αλλά δεν είναι τόσο επείγον! Αυτή την στιγμή προέχουν άλλα, αν ο Στέφανος έχει τέτοια δύναμη, πρέπει να προσέχεις!" "Εντάξει, θα είσαι πιο ήσυχη αν μείνω σήμερα στο διαμέρισμα σου; Εκεί δεν θα μπορεί να μπει κανείς που δεν θα τον αφήσεις εσύ!" Η πρόταση ακουγόταν λογική, "Μην με βάζεις σε πειρασμό!" το αστείο ήταν αναγκαίο, "Θα μου έκανες κακό;" "Αν επαναλάμβανες τα αποψινά, ίσως να μην σου επέτρεπα την είσοδο!" Το χαμόγελο του έδειχνε πως αυτό δεν θα ήταν δυνατό, "Αυτό πλέον δεν γίνεται! Μου έδωσες μια φορά την άδεια σου, μια φορά είναι αρκετή!" Η φωνή του ήταν γεμάτη υπονοούμενα που προσπαθούσα να δείξω ότι δεν καταλάβαινα. "Ε, όλο και κάτι θα βρω. Πάμε τώρα;" Η έκφραση του παιδική, σαν να μην καταλάβαινε, ή να μην ήθελε να καταλάβει, τι γινόταν.

    Στον δρόμο προσπάθησα να ηρεμήσω, στην σκέψη μου στριφογύριζε η ενδεχόμενη απειλή του Στέφανου, έπρεπε να σταματήσω να το σκέφτομαι και ποιός καλύτερος τρόπος από το να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω κάποια βασικά σημεία. "Να σε ρωτήσω κάτι;" η ερώτηση ήρθε αυθόρμητα όταν φτάναμε σχεδόν στην πολυκατοικία μου. "Φυσικά!" η έκφραση του δεν είχε αλλάξει, "Γιατί ήθελες να δείξεις στους άλλους ότι κάτι έχουμε;" <Την στιγμή που εγώ δεν είμαι σίγουρη!> "Μα, δεν είναι προφανές;" συγκράτησα την φωνή μου, "Αρνούμαι να πιστέψω ότι ζήλεψες! Νόμιζα πως είχες περισσότερη αυτοπεποίθηση." Δεν ήθελα να πω αυτό που σκεφτόμουν, <Περισσότερη εμπιστοσύνη σε μένα!> "Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό, ήθελα εσύ να ξέρεις πως νοιώθω." Και εκεί που λες ότι ξεκαθαρίζεις κάτι, μπλέκεται περισσότερο. Φτάσαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας λίγο πριν τις 4:00, τουλάχιστον αυτό έδειχνε το ρολόι μου. Φτάνοντας στον 3ο όροφο, πριν καν φτάσω στην είσοδο του διαμερίσματος ένιωσα πως κάτι δεν ταίριαζε. Μια αίσθηση στον αέρα μου προκαλούσε ανησυχία, "Φίλιππε, φύγε σε παρακαλώ. Πήγαινε κάπου που θα είσαι σίγουρα ασφαλής! Τώρα!" μιλούσα τόσο σιγανά που μόνο εκείνος μπορούσε να με ακούσει. "Μα!" δεν ήθελε να φύγει, ούτε και εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Για την ασφάλεια και των δυο μας έπρεπε να φύγει. "Πήγαινε! Θα σε ειδοποιήσω το βράδυ με τον Λευτέρη, τώρα φύγε!" Έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα, έμεινα μόνη σε έναν άδειο διάδρομο λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα μου. Προχώρησα αργά προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμη, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη ενώ πάντα την κλειδώνω. Μπήκα μέσα ανάβοντας τα φώτα του σαλονιού, σχεδόν όλοι οι διακόπτες είναι δίπλα στην πόρτα, ήταν εκεί, καθόταν στην άσπρη πολυθρόνα που το προηγούμενο βράδυ είχε καθίσει ο Φίλιππος. Άραγε ένιωθε την παρουσία του; Έκλεισα την πόρτα και προχώρησα, δεν ήταν ώρα για φόβο, "Καλησπέρα, δεν θυμάμαι να σε κάλεσα ή να σου έδωσα τα κλειδιά μου, αλλά δεν είμαι αγενής, να σου προσφέρω κάτι; Να σου δείξω την έξοδο ίσως;" Γελούσε, ναι έχω έναν τρόπο να μην ακούγομαι ειρωνική. "Έχεις δίκιο, μπήκα απρόσκλητος και με συγχωρείς, όμως δεν θα φύγω ακόμα." Προχώρησα και κάθισα στον καναπέ, συνέχιζα να είμαι ήρεμη "Προτιμάς να σε βγάλει η αστυνομία τότε;" δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει, "Μα μικρή μου, δεν σε συμφέρει να καλέσεις κανέναν. Πόσο μάλλον την αστυνομία." Προσπέρασα το 'μικρή μου' και συνέχισα, "Πως ξέρεις τι με συμφέρει και τι όχι; Απόψε με είδες πρώτη φορά και καλά -καλά δεν μιλήσαμε!" Το χαμόγελο του είχε εξαφανιστεί, το δικό μου μόλις σχηματιζόταν, "Ξέρω πως ο φίλος σου είναι ένα νυκτόβιο αρπακτικό με ανθρώπινη μορφή! Αλήθεια, πως αντέχεις να σε αγγίζει κάποιος που δολοφονεί συνανθρώπους σου για να τραφεί;" Οι όροι είχαν αντιστραφεί, η οργή του θα τον έσπρωχνε να κάνει κάποιο λάθος, "Ακριβώς όπως πρέπει, υπέροχα! Αν νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι εδώ κάνεις λάθος. Ξέρω τι ψάχνεις αλλά δεν θα το έχεις από εμένα." "Και γιατί όχι;" Συνέχιζα να χαμογελάω, "Γιατί πάρα πολύ απλά δεν το ξέρω!" Φάνηκε να το πιστεύει, "Ίσως να είναι έτσι."

    Και τώρα στην αντεπίθεση, "Είναι ακριβώς έτσι. Και τώρα που έκανες γνωστό το τι ψάχνεις, μπορώ να σε ρωτήσω και εγώ γιατί θες τόσο πολύ έναν θάνατο; Η εκδίκηση ποτέ δεν φέρνει γαλήνη." Ήξερα πως δεν ήταν λόγοι εκδίκησης ή αυτοπροστασίας ήθελα όμως να δω που θα έφτανε. "Δεν είναι θέμα εκδίκησης!" Ήμουν υπερβολικά ήρεμη, ίσως γιατί ήξερα πως δεν ήμουν μόνη. "Το ξέρω, δεν είναι ούτε εκδίκηση, ούτε αυτοπροστασία. Ξέρεις κάτι; Μπορώ να καταλάβω κάποια ένστικτα, ακόμα και τα πλέον ζωώδη που κρύβεις εσύ. Δεν είστε ίδιοι, νομίζεις πως είσαι καλύτερος του αλλά είσαι ακόμα χειρότερος. Είναι διαφορετικό το να σκοτώνεις για τροφή ή για άμυνα. Αυτά είναι ένστικτα επιβίωσης που υπάρχουν σε όλα τα έμβια όντα, ένστικτα πολύ διαφορετικά από την ανάγκη σου να χορτάσεις την ακόρεστη δίψα σου για αίμα. Δεν νομίζεις;" Σηκώθηκα αργά προχωρώντας προς την πόρτα, δεν περίμενα πως θα άντεχε τόσο, "Κοιμήθηκες μαζί του και τώρα τον έχεις ανάγκη! Αυτό δεν είναι;" Δεν το κατάλαβα αυτό αλλά δεν θα ζητούσα και επεξήγηση, είχε ήδη μείνει πολύ! "Το τι κάνω δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο εκτός από εμένα! Τώρα, αν τελειώσαμε θα σε παρακαλούσα να φύγεις! Είναι αργά και θέλω να κοιμηθώ." Πάλευα για να μην χάσω τον έλεγχο καθώς ένιωθα την οργή μου να ξεχειλίζει. "Μια τελευταία προειδοποίηση." Είχα φτάσει στην πόρτα, "Αν είναι μόνο αυτό!" είχε πλησιάσει πολύ, "Κοίτα να ξεκόψεις, δεν θα ήθελα ένα τόσο γλυκό πρόσωπο να πάει χαμένο μόνο και μόνο γιατί," είχε απλώσει το χέρι του προς το μέρος μου, τραβήχτηκα αλλά δεν έκανε πίσω. Έπιασε το σαγόνι μου, αρκετά σφιχτά ώστε να μην μπορώ να τραβηχτώ εύκολα, το πρόσωπο του απέναντι στο δικό μου, τα μάτια του γαλάζιες λίμνες γεμάτες μίσος. Πάλεψα για να μην κάνω κάτι που θα μετάνιωνα, "Γιατί δεν σου έκανε την χάρη;" "Γιατί έκανε λάθος παρέες!" Χαμογελούσα αν και η οργή μου είχε φτάσει πλέον στα όρια, "Ποτέ δεν έκανα λάθος παρέες και δεν σκοπεύω να ξεκινήσω τώρα! Σε παρακαλώ, φύγε από το σπίτι μου. Τώρα!" Πάλευα για να κρατήσω σταθερή την φωνή μου. Όταν έκανε την τελευταία του κίνηση αντέδρασα αυθόρμητα, κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου και το χέρι μου λειτούργησε μόνο του. Ο ήχος με έκανε να ανατριχιάσω, τα δάχτυλα μου πονούσαν καθώς είχαν αφήσει τα αποτυπώματα τους στο μάγουλο του. Δεν μίλησε, έφυγε με το χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο του. Ήξερα πως το χαστούκι δεν θα τελείωνε αλλά θα άρχιζε την ιστορία και προσευχόμουν, κάτι που δεν είχα κάνει για πολύ καιρό, να μην είχε και θύματα.

    Η ώρα είχε πάει σχεδόν 6:00 και ο ήλιος σε λίγο θα ξεκινούσε το ταξίδι του, ένιωθα τον Μορφέα να πλησιάζει και αναρωτιόμουν σε ποιόν προσεύχεσαι για ένα Βαμπίρ. Λίγα λεπτά αργότερα μπορούσα να μάθω από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, ο Φίλιππος είχε επιστρέψει και ήταν καλά. Η έκφραση του δεν είχε αλλάξει από το βράδυ, "Σε λίγο το σαλόνι θα έχει ήλιο, μπορούμε να πάμε κάπου πιο σκοτεινά;" η φωνή του δεν έκρυβε κάτι, τουλάχιστον αυτό έδειχνε. "Μπορώ να αλλάξω πρώτα; Δεν θα κινδυνεύσεις για πέντε λεπτά!" η κρεβατοκάμαρα μου ήταν το μόνο σκοτεινό δωμάτιο, σε αυτό βέβαια βοηθούσαν οι σκούρες κουρτίνες που έμεναν πάντα κλειστές. Πήγα στο δωμάτιο μου, ήμουν ακόμα με το τζίν και το μαύρο μπλουζάκι από το προηγούμενο απόγευμα, έβαλα ότι φορούσα στον ύπνο και πήγα στην κουζίνα, έπρεπε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα και ο καλύτερος τρόπος ήταν πίνοντας καφέ. Γύρισα στο δωμάτιο και τον βρήκα εκεί, είχε ήδη καθίσει στο κρεβάτι, είχε διαλέξει τα 'πόδια' αφήνοντας μου τα μαξιλάρια ως μοναδική επιλογή. Άφησα τον φραπέ στο κομοδίνο και βολεύτηκα στα μαξιλάρια. Δεν είχα κουράγιο για να ξεκινήσω την συζήτηση που ήθελα, ευτυχώς την ξεκίνησε εκείνος. "Ξέρω τι θέλεις να ξεκαθαρίσουμε, όμως πρώτα από όλα επίτρεψε μου να σε ευχαριστήσω για την υπεράσπιση. Ακόμα και ο καλύτερος δικηγόρος δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα!" Κατέβασα το βλέμμα, δεν περίμενα να καταλάβει όσα θα του έλεγα, "Δεν υπερασπιζόμουν εσένα, προσπαθούσα να δικαιολογήσω τις δικές μου αποφάσεις και επιλογές γιατί αν δεν υπάρχουν αυτές οι διαφορές δεν νομίζω πως μπορώ να συνεχίσω." "Δεν χρειάζεται να απολογείσαι για τίποτα! Αν δεν είσαι αληθινή στην καρδιά σου, αν οι επιλογές σου δεν συμβαδίζουν με την ηρεμία της συνείδησης σου, εμείς δεν μπορούμε να είμαστε μαζί." Τον κοίταξα και δεν πίστευα πως το είχε πει ο ίδιος, "Το χαστούκι όμως ελπίζω να μην το δοκιμάσω ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι θα το θυμάται για πολύ καιρό, του άφησες σημάδι ξέρεις." ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω.

    Η συζήτηση που ήθελα μόλις άρχιζε να εξελίσσεται, "Στο χέρι σου είναι! Αν δεν ξανακάνεις τα αποψινά δεν θα υπάρχει κανένας λόγος για επανάληψη." Περίμενα να ακούσω το <Ζητάς πολλά, δεν μπορώ να στα δώσω.> αλλά αντί για αυτό άκουσα το, "Έχεις δίκιο, όμως δεν έγινε τίποτα, και αν στο ζητούσα μπροστά τους θα σε φιλούσα; Δεν νομίζω." Ένας πόντος για τον Φίλιππο, πάμε για τον 2ο! "Δεν θα γινόταν, όπως δεν έγινε! Αν θυμάμαι καλά σου είχα ζητήσει λίγο χρόνο που ακόμα δεν έχει λήξει! Αλλά ας το αφήσουμε." Δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου και είχε ήδη περάσει στο δεύτερο θέμα, άλλος ένας χαμένος πόντος για μένα. "Ωραία, το αφήνουμε αφού ακόμα περιμένω. Το να απαντώ για σένα, δεν θα επαναληφθεί, όμως για πες μου ήταν ωραίο να σε ρωτήσει μπροστά σε όλους;" Δεν υπήρχε τίποτα να πω εκτός από το "Όχι" που είπα, όμως ο τελευταίος πόντος ήταν δικός μου και ήταν τρίποντο. "Εντάξει, να σε ρωτήσω εγώ κάτι τώρα;" η φωνή μου ήταν σταθερή, ίσως ήξερε τι θα έλεγα αλλά δεν έδειξε τίποτα. "Παρακαλώ." πρόσεξα την υφή της φωνής του, τόσο ίδια με το προηγούμενο μόλις ξημέρωμα, "Όταν ερχόμασταν, σήμερα το ξημέρωμα. Σε ρώτησα και είπες πως ήθελες να ξέρω." Δεν ήθελα να συνεχίσω αλλά έπρεπε, αυτό το θέμα θα ξεκαθαριζόταν. "Ναι, και το εννοούσα." το βελούδο της φωνής του άγγιζε το δέρμα μου, "Όμως, είπες και πως, ίσως εγώ να μην κατάλαβα, είπες πως δεν ήταν μόνο ζήλια;" Ήθελα να είχα καταλάβει λάθος, να είχε μείνει στο <Όχι> αλλά δεν ήταν έτσι, "Όχι, καλά κατάλαβες. Αυτό είπα." Ένιωθα την ανησυχία του και δεν ήθελα να συνεχίσω, μόνο που το όλο θέμα θα τελείωνε εκείνο το πρωί, δεν άντεχα περισσότερο. "Μπορείς να μου εξηγήσεις το γιατί δεν με εμπιστεύεσαι; Μήπως σου έδωσα κάποιο λόγο χωρίς να το καταλάβω;" Δεν ήθελα να τον πληγώσω, όμως ούτε και εγώ ήθελα να πληγωθώ. "Όχι, δεν υπήρξε ποτέ αφορμή. Ήσουν πάντα ξεκάθαρη, ποτέ δεν έκανες κάτι. Δεν είναι πως δεν σε εμπιστεύομαι, ξέρω πως δεν παίζεις αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Φοβάμαι ότι θα σε χάσω και αυτό είναι κάτι που το νι8ώθω για πρώτη φορά τους τελευταίους τρείς αιώνες. Δεν θέλω, δεν αντέχω να σε χάσω Βίκυ!" Καταλάβαινα πως ένιωθε και δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι.

    Τον πλησίασα αργά, άγγιξα το πρόσωπο του, κρύο, τα μάτια του κλειστά. "Κοίτα με." του μίλησα απαλά, σαν σε παιδί που έχει πληγωθεί. Είχε δακρύσει, "Θέλω να ξέρεις πως δεν θα με χάσεις. Δεν θα φύγω, όχι όσο νοιώθω καλά. Μόνο που δεν αντέχω την ζήλεια, ίσως κάποια στιγμή να καταφέρω να σου εξηγήσω, για την ώρα δεν μπορώ." Ένιωσα τα δικά μου μάτια να δακρύζουν και η φωνή του με ταξίδεψε, "Δεν θέλω να μάθω, φτάνει να είμαστε μαζί." Κατάλαβα την συνέχεια και γύρισα στα μαξιλάρια μου, δεν ήθελα να εξηγήσω τίποτα, ακόμα και οι αναμνήσεις πονούσαν. Για αρκετή ώρα δεν μίλησε κανείς μας, η σιωπή διακόπηκε από τον ήχο του κουδουνιού. Δεν περίμενα κανέναν, κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο μου είχε πάει σχεδόν 9:00, δεν μπορούσε να ήταν κάποια από τις κοπέλες. Η Ίρις μόλις ξεκινούσε την άδεια της και η Μάριον με την Έλενα θα δούλευαν μέχρι την επόμενη Δευτέρα, τότε θα ξεκινούσαν οι άδειες τους. Το κουδούνι ξαναχτύπησε και πήγα να ανοίξω, κάτι στο βλέμμα του Φίλιππου μου έλεγε πως είχε ξαφνιαστεί περισσότερο και από εμένα. Όταν άνοιξα ο υπάλληλος του ανθοπωλείου από την γειτονιά μου, μου έδωσε ένα μπουκέτο με 12 κόκκινα τριαντάφυλλα, "Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση, το παιδί που ήταν να τα παραδώσει χτες αρρώστησε και δεν καταφέραμε να σας τα παραδώσουμε πιο νωρίς." Κατάφερα να απαντήσω χαμογελώντας πως δεν υπήρχε πρόβλημα και να κλείσω την πόρτα. Δεν κατάλαβα ποιός την είχε στείλει, γύρισα στο δωμάτιο χωρίς να διαβάσω την κάρτα, το ξάφνιασμα ήταν μεγαλύτερο από την περιέργεια. Μόλις είδε τα λουλούδια η έκφραση του άλλαξε, σαν να ήξερε από ποιόν ήταν. Διάβασα την κάρτα δυνατά και του την έδωσα, "Ελπίζω η αποψινή μας συνάντηση να είναι η πρώτη από πολλές. Θα περιμένω με αγωνία την επόμενη επίσκεψη σου στο μπαρ μόνο για να έχω την ευκαιρία να σε δω και να σου αφιερώσω κάποια από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Ι." Την διάβασε χωρίς να αλλάξει έκφραση, "Ο υπάλληλος είπε πως ήταν να παραδοθεί χτες το απόγευμα όπως νομίζω άκουσες ήδη. Τώρα, μπορείς να μου δώσεις ξανά την κάρτα και τα λουλούδια; Θέλω να τα πετάξω." Δεν αντέδρασε, μου έδωσε την ανθοδέσμη και την κάρτα, πήγα στην κουζίνα και τα πέταξα στα σκουπίδια.

    Γύρισα στο δωμάτιο και κουλουριάστηκα ξανά στα μαξιλάρια. Ο Φίλιππος δεν άλλαξε στάση, στο πρόσωπο του υπήρχε η απορία, "Γιατί την πέταξες;" Ήμουν σίγουρη πως η απάντηση που ήθελε να πάρει ήταν πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Μόνο που δεν ήταν η αλήθεια, τουλάχιστον όχι ακόμα. "Γιατί, δεν θέλω να τον ξαναδώ, δεν μπορώ να τον εμπιστευθώ και πάνω από όλα με φοβίζει. Τι άλλο περιμένεις να ακούσεις;" Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει, "Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι, θα έπρεπε ίσως να σου το είχα πει εδώ και μέρες αλλά δεν ήμουν ποτέ έτοιμος." Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να ακούσω αλλά δεν είχα κάτι άλλο να πω, "Σε ακούω." Δεν τον κοίταζα, δεν ήθελα να δω την έκφραση του, "Το βράδυ της Παρασκευής, ξέρω ότι πιστεύεις πως εγώ το ξεκίνησα αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Βλέπεις, εκείνο το βράδυ ένιωσα το δικό σου κάλεσμα πριν έρθω κοντά σου." Ένιωθα πως ήθελε να επικυρώσω όσα έλεγε αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσα να κάνω, "Δεν έκανα κάτι τέτοιο, δεν ξέρω καν τον τρόπο! Σε ένιωσα όταν με κοίταζες, δεν σε κάλεσα! Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο!" "Το κατάλαβα όταν αντιστάθηκες, όταν δεν με κοίταξες αν και πάλευα για να το καταφέρω. Όταν δεν κατάφερα τίποτα, έδωσα την εντολή στην Ίρις. Ήθελα να σιγουρευτώ πως ήσουν εσύ, η κόρη της γυναίκας που είχα γνωρίσει τότε, το κοριτσάκι που είδα όταν γεννήθηκε. Δεν το ξέρεις, όμως εμένα είχες αντικρίσει πρώτο, εγώ σε είχα πάρει αγκαλιά μόλις γεννήθηκες. Αλλά αυτά ανήκουν πια στην ιστορία, το θέμα είναι πως χωρίς να το καταλάβεις, με κάλεσες και ήρθα κοντά σου." Προσπαθούσα να καταλάβω όσα μου είχε μόλις πει, "Ήξερα πως, εσύ τους είχες δώσει αυτή την 'εντολή'. Μόνο που μέχρι τώρα πίστευα πως αν δεις ένα μωρό να γεννιέται το βλέπεις σαν γονιός και δεν αλλάζουν τα συναισθήματα σου με τα χρόνια." Δεν πίστευα πως έκανα λάθος`. "Δεν ξέρω, ίσως για σας, για τους ζωντανούς, να είναι έτσι. Για μένα δεν είναι τόσο απλό, τότε ένιωθα πως θα μπορούσες να είσαι η κόρη που ποτέ δεν θα αποκτήσω, ήσουν ένα νεογέννητο, ανυπεράσπιστο μωράκι. Τώρα όμως, 25 χρόνια μετά όλα είναι διαφορετικά, εσύ πλέον είσαι μια νέα ανεξάρτητη γυναίκα, και εγώ έχω αλλάξει, νοιώθω κάτι άλλο και ας μην φαίνομαι διαφορετικός. Είναι η πρώτη φορά στους τρείς αιώνες που νοιώθω έτσι, είμαι ερωτευμένος μαζί σου Βίκυ, και αυτό δεν θα αλλάξει."

    Η τελευταία κουβέντα που είχα με τον πατέρα - Ευγένιο ήρθε ξανά στην σκέψη μου και όλα, σχεδόν, ξεκαθάρισαν, "Όχι, νομίζω πως κατάλαβα τι εννοείς. Όταν μίλησα με τον πατέρα - Ευγένιο, όταν μου είπε την ιστορία, είπε πως η μητέρα μου του είχε ζητήσει να με μεγαλώσετε μαζί, πως και εσύ το είχες ζητήσει αλλά εκείνος δεν το έκανε. Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε, αν σε είχε εμπιστευθεί τότε δεν θα είχαμε φτάσει εδώ. Τελικά, ίσως η ζωή να έχει τον καλύτερο τρόπο για να φέρνει τα πράγματα στον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν." Χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Ένιωθα τον Μορφέα να πλησιάζει, ήταν ήδη 9:30 και το απόγευμα είχα κανονίσει ήδη να συναντήσω τον Κώστα, χρειαζόμουν ξεκούραση αν ήθελα να τον αντιμετωπίσω για τελευταία φορά. "Κοιμήσου! Θα είμαι εδώ όταν ξυπνήσεις." Χαμογέλασα και ξάπλωσα στα μαξιλάρια νοιώθοντας τον Φίλιππο να με κοιτάζει. Όταν ξύπνησα ήταν ήδη 16:00 και ο Φίλιππος ήταν στην ίδια θέση, "Καλησπέρα. Θα αλλάξω στο μπάνιο, το σαλόνι έχει ήλιο μέχρι το βράδυ." χρειαζόμουν ένα μπάνιο και δεν ήθελα να τον υποχρεώσω να βγει, ένα λάθος που λίγες μέρες μετά ίσως να το πλήρωνα. Μισή ώρα μετά η Μάριον άφηνε μήνυμα στον τηλεφωνητή, θα πήγαιναν στο καφέ στις 18:30. Άφησα τον Φίλιππο στο δωμάτιο με κάποια βιβλία, θα έφευγε μόλις θα έδυε ο ήλιος, το βράδυ θα πήγαινα στο μπαρ κατά τις 22:00 για να 'βοηθήσω στην οντισιόν'. Στις 16:50 έφυγα για το καφέ, είχα βάλει ακριβώς αυτά που μισούσε όσο ήμασταν μαζί. Μια γαλάζια μπλούζα με ένα δελφίνι ζωγραφισμένο, πάντα μισούσε το γαλάζιο, και το τζίν που ποτέ δεν χώνεψε πάνω μου, ήταν πολύ στενό. Τα μαύρα αθλητικά μου ήταν ότι καλύτερο για την περίπτωση που θα έπρεπε να φύγω γρήγορα, αν και δεν πίστευα πως θα χρειαζόταν είχα μάθει πια να είμαι προετοιμασμένη για όλα.

    Στο καφέ με περίμενε όπως είχε πει. Αυτό ήταν έκπληξη, ποτέ δεν ήταν συνεπής σε ότι έλεγε, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε εμένα. Κάθισα απέναντι του χωρίς χαιρετισμούς, στην περίπτωση μας θα ήταν τουλάχιστον υποκρισία. "Λοιπόν; Τι είναι το τόσο σοβαρό που χρειάζεται να μιλήσουμε;" όσο λιγότερο έμενα κοντά του τόσο το καλύτερο. "Ήθελα, να σου ζητήσω συγγνώμη για ότι έγινε." δεν αντέδρασα όπως ήθελα, κρατήθηκα. "Τι ακριβώς συμβαίνει Κώστα; Δεν πιστεύω πως ήθελες απλά να μου ζητήσεις συγγνώμη!" Κατέβασε το κεφάλι σαν να τον είχαν μόλις χτυπήσει. Δεν θα κατάφερνε τίποτα με το πληγωμένο ύφος που κάποτε με έκανε να νιώθω τύψεις. Ίσως δεν είχε καταλάβει ακόμα πόσο πολύ είχα αλλάξει από τότε που ήμασταν μαζί. Όταν κατάλαβε πως δεν θα κατάφερνε να αποφύγει την ερώτηση απάντησε. "Είναι που, κάποιος με απειλεί. Ίσως δεν τον γνωρίζεις, αυτός όμως σε ξέρει." Ωραία, ο Κώστας που ήξερα εμφανίστηκε ξανά, ήξερα πως έλεγε την αλήθεια, κάποιος τον απειλούσε, η αντίδραση του ήταν κλασική, όταν φοβόταν κατέφευγε στον οίκτο των άλλων. Η υποψία για το πρόσωπο εκείνου που τον είχε φέρει ως εδώ έπαιρνε σχήμα στην σκέψη μου, "Ποιός σε απειλεί;" η απάντηση του ήταν απόλυτα αυθόρμητη, φυσική. "Κάποιος Φίλιππος, δεν τον ξέρω. Τον είδα την Κυριακή το βράδυ στον δρόμο για πρώτη φορά. Δεν μπορώ να καταλάβω πως με βρήκε. Τον γνωρίζεις;" Το να αρνηθώ την οποιαδήποτε σχέση μου με τον Φίλιππο ίσως να τον καθησύχαζε, και εγώ ήθελα να πληγωθεί, έστω και μόνο από τον φόβο του. "Τον γνωρίζω, όμως δεν έχω αναφερθεί ποτέ σε σένα. Το πως σε βρήκε και το γιατί σε απείλησε θα πρέπει να το μάθεις από τον ίδιο. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με ότι έγινε μεταξύ σας." <Και κάπου εδώ φεύγουμε> "Έχεις δίκιο, μου είπε πως δεν έμαθε τίποτα από σένα. Πάντως, ειλικρινά ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη." Ναι, και εγώ το πίστεψα. "Κοίτα, ότι έγινε, δεν σβήνεται. Το μόνο που θέλω είναι να μην σε ξαναδώ ποτέ στην ζωή μου. Και στην κηδεία μου ακόμα, φρόντισε να μην έρθεις γιατί έχεις τον λόγο μου πως θα σε στοιχειώνω κάθε βράδυ στα όνειρα σου!" Σηκώθηκα και έφυγα χωρίς να τον κοιτάξω, μια ακόμα ψυχοφθόρα συνάντηση είχε τελειώσει.

  7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

    Ανασηκώθηκα, ήμουν απέναντι του και ένιωθα πως έπρεπε να τον ρωτήσω, ίσως να μπορούσε να μου πει. "Ίσως σου ζητάω πολλά όμως, είμαι σίγουρη πως ξέρεις. Τι σχέση είχαν;" Η έκφραση του μου έδειξε πως δεν θα μου έλεγε, δεν ήθελα να νιώθει υποχρεωμένος να μου πει κάτι που δεν μπορούσε, "Σε πίεσα πολύ! Ξέχασε το! Άλλωστε, θα τον δω αύριο." Δεν κατάλαβα πως μια απλή αναφορά στην αυριανή μου συνάντηση με τον Πατέρα - Ευγένιο τον έκανε να αντιδράσει έτσι. Η οργή του έτρεχε σαν παγωμένο νερό στην πλάτη μου, ανατρίχιασα καθώς ο φόβος που είχε σχεδόν εξαφανιστεί μέχρι εκείνη την στιγμή επέστρεψε ακόμα πιο δυνατός, "Θα τον δεις; Μετά από όσα έγιναν θες να τον δεις;" Η φωνή μου ήταν ψίθυρος, με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυα που ήδη είχαν ανέβει, "Το ίδιο θα μου και εκείνος αύριο, ακριβώς το ίδιο γιατί, θέλω να σε ξαναδώ." Είχα απομακρυνθεί όσο μπορούσα και αυτό ήταν ελάχιστα, από το κέντρο το καναπέ είχα επιστρέψει στην γωνία. Φοβόμουν αν και όχι τον ίδιο τον Φίλιππο, οι αντιδράσεις του ήταν εκείνες που με τρόμαζαν, δεν ήμουν σίγουρη ότι θα καταλάβαινε και δεν ήμουν σίγουρη αν θα μπορούσα να το εξηγήσω. "Συγγνώμη! Αντέδρασα υπερβολικά και δεν έπρεπε." η φωνή του ήταν ήρεμη, δεν ήξερα όμως αν ο ίδιος ήταν ήρεμος. Η φωνή μου δεν είχε επανακτήσει ακόμα τον κανονικό της τόνο, "Δεν ξέρω τι είδους σχέσεις είχατε ή έχετε, και δεν θέλω να μάθω! Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι πως δεν πρόκειται να μην τον ξαναδώ γιατί το θες εσύ και αποκλείεται να μην σε ξαναδώ γιατί θα το θέλει εκείνος! Έτσι και αλλιώς, θα χρειαστώ βοήθεια για να την καθαρίσω!" Με κοίταξε μετανιωμένος, δεν ήξερα γιατί μετάνιωνε, "Ναι, δεν μπορώ να σε βοηθήσω εγώ σ' αυτό. Αν και, θέλω." Άθελα μου χαμογέλασα, αν και η σκέψη θα έπρεπε να με τρομάζει <Προς ποιά κατεύθυνση θα με βοηθούσες Φίλιππε;> είδε το χαμόγελο και η αντίδραση του ήταν αναμενόμενη, "Τι είναι τόσο αστείο στην όλη κατάσταση;" Είχε ήδη εκνευριστεί, αλλά δεν ήθελα να δω πως θα αντιδρούσε θυμωμένος. "Με συγχωρείς. Δεν είναι αστείο το ξέρω, σκέψου το σαν τρόπο άμυνας, όταν φοβάσαι ψάχνεις για κάτι αστείο για να ξεγελάσεις τον φόβο σου."

    Και η σκηνή που δεν ήθελα μόλις έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά μου, ο Φίλιππος κατηγορούσε τον εαυτό του. "Ξέρω πως εγώ." δεν τον άφησα να τελειώσει, έπρεπε να εξηγήσω, "Όχι! Δεν σε φοβάμαι, όχι σε τέτοιο σημείο. Απλά, δεν ξέρω πως μπορεί να αντιδράσεις σε ότι πω και δεν θέλω να φύγεις απόψε! Το θέμα είναι πως, δεν θέλω να σε εκνευρίσω σε σημείο να μην μπορείς να συγκρατήσεις τις αντιδράσεις σου." Δεν τον κοιτούσα, βρέθηκε κοντά μου με το χέρι του στον αυχένα μου. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η καταπραϋντική ζέστη της παλάμης του με είχε ηρεμήσει, "Δεν θα φύγω, όχι πριν κοιμηθείς! Αλλά και τότε αν με θες, θα μείνω." Είχα ακουμπήσει σχεδόν πάνω του, ο Μορφέας είχε έρθει και η νέα μέρα σε λιγότερο από 1 ώρα θα έκανε την παρουσία της αισθητή. "Φίλιππε, είναι ήδη αργά, πρέπει να φύγεις." Ένιωθα την απογοήτευση του, "Θέλεις να φύγω;" Είχα ανασηκωθεί και τον κοίταζα, "Δεν 'θέλω' να φύγεις, 'πρέπει' να φύγεις, είναι ήδη 5:30 και σε λίγο θα βγει ο ήλιος. Θέλω να μείνεις, αλλά πολύ περισσότερο θέλω να είσαι ασφαλής!" Όταν κατάλαβε πως ήμουν αποφασισμένη, έκανε την κίνηση του. "Πάμε να ξαπλώσεις." Με πήρε σχεδόν από το χέρι, κάθισα στο κρεβάτι και περίμενα να μάθω τι σκεφτόταν, δεν άργησε πολύ, "Θα σε πειράξει να μείνω εδώ;" Ήμουν πολύ κουρασμένη για να προσπαθήσω να καταλάβω, "Τι εννοείς εδώ;". "Σε αυτό το δωμάτιο. Το παράθυρο είναι στον Νότο και οι κουρτίνες τόσο σκούρες που και το μεσημέρι μοιάζει με βράδυ! Λοιπόν; Μπορώ να μείνω εδώ για σήμερα;" Η προσφορά ήταν καλή, άλλωστε αυτός θα ρίσκαρε περισσότερα από ότι εγώ, έτσι νόμιζα. "Αν είσαι σίγουρος, φυσικά! Να σου στρώσω μια κουβέρτα;" Γέλασε σιγανά, "Μετά από 3 αιώνες ύπνου σε σκέτο ξύλο θα μου φανεί παράξενο να ξαπλώσω σε κουβέρτα! Θα είμαι μια χαρά, ξάπλωσε τώρα." Ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι.

    Ήμουν έτοιμη να πω <Μάλιστα> όταν κάτι άλλο βγήκε από τα χείλη μου. Κάτι που ούτε εγώ δεν περίμενα, "Μπορώ να, σε φιλήσω;" Ανασηκώθηκε και με κοίταξε έκπληκτος, "Είσαι σίγουρη;" Έγνεψα και ένιωσα τα χέρια του να αγκαλιάζουν το πρόσωπο μου απαλά, ζεστά, τα χείλη του μεταξένια. Είχα ακουμπήσει τα χέρια μου στους ώμους του και προσπάθησα να τον τραβήξω προς το μέρος μου, το μόνο που κατάφερα φυσικά ήταν να τραβηχτεί και να με κοιτάξει έκπληκτος. "Τι κάνεις;" Δεν έδωσα σημασία στο σοκ του, "Αυτό που αφήσαμε πριν στην μέση." αν κάποιος μου έλεγε το προηγούμενο βράδυ πως θα το έλεγα εγώ αυτό, θα τον περνούσα για τρελό, κι όμως κάποιες φορές συμβαίνουν τα πιο τρελά πράγματα όταν δεν τα περιμένεις. Με έσπρωξε απαλά για να ξαπλώσω και κάθισε δίπλα μου, "Πίστεψε με πως θα το μετανιώσεις! Τώρα, είσαι κουρασμένη, κοιμήσου και αύριο θα το συζητήσουμε." Δεν προσπάθησα να φέρω αντιρρήσεις, ήξερα πως θα 'απειλούσε' να φύγει και αυτό δεν το ήθελα, "Εντάξει, θα μιλήσουμε αύριο. Καληνύχτα." Χαμογέλασε στην απάντηση μου και έμεινε να με κοιτάζει. Εκείνο το ξημέρωμα δεν ονειρεύτηκα αν και το ήθελα. Ξύπνησα λίγο μετά το μεσημέρι, δεν υπήρχε κανένα ίχνος του, η πρώτη σκέψη ήταν <Έφυγε, μου είπε πως δεν θα έφευγε.> είχα την αίσθηση πως κάτι είχε γίνει, κάτι που τον είχε κάνει να φύγει. Κάτι που είχα κάνει εγώ, αλλά που δεν μπορούσα να θυμηθώ. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό, το πλέον αναγκαίο και επείγον ήταν το τηλεφώνημα στον Πατέρα - Ευγένιο, του είπα περιληπτικά τι είχε γίνει, "Μην ανησυχείς, δεν θα πάθεις τίποτα! Θα είμαι εκεί σε 10' με αρκετό αγιασμό." Πήγα στην κουζίνα για να κάνω καφέ, τίποτα καλύτερο για ξύπνημα, όταν είδα το σημείωμα, "Δεν έφυγα, δεν μπορούσα να φύγω όταν κοιμήθηκες. Μην ψάξεις για να με βρεις, δεν θα σε αφήσω. Η μνήμη σου θα επανέλθει, προσπάθησα να την σβήσω, αλλά είσαι πολύ δυνατή για αυτό. Θα δεις σύντομα πως θα ήταν λάθος. Μην νιώσεις ενοχές γιατί δεν έφταιγες! Θα σε περιμένω στις 22:30 στο μπαρ, αν θες έλα να μιλήσουμε. Φ." Δεν είχα τον χρόνο για να σκεφτώ που θα μπορούσε να ήταν, ο Πατέρας - Ευγένιος θα ήταν εκεί σε λίγα λεπτά. Έκρυψα το σημείωμα μαζί με τα άλλα και έφτιαξα τον καφέ.

    Πέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι, ο επισκέπτης μου μόλις είχε έρθει. Του άνοιξα και η πρώτη του κουβέντα ήταν, "Πάμε στο μπάνιο!", δεν πρόλαβα να πω ούτε "Καλησπέρα". Μισή περίπου ώρα αργότερα είχε τελειώσει, "Φαίνεται να έχει κλείσει, πρέπει όμως να κάνουμε μια δοκιμή ακόμα." Κατάλαβα τι θα έκανε και περίμενα να νιώσω το καυτό μέταλλο του ασημένιου του σταυρού στο δέρμα μου, αντί για αυτό όμως καλωσόρισα την κρύα αίσθηση του μετάλλου. "Ωραία! Είσαι έτοιμη, τώρα μπορείς να σηκωθείς;" δεν νομίζω πως περίμενε απάντηση, απλά σηκώθηκα όσο πιο σταθερά μπορούσα και πήγα στην κουζίνα. Έβαλα άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για τον καθένα μας και κάθισα σε μια καρέκλα. Ο Πατέρας - Ευγένιος είχε ήδη καθίσει απέναντι μου, χαμογελούσε αχνά και ήξερα πως δεν ήταν για να μου δώσει κουράγιο. "Δεν είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Τώρα πες μου, τι ακριβώς έγινε χτες βράδυ;" Ήξερα ήδη πως δεν ήταν μεγάλη η δαγκωματιά και του είχα πει τα περισσότερα από όσα είχαν γίνει λίγες ώρες πριν. Όσα μπορούσα να του πω, όσα μπορούσα να θυμηθώ, "Σας είπα ήδη τι έγινε, δεν υπάρχει κάτι άλλο." Το πρόσωπο του είχε σοβαρέψει απότομα, όπως όταν περίμενε να ομολογήσω πως εγώ είχα σπάσει εκείνο το τζάμι τότε, όταν ήμουν γύρω στα 12. Όμως αυτό ήταν ακόμα πιο σοβαρό από το σπασμένο τζάμι και εγώ δεν θυμόμουν τι είχε γίνει για να ομολογήσω, "Βασιλική, είμαι σίγουρος πως υπάρχει και κάτι άλλο! Κάτι που ίσως συνέβη μετά το δάγκωμα;" Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, πως ήταν τόσο σίγουρος πως υπήρχε κάτι άλλο όταν εγώ δεν θυμόμουν τίποτα άλλο;

    Ήμουν έτοιμη να αντιτάξω πως, δεν υπήρχε κάτι άλλο, πως είχα ήδη περάσει πολλά και πως εκείνος μου χρωστούσε εξηγήσεις και όχι το ανάποδο, όταν κάτι άστραψε στο μυαλό μου, μια σκηνή που δεν μπορούσε να είναι εκεί, ο Φίλιππος με είχε φιλήσει και του το είχα ζητήσει εγώ. Κάτι ακόμα είχε γίνει αλλά ακόμα δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, "Ναι, κάτι έγινε! Μόνο που δεν μπορώ να το θυμηθώ. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τι έγινε και πότε." Με σταμάτησε πριν καν προσπαθήσω να κάνω τον εαυτό μου να θυμηθεί, "Μην πιέζεσαι! Κατάλαβα τι έγινε, θα θυμηθείς σε λίγες ώρες χωρίς να πιέσεις τον εαυτό σου. Το μόνο που πρέπει να θυμάσαι είναι πως, δεν ήταν δική σου αντίδραση. Ήταν μέσα στις παρενέργειες από το δάγκωμα. Τελικά από ότι φαίνεται είναι καλός, αν και Βρυκόλακας," Προσπάθησε να χαμογελάσει στην τελευταία του φράση, δεν κατάφερε τίποτα πέρα από μια γκριμάτσα που είχα να δω από τότε που ήμουν στο δημοτικό. Ήταν η γκριμάτσα που έκανε όταν έπρεπε να πει κάτι που δεν ήθελε, τα χείλη του έπαιρναν μια έκφραση, σαν να δοκίμαζε συγχρόνως κάτι ξινό και πικρό. Η έκφραση αυτή πάντα με έκανε να γελάω, αυτή την φορά όμως προσπάθησα να συγκρατηθώ. Η σειρά των δικών μου ερωτήσεων είχε φτάσει και χρειαζόμουν όσο κουράγιο διέθετα για να ρωτήσω αλλά και για να ακούσω τις απαντήσεις που θα μου έδινε. "Τώρα, πρέπει να σας ρωτήσω εγώ κάποια πράγματα." Είχα αντέξει το μαρτύριο του αγιασμού, θα άντεχα και κάποιες απαντήσεις. Έπρεπε να αντέξω! "Έχεις δίκιο, πρέπει να σου μιλήσω για πράγματα που ποτέ δεν ήμουν έτοιμος να εξομολογηθώ. Ούτε και τώρα είμαι έτοιμος, όμως πρέπει να μάθεις." Περίμενα να ξεκινήσει, πέντε λεπτά όμως αργότερα κατάλαβα πως εγώ είχα το δύσκολο έργο των ερωτήσεων, "Ξέρετε πως μπαίνω κατευθείαν στο θέμα και αυτό θα κάνω και τώρα. Τι σχέσεις είχατε με την μητέρα μου;" Η έκπληξη του εμφανής, "Δεν θα σε ρωτήσω πως ξέρεις, ο Φίλιππος κατά πάσα πιθανότητα σου είπε την δική του πλευρά. Τώρα πρέπει να σου εξηγήσω τις δικές μου αποφάσεις. Λοιπόν, ήμουν ο πνευματικός της για πάνω από 10 χρόνια, την πάντρεψα και σε βάφτισα. Δεν υπήρξε ποτέ καμία άλλη σχέση μεταξύ μας, ήταν πιστή σε εκείνον που αγαπούσε και, ίσως και για αυτό, να την αγαπούσα και εγώ. Ξέρεις, θέλουμε περισσότερο αυτό που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε."

    Σταμάτησε δίνοντας μου τον χρόνο που χρειαζόμουν για να καταλάβω όσα μου είχε πει, για να βρω το θάρρος για την επόμενη ερώτηση. "Εκείνη με έδωσε σε εσάς;" η συγκεκριμένη ερώτηση θα έδινε την απάντηση σε όλα τα ερωτηματικά που με βασάνιζαν όλα αυτά τα χρόνια, το ήξερε και δεν καθυστέρησε να απαντήσει. "Ναι, είχε καταβληθεί υπερβολικά από τις ταλαιπωρίες. Ο πατέρας σου είχε σκοτωθεί ήδη σε τροχαίο, εκείνη ήταν μόλις στον 7ο μήνα της κύησης όταν γέννησε. Ήταν ήδη καταπονημένη, όταν ένιωσε τον θάνατο να πλησιάζει σε παρέδωσε σε μένα, τα τελευταία της λόγια ήταν να σε μεγαλώσω μαζί με τον Φίλιππο. Όταν τον συνάντησα για πρώτη και τελευταία φορά μου το ζήτησε και ο ίδιος, ήθελε να βοηθήσει στο μεγάλωμα σου. Μόνο που δεν μπορούσα να τον εμπιστευθώ, πως μπορείς να εμπιστευθείς έναν Βρυκόλακα; Έτσι αρνήθηκα, αρνήθηκα τότε, και τώρα φτάσαμε εδώ. Τελοσπάντων, αυτά είναι πολύ παλιά για σένα. Το μόνο για το οποίο μπορείς να είσαι σίγουρη είναι πως σε λάτρευε και πως αν σε έβλεπε τώρα θα ήταν περήφανη για σένα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο για να σου πω. Εκτός αν θες εσύ να με ρωτήσεις κάτι." δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Μόνο που χρειαζόμουν χρόνο, όσα μου είχε μόλις πει τριγυρνούσαν σκόρπια στην σκέψη μου. "Δεν υπάρχει κάτι άλλο." δεν μπορούσα να πω τίποτα άλλο. "Κι όμως, υπάρχει κάτι ακόμα. Θέλω να ξέρεις πως δεν θα σου ζητήσω να μην τον ξαναδείς γιατί ξέρω πως δεν θα το κάνεις. Προτιμώ να αποφασίσεις μόνη σου σε αυτό το θέμα. Μόνο, να προσέχεις τον εαυτό σου και να ξέρεις πως θα είμαι πάντα κοντά σου, σε ότι εσύ αποφασίσεις." Είχε ήδη σηκωθεί, ξαφνικά ο χώρος έμοιαζε πιο μικρός από όσο πραγματικά ήταν. Δεν μίλησα, η τελευταία λέξη ήταν δική του, "Και τώρα με συγχωρείς, έχει πάει σχεδόν 17:οο και τα παιδιά θα με περιμένουν! Θα είσαι εντάξει, δεν θα υπάρξουν άλλες παρενέργειες. Υποσχέσου μου μόνο πως θα κάνεις ότι προστάξει η καρδιά σου. Αν την ακούς, θα είμαι ήσυχος και εσύ ευτυχισμένη. Λοιπόν; Να είμαι ήσυχος;" Δεν εμπιστευόμουν την φωνή μου, έγνεψα απλά και ένιωσα το χαμόγελο του να με τυλίγει, "Αυτό ήταν λοιπόν, η αποστολή μου εδώ τελείωσε. Καλό σου απόγευμα Βίκυ, και να προσέχεις."

    Σήκωσα το βλέμμα μου προς το μέρος του, ήταν η πρώτη φορά στα 25 χρόνια που με φώναζε 'Βίκυ'. Το κατάλαβε και ο ίδιος γιατί γύρισε προς το μέρος μου, "Πλέον ξέρω πως δεν θα είσαι ποτέ ίδια με την μητέρα σου. Καιρός είναι λοιπόν να αρχίσω να φωνάζω με το όνομα που εσύ διάλεξες για τον εαυτό σου. Τι λες και εσύ Βίκυ; Ναι, ακούγεται σαν να φτιάχτηκε ειδικά για σένα." Χαμογέλασε και έφυγε αθόρυβα όπως πάντα, αφήνοντας με σε ένα, σχεδόν, άδειο σπίτι με τις σκέψεις μου. Ένα τυχαίο βλέμμα στο ρολόι του απέναντι τοίχου και η σκέψη της Μάριον έκανε την εμφάνιση της. Ήταν ήδη 18:00, ίσως να είχα ήδη αργήσει. Ετοιμάστηκα γρήγορα και έφυγα, ήξερα πως ο Φίλιππος θα έφευγε μετά την δύση. Θα τον έβρισκα στο μπαρ λίγες μόλις ώρες αργότερα. Στις 18:30 ήμασταν στο μπαλκόνι της, με έναν παγωμένο χυμό στο τραπεζάκι δίπλα μου και την Μάριον όρθια μπροστά μου να μου δείχνει, κατενθουσιασμένη, για χιλιοστή φορά το 'ονειρεμένο' μονόπετρο που της είχε δώσει το προηγούμενο βράδυ ο Κρίστοφερ. Τελικά η προαγωγή είχε έρθει μαζί με την μετάθεση στην πόλη μας μόλις την προηγούμενη μέρα και αν υπήρχε ζευγάρι που να του αξίζει όλη αυτή η ευτυχία αυτό ήταν σίγουρα ο Κρίστοφερ και η Μάριον. "Σε τρείς μήνες θα είμαστε και επίσημα ζευγάρι! Μπορείς να το πιστέψεις; Σε μόλις τρείς μήνες!" Το πρώτο δεκαπεντάλεπτο δεν έλεγε τίποτα άλλο, στο επόμενο πρέπει να πω πως είχε ηρεμήσει κάπως, "Λοιπόν; Δεν θα πεις όχι έ; Θα είσαι η κουμπάρα! Μην τολμήσεις να πεις όχι!" Την έβλεπα να χοροπηδάει σχεδόν γύρω - γύρω και προσπαθούσα να καταλάβω τι έλεγε, όταν κάθισε απέναντι μου το επανέλαβε κάπως πιο σταθερά και κατάφερα ακόμα και να της απαντήσω! "Δεν θα πω όχι! Αλλά είσαι σίγουρη πως ο Κρίστοφερ δεν θα έχει ήδη κανονίσει με κάποιον φίλο του;" Το βλέμμα της μου έδωσε να καταλάβω πως η απάντηση δεν θα μου άρεσε, "Μα, θα έχουμε και κουμπάρο! Ο Στέφανος είναι φίλος του Κρίστοφερ από την εφημερίδα, πήρανε μαζί μετάθεση και ήδη δέχτηκε να είναι κουμπάρος μας. Το καλύτερο όμως δεν στο είπα ακόμα, είναι μελαχρινός, στο στυλ σου και ελεύθερος! Τι λες; Υπάρχει περίπτωση να έχουμε σύντομα και δεύτερο γάμο στην παρέα μας;" Χαμογέλασα ενώ αναρωτιόμουν μόνη μου τι θα έλεγε ο Φίλιππος αν το άκουγε. Εκείνος ήταν ανοιχτόχρωμος, τα μαλλιά του πυρόξανθα, έπεφταν με φυσικές μπούκλες, που θα ζήλευε ακόμα και η Μάριον, στους ώμους του. Ενώ το σχεδόν πορσελάνινο δέρμα του τονιζόταν ακόμα περισσότερο από τα σκούρα μπλουζάκια και πουκάμισα που φορούσε. Όχι, σίγουρα δεν ήταν κάποιος που θα πρόσεχα υπό κανονικές συνθήκες. Μόνο που οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές και ο Φίλιππος ίσως να ήταν εκείνος που θα έδινα τα πάντα.

    Από το 'ονείρεμα' με επανέφερε η φωνή της Μάριον, πάντα με επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα, "Βίκυ; Που τρέχεις;" Χαμογέλασα προσπαθώντας να μην δείξω τίποτα, "Πουθενά! Απλώς σκεφτόμουν πως, ίσως να, υπάρχει κάτι. Άστο. Εσείς πότε λέτε να κάνετε το άλμα επί κοντώ;" Ήλπιζα πως θα ξεχνούσε ότι είπα με την ερώτηση, η τύχη μου όμως με είχε εγκαταλείψει. "Στα μέσα του Οκτώβρη. Αλλά, άκουσα καλά; Τι υπάρχει και δεν μου έχεις πει τίποτα; Πες τα όλα γιατί θα σε κάνω να τα πεις!" Ωραία! Και τώρα τι λες; <Είναι τέλειος, αλλά είναι Βρυκόλακας.>; Όχι, δεν το λες. Λες όσα λιγότερα μπορείς, "Ε, καλά δεν είναι και σοβαρό. Καλά - καλά δεν είμαι σίγουρη ότι υπάρχει, θα δείξει." Η επόμενη ατάκα είναι κλασική, "Καλά, αλλά θα μου τον γνωρίσεις!" <Στην επόμενη σου ζωή ίσως!> η συνέχεια θα μου άρεσε ακόμα λιγότερο. "Α! Παραλίγο να το ξεχάσω, κανονίσαμε να βγούμε όλοι μαζί απόψε. Θα είναι η παρέα και θα έρθει και ο Στέφανος, δεν θα λείπεις εσύ!" Η βόμβα είχε ήδη ενεργοποιηθεί, η έκρηξη θα ερχόταν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. "Θα δούμε. Που θα πάτε; Ίσως έρθω αργότερα.". "Στο μπαρ του Ερρίκου και του Αλέξανδρου, που πήγατε με την Ίρις στα γενέθλια της. Από τα λίγα που μου είπε, σου άρεσε και μάλλον θα αρέσει και στον Κρίστοφερ. Τι; Υπάρχει πρόβλημα;" Τόσο πολύ το έδειχνα; Μάλλον. "Ένα μικρό, αλλά νομίζω πως θα είναι εντάξει. Ο τρίτος ιδιοκτήτης είναι κάπως γνωστός μου." Είναι πολύ έξυπνη για να μην καταλάβει τι εννοούσα, "Μη μου πεις πως, είστε μαζί; Κάτσε, ας έρθει και αυτός!" Ακουγόταν πιο εύκολο από ότι ήταν. "Εντάξει. Αλλά ο Στέφανος; Θα είμαστε όλοι ζευγάρια και αυτός θα είναι μόνος του; Τουλάχιστον, αν μπορούσε να έρθει άλλη μια κοπέλα από το γραφείο; Γιατί δεν το λες στην Ζένια;" Δουλεύουν μαζί στο περιοδικό, η Ζένια είναι από τα άτομα που μιλάνε πολύ. Δεν είναι κακιά, απλά μιλάει πολύ και για πράγματα που δεν την αφορούν. "Είχε ήδη κανονίσει για απόψε. Κάτι θα βρω, έτσι και αλλιώς δεν θα είμαστε εκεί πριν τις 23:00." Τουλάχιστον θα είχα μισή ώρα για να προσπαθήσω να του εξηγήσω. Κοίταξα ενστικτωδώς το ρολόι μου, ήταν ήδη 20:15 έπρεπε να φύγω αν δεν ήθελα να αργήσω. "Θα σας περιμένω εκεί, με τον Φίλιππο. Δεν νομίζω να γίνει κάτι, αλλά προσπάθησε να κάνεις κάτι." Έγνεψε και έφυγα, στον δρόμο για το σπίτι το στομάχι μου διαμαρτύρονταν έντονα , σταμάτησα για ένα σάντουιτς και το τελευταίο άτομο που ήθελα να δω βρέθηκε μπροστά μου. Είναι πολύ μικρός ο κόσμος τελικά, εκεί που νομίζεις πως 5 μήνες και μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων είναι αρκετά για να 'χαθείς' συναντάς όσα θες να αποφύγεις και σκέφτεσαι σοβαρά την μετακόμιση, με επιλογές από άλλη ήπειρο ως άλλο ηλιακό σύστημα. Στην καντίνα που σταμάτησα βρισκόταν ένας ακόμα πελάτης, ο Κώστας όπως φάνηκε είχε την ίδια έμπνευση με μένα. Όσο και να προσπάθησα να καλύψω την επίθεση στη φωνή μου δεν το κατάφερα.

    Μόλις άκουσα εκείνο το "Καλησπέρα" στη σκέψη μου ήρθε το βράδυ που χωρίσαμε, και μαζί του εμφανίστηκε ένα είδος μίσους που ποτέ πριν δεν είχα νιώσει. Ήθελα να του κάνω κακό, να τον πληγώσω, μέσα σε μια καντίνα όμως αυτό ήταν κάπως δύσκολο, δεν ήθελα να γίνω ρεζίλι και δεν θα μπορούσα να τον ματώσω όπως ήθελα. "Τι γίνεται; Ήλπιζα πως θα είχες αλλάξει πόλη." ίσως να περίμενε την επίθεση, αντέδρασε πιο ήπια από όσο περίμενα. "Όχι, αλλά μιας και σε είδα, έχεις χρόνο για έναν καφέ; Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι." Ο Κώστας ήθελε να μου μιλήσει, αυτό ήταν από τα απίστευτα. Οι δύο μας δεν μιλούσαμε όταν ήμασταν μαζί, πως ήθελε να μιλήσουμε τώρα; "Πόσο σοβαρό είναι; Έχω ήδη αργήσει και αύριο έχω ένα κενό κατά τις 17:00." ο τόνος της φωνής μου δεν άλλαξε, αν έκανα το λάθος να χαλαρώσω θα με θεωρούσε ακόμα δική του, και δεν ήμουν. "Αρκετά, για αυτό θέλω να μιλήσουμε. Αύριο είναι εντάξει, να σε περιμένω στις 17:00 στο γνωστό καφέ;" Δεν μπορούσα να αρνηθώ, δεν έβρισκα τίποτα να αντιτάξω. "Ελπίζω να είναι όντως σοβαρό." του απάντησα και έφυγα όσο πιο σύντομα μπορούσα. Η τυχαία αυτή συνάντηση με έκανε να γυρίσω πίσω στον χρόνο, τότε που δεν ήμασταν ακόμα μαζί. Την εποχή που μόλις είχαμε γνωριστεί, εγώ μόλις ξεκινούσα το μεταπτυχιακό μου, εκείνος τελείωνε το δικό του, 'Ιταλοί ζωγράφοι στην Αναγέννηση'. Όταν γνωριστήκαμε, μέσω μιας κοινής γνωστής, δεν περίμενα πως θα προχωρούσε, εκείνος είχε διαφορετική άποψη. Χρειάστηκαν αρκετά γράμματα και πάνω από δύο μήνες για να πειστώ. Τότε το προαίσθημά μου με προειδοποιούσε πως δεν θα είχε καλό τέλος η ιστορία μας. Όταν όμως είσαι τόσο ερωτευμένος, όπως ήμουν εγώ τότε, δεν ακούς τίποτα πέρα από τις 'καμπανούλες' του φτερωτού θεού που παίζουν μόνο για σένα. Εκείνη η εποχή ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου. Πίστευα πως όλος ο κόσμος ήταν δικός μου για να τον ανακαλύψω. Χρειάστηκαν σχεδόν τρία χρόνια για να καταλάβω πως, ακόμα και τα πιο αγγελικά πρόσωπα, πολλές φορές, κρύβουν έναν 'διάβολο' πίσω από την μάσκα τους. Και με έναν τέτοιο 'διάβολο' είχα μόλις συμφωνήσει να συναντηθώ. Όταν όμως συμφωνείς σε κάτι δεν μπορείς να το αποφύγεις όσο και να θέλεις.

    Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήμουν στο σπίτι, άλλαξα γρήγορα φορώντας το μαύρο μου παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο, και έφυγα ξανά για το μπαρ, ήταν μόλις 22:15 όταν έφτασα και ο Φίλιππος με περίμενε ήδη στα ίδια σκαμπό όπως και τις άλλες φορές. Το γκρουπ έπαιζε το There is a house in New Orleans και εγώ είχα ξαναβρεί την μνήμη μου από το ξημέρωμα, πλέον ήξερα ακριβώς τι είχε γίνει. "Καλησπέρα. Δεν περίμενες πολύ ελπίζω." είπα καθώς καθόμουν δίπλα του. Ένα ποτήρι με χυμό πορτοκάλι ήταν αφημένο μπροστά μου. "Όχι, ήρθες νωρίς. Το ποτό σου είναι από τον Λευτέρη." Φαινόταν άγρυπνος, ήξερα πως δεν 'κοιμήθηκε' την ημέρα και ένιωθα πως είχα ένα μερίδιο ευθύνης για αυτό. "Με συγχωρείς για το πρωί. Σε έφερα σε δύσκολη θέση." Χαμογέλασε θλιμμένα, "Εγώ έφταιγα, αν δεν το είχα ξεκινήσει δεν θα συνέβαινε τίποτα." Η φωνή του έδειχνε πως ένιωθε, οι ενοχές ήταν εμφανείς. "Τώρα είναι σαν να μην συνέβη τίποτα. Πάντως σου χρωστάω ένα ευχαριστώ που έμεινες." Η θλίψη έμοιαζε να αποχωρεί, "Δεν χρωστάς τίποτα! Δεν με ανάγκασε κανείς να μείνω, εγώ το θέλησα. Για την ιστορία, ο ιερέας σου είπε ακριβώς όσα έγιναν. Καλοσύνη του να σε αφήσει να επιλέξεις." Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω, αλλά και να μπω στα δύσκολα, "Μάλλον η τύχη μου έστειλε τους καλύτερους που θα μπορούσα να ζητήσω για να εγγυηθούν την ασφάλεια μου. Υπάρχει και κάτι άλλο, ίσως ήδη να το ξέρεις, εγώ το έμαθα μόλις πριν λίγες ώρες. Απόψε θα έρθει από εδώ όλη η παρέα, τα κορίτσια που γνώρισες ήδη και η κολλητή μου με τον αρραβωνιαστικό της. Το θέμα είναι πως, μαζί τους θα είναι και ένας φίλος τους που θα τους παντρέψει." Το χαμόγελο της αλαζονείας ήταν ήδη ζωγραφισμένο στα χείλη του, "Το ξέρω, μου μίλησε ήδη ο Αλέξανδρος για αυτά. Μου είπε πως θα είσαι και εσύ κουμπάρα τους, συγχαρητήρια λοιπόν!" Τον κοίταζα προσπαθώντας να καταλάβω τι έκρυβε, δεν άργησε να το πει μόνος του. "Ξέρω και κάτι που δεν ξέρεις! Θα σου το πω όμως για να ξέρεις, ζήτησες να είναι και άλλη μία κοπέλα στην παρέα, μόνο που αυτό δεν έγινε." Δεν αντέδρασα, ήξερα πως περίμενε να αντιδράσω κάπως και έμεινα ψύχραιμη. "Από ότι φαίνεται, εσύ θα είσαι η συνοδός του. Αλλά στην θέση σου δεν θα ανησυχούσα, έμαθα πως είναι όμορφος, έξυπνος και ενδιαφέρον. Δεν νομίζω να έχεις πρόβλημα, θα περάσεις καλά." Ήθελε παιχνίδια και θα τα είχε, "Πρόβλημα; Δεν είχα ποτέ πρόβλημα και δεν σκοπεύω να αποκτήσω τώρα. Προσπάθησα να μην κάνω εσένα να νιώσεις άβολα, αλλά αν εσύ δεν ενδιαφέρεσαι δεν χρειάζεται να ανησυχώ." Ο μορφασμός ήταν προφανής, συνεχίζουμε το πρόγραμμα. "Ποτέ δεν σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για σένα Βίκυ! Το ξέρεις αυτό." Η απορία μου ήταν όσο πιο ειλικρινής μπορούσα να την κάνω, "Εγώ; Μπα, εγώ δεν ξέρω τίποτα, μόλις μου το απέδειξες. Αφού λοιπόν εσύ δεν έχεις κανένα πρόβλημα, γιατί να έχω εγώ;"

    Ο θυμός του είχε φτάσει σχεδόν στα όρια, εδώ σταματάμε. "Εκτός." Δεν συνέχισα, περίμενα να δω την αντίδραση του. Είχα την απόλυτη προσοχή του, αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν για να καταφέρω αυτό που ήθελα, "Εκτός αν είσαι και εσύ εκεί. Με την προϋπόθεση πως κανείς δεν θα απειληθεί. Δεν θα κινδυνεύσει κανείς τους, αλλιώς." Το χαμόγελο του είχε επιστρέψει, θριαμβευτικό. Η έκφραση του έδειχνε πως δεν με πίστευε, "Αλλιώς; Μπορείς να θέσεις όρους μικρή μου;" Χαμογέλασα στον ίδιο ειρωνικό τόνο που χρησιμοποίησε εκείνος, "Μπορώ! Αν κινδυνεύσει έστω και ελάχιστα κάποιος, αν μάθει κάποιος που δεν ξέρει εμείς οι δύο έχουμε τελειώσει. Δεν με ενδιαφέρει αν θα με απειλήσεις, αν θα κινδυνεύσω ή αν θα πληγωθώ. Δεν πρόκειται να με ξαναδείς ποτέ, για μένα δεν θα υπάρχεις." Η πιθανότητες να το έβλεπε ως μπλόφα ήταν πολλές, ευτυχώς δεν το είδε έτσι. "Έχεις τον λόγο μου πως θα γίνει όπως θες." είχε σοβαρέψει μέσα σε δευτερόλεπτα, το είδα αλλά συνέχισα να πιέζω την τύχη που με είχε ήδη βοηθήσει πολύ. "Τι; Χωρίς όρους και απαγορεύσεις;" Η έκφραση του δεν άλλαξε, "Ξέρω πως παίζεις τίμια, δεν υπάρχει κανένας λόγος για άλλους όρους. Όμως, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Ως τι θα με παρουσιάσεις;" Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, δεν ήμασταν πια απλά γνωστοί, αλλά ούτε και ζευγάρι μας θεωρούσα. Χρειαζόμουν χρόνο για αυτό, και ο χρόνος ήταν είδος πολυτελείας. "Κοίτα, αυτήν την κουβέντα δεν την τελειώσαμε χτες και δεν θέλω να την τελειώσουμε τώρα. Μπορώ να σου απαντήσω την Πέμπτη; Αύριο θα είστε κλειστά και χρειάζομαι χρόνο. Γίνεται για απόψε να είσαι απλά ο Φίλιππος, συνιδιοκτήτης του μπαρ και φίλος μου;" Δεν φάνηκε να τον ενοχλεί, ίσως και ο ίδιος να χρειαζόταν χρόνο. "Ξέρεις πόσο μπορώ να περιμένω. Απλά ήθελα να ξέρω ως που μπορώ να φτάσω." Χαμογέλασα, "Δεν θα χρειαστεί η αιωνιότητα, απλά μια ακόμα μέρα. Όσο για το που μπορείς να φτάσεις, είναι απλό, μην κάνεις κάτι που δεν θα ήθελες να κάνω και εγώ. Είμαστε εντάξει;" Το χαμόγελο του δεν φάνηκε να κρύβει κάτι, μάλλον το έκρυβε πολύ καλά, "Θα ήταν πολύ να ζητήσω ένα φιλί;" ήμουν έτοιμη να συμφωνήσω όταν είδα την Μάριον στην είσοδο. "Πάρα πολύ! Τώρα, ας σας συστήσω." Ήταν όλοι τους πολύ κοντά, ο τόνος της φωνής μου έγινε κατανοητός από τον Φίλιππο αλλά το χαμόγελο μου ήταν το μόνο που είδαν οι άλλοι.

  8. (i:suck) προσπαθω να αποφυγω τα πολλα edit αλλα δεν ειναι ευκολο. Το 'εργο' ακομα χρειαζεται φτιαξιμο :001construction:

    αλλα νομιζω πως το κεφαλαιο που βαζω τωρα θα ειναι οκ.:7_11_1[1]: ιδου η συνεχεια :8_1_208[1]:

    ολκληρωμενο το 6ο και προχωραμε για τα επομενα.....

     

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο

    Στο μπαρ πήγα μόνη και εκείνο το βράδυ. Ό Ερρίκος ίσως να ήξερε, ίσως για αυτό να μην συμφώνησε με την πρόταση της κοινής εξόδου στο μπαρ που έκανε η Μάριον. Κάθισα στο ίδιο σκαμπό με τον χυμό πορτοκάλι, αυτή τη φορά τον έφερε ο Λευτέρης. Η συζήτηση μας έμεινε στα καθημερινά, ίσως να ήξερε τα πάντα, αλλά το να ανοίξουμε μια τέτοια κουβέντα θα ήταν τουλάχιστον ηλίθιο. Λίγο πριν τις 23:00 ο Φίλιππος ήταν δίπλα μου και ο Λευτέρης όσο μπορούσε πιο μακριά. "Καλησπέρα. Νόμιζα πως ξεκαθαρίσαμε από χτες το θέμα των ονείρων." δεν του άφησα χρόνο, το θέμα έπρεπε να κλείσει. "Τι εννοείς; Τήρησα την υπόσχεση μου!" κατάλαβα πως δεν ήταν η κατάλαηλη στιγμή, τουλάχιστον όχι με τόσο κόσμο στο μπαρ. "Μάλλον ήταν δικός μου εφιάλτης, συγνώμη." Δεν το συνέχισε, ίσως είχε καταλάβει τι εννοούσα, "Εντάξει. Πάμε όμως στο γραφείο μου; Πρέπει να μιλήσουμε και ο χώρος δεν είναι ο κατάλληλος." Κατέβηκα από το σκαμπό και τον ακολούθησα, δεν είχε κάνει καμία κίνηση για να πιάσει το χέρι μου. Καθώς περνούσαμε από την σκηνή ένιωσα ένα επίμονο βλέμμα που με έκανε να ανατριχιάσω. Στο γραφείο καθίσαμε σε έναν διθέσιο, δερμάτινο καναπέ που έμοιαζε πιο σύγχρονος από τα υπόλοιπα έπιπλα. "Λοιπόν; Σκέφτηκες όσα είπαμε χτές;" Χαμογέλασα αλλά και πάλι δεν τον κοίταξα στα μάτια. Ναι, είχα αποφασίσει και ήταν καιρός να μάθει, "Ναι! Σκέφτηκα πολύ, όμως είναι πολλά που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πριν σου πω τι αποφάσισα." Δεν μίλησε, περίμενε να ξεκινήσω εγώ και δεν τον άφησα να περιμένει, "Καταρχάς, τι σχέση είχες με την μητέρα μου;" τον ένιωσα να τραβιέται, "Σου είπα χτες. Τι άλλο θες να μάθεις;" Δεν πρόλαβα να απαντήσω, μια παρουσία είχε γίνει αισθητή στον χώρο, δευτερόλεπτα αργότερα ένας υπόκωφος ήχος, ένα χτύπημα στην πόρτα. Μαζεύτηκα στην άκρη του καναπέ, μακριά από τον Φίλιππο, ενώ ευχόμουν να μπορούσα να γίνω αόρατη. Το χτύπημα ξανακούστηκε, πιο δυνατό, πιο επίμονο αυτήν την φορά.

    Κάποιος ήταν απ' έξω και περίμενε να μπει. Κοίταξα τον Φίλιππο, το προσωπό του ατάραχο, η όποια ανυσηχία είχε νιώσει λίγα δευτερόλεπτα πριν είχε εξαφανιστεί και το χαμόγελο είχε επιστρέψει στα χείλη του. "Θα σου απαντήσω στον δρόμο τώρα πρεπεί να μιλήσω με τον Ιάσονα." Δεν υπήρχαν εναλακτικές, έμεινα κουλουριασμένη στην άκρη και περίμενα. "Πέρασε." είπε απλά και ο φόβος με παρέλυσε. Άκουγα τα βήματα του να πλησιάζουν, την ανάσα του βαριά. Προσπαθούσα να σκεφτώ λογικά αλλά ο φόβος με είχε κυριεύσει. Ο προηγούμενος φόβος, ο τρόμος που είχα νιώσει για τον Φίλιππο ήταν ελάχιστος μπροστά στον τρόμο που μου προκάλεσε εκείνη η παρουσία. Δεν μίλησα, ανέπνεα με δυσκολία, "Καλησπέρα, ήθελα να σου μιλήσω, αλλά έχεις επισκέπτη. Θα έρθω αργότερα." Η φωνή του δεν είχε την δύναμη του Φίλιππου, ήξερα όμως πως ήταν και αυτός Βρυκόλακας, για την ακρίβεια αναγνώρισα το πρόσωπο που είχα δεί στον ύπνο μου. Η καλύτερη λύση ήταν η σιωπή, <Δεν τον έχω ξαναδεί!> επαναλάμβανα μέσα μου ενώ το αίσθημα ανακούφισης που δημιουργήθηκε από τα λόγια του χάθηκε με την απάντηση του Φίλιππου, "Καλησπέρα Ιάσονα. Δεν χρειάζεται να φύγεις, σε ακούω. Η Βίκυ είναι φίλη, μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα." Τα βήματα ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Τον ένιωθα σχεδόν από πάνω μου, αν και ήξερα πως ήταν δίπλα στην άλλη πολυθρόνα. "Βίκυ; Α! Ωστε εσύ είσαι λοιπόν; Έχω ακούσει πολλά για σένα, χαίρομαι που σε γνωρίζω επιτέλους. Ονομάζομαι Ιάσονας, είμαι μπασίστας στο γκρούπ και, νομίζω πως τα υπόλοιπα δεν σε ενδιαφέρουν. Λοιπόν, χάρηκα πολύ για την γνωριμία!" Πλησίασε ενώ μιλούσε, σηκώθηκα και βρέθηκα ακριβώς μπροστά του. Είχε ήδη απλώσει το χέρι του και περίμενε την δική μου αντίδραση. Οι επιλογές δεν ήταν αυτές που θα ήθελα, χαμογέλασα βεβιασμένα και του έδωσα το χέρι μου. "Χάρηκα πολύ." απάντησα αν και θα προτιμούσα να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ. Η χειραψία κράτησε λίγο περισσότερο από όσο εγώ ήθελα, αλλά πως τραβάς το χέρι σου από χειραψία με Βαμπίρ χωρίς να το χάσεις; Τον κοίταξα, ήταν χλωμός, όπως ο Φίλιππος, αλλά εντελώς διαφορετικός. Τα μαλλιά του, μαύρα και κουρεμένα κοντά, το μπλουζάκι του κατάμαυρο, με έναν κόκκινο δράκο στο στήθος. Δεν δοκίμασα να κοιτάξω τα μάτια του, θα ήταν τουλάχιστον ανόητο. Όταν άφησε το χέρι μου ξαναπήρα την θέση μου, κατάφερα να καθίσω χωρίς να σωριαστώ.

    Κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες και άρχισε να μιλάει. "Φίλιππε, δεν ξέρω πως αλλά κάτι πρέπει να γίνει. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια γυναικεία φωνή. Τι σκοπεύεις να κάνεις;". Ένιωσα πως η συζήτηση που άκουγα δεν ήταν η μοναδική, ια ακόμα συζήτηση, πολύ πιο έντονη, είχε ξεκινήσει αναμεσά τους. Ένιωθα την ενέργεια του δωματίου να αυξάνεται και ήξερα πως η πραγματική συζήτηση, ο πραγματικός καυγάς γινόταν, όχι με λόγια αλλά, μέσω τηλεπαθητικών μηνυμάτων. "Θα το φροντίσω Ιάσονα. Ήδη έχω κανονίσει μια οντισιόν για αυτήν την Τετάρτη. Υπάρχει κάτι άλλο να πούμε;" η σταθερότητα της φωνής του δεν με ξεγέλασε, ήξερα πως δεν ήταν ήρεμος. Καταλάβαινα πως ακόμα και το να προσπαθήσω να φύγω μόνη μου θα ήταν επικύνδινο. Δεν θα 'γλίτωνα' την συνοδεία, δεν ήμουν καν σίγουρη αν ήθελα πραγματικά να την 'γλιτώσω'. Κάτι με προειδοποιούσε να μην προσπαθήσω να αρνηθώ, κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να δεχτώ ότι και αν πρότεινε ο Φίλιππος. "Όχι! Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Βίκυ, και πάλι χάρηκα για την γνωριμία. Είς το επανειδήν. Καληνύχτα." δεν πρόλαβα να σηκωθώ, ούτε καν να μιλήσω. Είχε πάρει μόνος του το χέρι μου για χειροφίλημα. Κατάφερα να μην αντιδράσω, να κρατήσω την αναπνοή μου σταθερή και το χέρι μου χαλαρό. Δευτερόλεπτα αργότερα είχε φύγει, έμεινα στην θέση μου, πολύ τρομαγμένη για να μιλήσω. "Αν είσαι έτοιμη, μπορούμε να πηγαίνουμε." Σηκώθηκα με κόπο, κατάφερα να σταθώ και να περπατήσω, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Τον άφησα να με οδηγήσει ως την έξοδο ενώ ένιωθα το βλέμμα του Ιάσονα πάνω μου, το βλέμμα του Συλβέστερ πάνω στον Τουίτι, από την στιγμή που γυρίσαμε στον χώρο του μπαρ μέχρι την στιγμή που φύγαμε. Καληνύχτισα τον Λευτέρη με ένα νεύμα, με κοίταζε σαν να έβλεπε εξωγήινο, ο Φίλιππος δεν αντέδρασε αν και, νομίζω πως το ήθελε. Ο δροσερός αέρας με βοήθησε να 'δω' καθαρότερα. Το προαίσθημα που είχα στο γραφείο έγινε ακόμα πιο δυνατό, ακόμα πιο κατανοητό, ο Ιάσονας ήταν μεγαλύτερος κίνδυνος από τον Φίλιππο. 'Μόνο μέχρι το σπίτι.' έλεγα στον εαυτό μου, Ήξερα όμως πως δεν θα τελείωνε εκεί. Το ήξερα και με τρόμαζε. Η σκέψη πως κάποιος σχεδόν άγνωστος θα ήταν στο σπίτι μου εκείνη την νύχτα μου θύμιζε πράγματα που πάλευα να ξεχάσω τους τελευταίους 5 μήνες.

    Εκείνη την νύχτα της Δευτέρας έκλειναν 5 μήνες από το βράδυ του χωρισμού μου. Η παρουσία του Φίλιππου στο σπίτι μου δεν θα με βοηθούσε να ξεχάσω, αντίθετα, θα με ανάγκαζε να θυμηθώ. Δεν μίλησα για αυτό, τι καλό θα μπορούσε να κάνει το να του πω οτιδήποτε για την ζωή μου; Ήδη ήξερε πολλά για μένα, περισσότερα ακόμα και από εμένα την ίδια. Στον δρόμο για το σπίτι μου δεν μίλησε κανείς μας, εγώ σκεφτόμουν πως θα τον έκανα να μου πει όσα ήξερε για την μητέρα μου, εκείνος δεν ξέρω τι σκεφτόταν, ίσως όσα είχαν γίνει 25 χρόνια, σχεδόν, πριν. Το θάρρος μου με είχε εγκαταλείψει. Η 'γενναία Βίκυ' είχε δώσει την θέση της στην φοβισμένη, την τρομοκρατημένη Βίκυ που δεν μπορούσε πια να πει 'όχι' σε τίποτα. Φοβόμουν τις αντιδράσεις του Φίλιππου. Δεν ήθελα να έρθει στο σπίτι μου, ήθελα όμως να μάθω για την μητέρα μου. Ο συνδυασμός των δύο δεν ήταν επιλογή. Η ανάγκη μου να μάθω είχε νικήσει όσο φόβο ένιωθα. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας είχα αποφασίσει. "Στο μπαρ, ήθελες να μιλήσουμε εσύ, τώρα σου ζητάω εγώ να μιλήσουμε. Μόνο να μιλήσουμε." Το είπα σιγανά, κούνησε απλά το κεφάλι του καταφατικά και ανεβήκαμε. Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μου και περίμενα να μπει. Με κοίταξε, ένα αχνό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο χλωμό πρόσωπο του. Ήταν ακόμα πιο χλωμός από πριν. "Χρειάζομαι την πρόσκλησή σου για να μπω στο σπίτι σου. Έχεις τον λόγο μου πως δεν θα συμβεί τίποτα." Ευχόμουν να ισχύει ο λόγος του όταν είπα, "Μπορείς να μπεις Φίλιππε." Κατέβασε το κεφάλι του, "Ευχαριστώ." ψιθύρισε. Μπήκαμε και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Άπλωσα το χέρι μου προς το σαλόνι, "Κάθισε, σε δύο λεπτά είμαι πίσω." είπα και μπήκα στην κρεββατοκάμαρα κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Άλλαξα γρήγορα, φορώντας ότι φορούσα στον ύπνο, ένα ξεχειλωμένο μαύρο t - shirt με το σήμα των Thunder cats και το παντελόνι από μια παλιά πυτζάμα. Μπήκα στην κουζίνα, έβαλα ένα ποτήρι νερό και γύρισα στο σαλόνι. Είχε ήδη βάλει ένα cd να παίζει, το Boat on the river ξεκινούσε.

    Κάθισα στον καναπέ και κουλουριάστηκα σε μια άκρη. Ο Φίλιππος είχε καθίσει στην εκρού πολυθρόνα που είχα κρατήσει από το παλιό μου δωμάτιο στην εστία. Δεν μίλησα, δεν ήξερα τι να πω. Κάποια λεπτά αργότερα ξεκίνησε ο Φίλιππος. "Έχεις δίκιο, πρέπει να σου εξηγήσω την όποια σχέση είχα με την μητέςρα σου. Την γνώρισα περίπου ένα χρόνο πριν γεννηθείς, ανάμεσα μας, υπήρξε μόνο συμπάθεια, και φιλία. Αληθινή φιλία. Ο πατέρας σου, ήξερε τι είμαι, όπως και εκείνη, αυτό όμως δεν τους σταμάτησε από το να με θεωρήσουν μέλος της οικογενείας τους. Όταν εκείνος πέθανε, μόλις δύο μήνες πριν γεννηθείς, εκείνη έπεσε σε κατάθλιψη. Ήμουν κοντά της όταν γεννήθηκες, εγώ σε κράτησα πρώτος στην αγκαλιά μου. Εκείνη, τον ακολούθησε λίγες μέρες μετά την γέννηση σου. Μου έδωσε το μενταγιόν για να στο δώσω όταν θα ήσουν στην ηλικία της, ήταν το πρώτο δώρο της στον πατέρα σου. Το βραχιόλι, ήταν για την γέννηση σου, δώρο από μένα. Τώρα ξέρεις όλη την ιστορία και μπορείς να με κρίνεις όπως νομίζεις. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό." σταμάτησε, ίσως περίμενε να μιλήσω εγώ. Εγώ πάλι προσπαθούσα να μείνω ήρεμη. Έμεινα να κοιτάζω το πάτωμα, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι είχε μόλις πει, τα σημάδια στο παρκέ με βοήθησαν να παραμείνω ψύχραιμη. Λίγα λεπτά αργότερα μια απορία είχε κατακλίσει την σκέψη μου. "Και, ο πατέρας - Ευγένιος τι σχέση είχε με όλα αυτά;" Δεν τον κοίταξα, το πάτωμα με βοηθούσε να παραμείνω συγκεντρωμένη καθώς προσπαθούσα να βάλω σε σειρά όσα είχα μόλις μάθει. "Ποιός;" η απορία του αληθινή, "Ο ιερέας που με μεγάλωσε. Κάποιες ώρες πριν τον αποκάλεσες 'προστάτη' μου, τώρα θες να πεις ότι δεν τον ξέρεις;" δεν υπήρχε ειρωνεία ή επιθετικότητα στην φωνή μου. Απάντησε μετά από μια βαθιά ανάσα, "Δεν τον γνώρισα ποτέ καλά, ήταν ο πνευματικός της. Του είχε μιλήσει για μένα, από εκείνη έμαθε όσα ξέρει, όσα σου είπε." Κατάλαβα πως δεν μου έλεγε όλη την αλήθεια, το να τον πιέσω δεν θα έβγαζε πουθενά. "Ξέρω πως δεν είναι μόνο αυτό. Αν πιστεύεις πως είναι καλύτερα να μην μου πεις κάτι άλλο για αυτόν, δεν θα σε πιέσω." Παρακινδύνευσα μια ματιά, ήταν έκπληκτος, "Πως μπορείς να ξέρεις ότι υπάρχει κάτι ακόμα;" Χαμογέλασα, "Είναι εμφανές πως κάτι κρύβεις, κάτι που έχει σχέση με αυτόν. Δεν θέλω να μάθω. Είναι ήδη πολλά για ένα βράδυ." Είχε έρθει κοντά μου χωρίς να τον δώ, πάλεψα για να παραμείνω ακίνητη. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και κατάφερα να μην αντιδράσω όταν ένιωσα την κρύα του παλάμη στο μπράτσο μου, "Έχεις δίκιο. Κάποια στιγμή θα σου πω, τώρα, δεν είμαι ούτε και εγώ σε θέση να σου εξηγήσω κάτι άλλο." Δεν απάντησα, ξαφνικά ήθελα να φύγει. Κάτι στην όλη σκηνή μου έφερε στο νου κακές αναμνήσεις. Σηκώθηκα με πρόσχημα το νερό. Πήγα στην κουζίνα προσπαθώντας να ηρεμήσω, 'Δεν είναι ο Κώστας. Δεν είναι το ίδιο.' Έλεγα μέσα μου παλεύοντας με τις αναμνήσεις. Γύρισα στο σαλόνι, ήταν μπροστά στο stereo, διάλεγε ένα άλλο cd, ο ήχος του Somebody called me Sebastian γέμισε το δωμάτιο. Κουλουριάστηκα για ακόμα μία φορά στην άκρη του καναπέ, για ακόμα μια φορά διάλεξε την πολυθρόνα.

    Η σιωπή είχε σχεδόν αποκτήσει υπόσταση όταν την έσπασα, "Να σε ρωτήσω κάτι;" με κοίταξε, το χαμόγελο είχε ξαναβρεί την λάμψη της αλαζονείας στα χείλη του, "Παρακαλώ." Η ανάγκη μου να μείνω μόνη ήταν το μόνο που ένιωθα. "Μήπως σε καθυστερώ από κάτι;" Η φωνή του είχε αποκτήσει ξανά μια υφή βελούδου, κάτι που δεν περίμενα, "Από τι να με καθυστερείς;" Παρέμεινα ήρεμη, χωρίς επιθετικότητα ή ειρωνεία στην ερώτηση μου, "Δεν ξέρω. Δεν θέλω να σε καθυστερώ από κάτι που έχεις να κάνεις." Χαμογέλασε, τον διασκέδαζα όταν δεν ήθελα καν να είναι εκεί. "Τελικά, αν και προσπαθείς να το παίξεις σκληρή, έχεις έναν τρόπο να λες ότι σκέφτεσαι τόσο γλυκά που μου θυμίζει, γεύση καραμέλας." Το βελούδο στην φωνή του είχε αποκτήσει σχεδόν υπόσταση, ένιωθα πως αν άπλωνα το χέρι μου θα το άγγιζα. "Αλήθεια; Νόμιζα πως ο τρόπος μου είναι άγευστος. Όμως, μιας και ξέρεις, πες μου και μένα τι σκέφτηκα!" Ήμουν σίγουρη ότι ήξερε ακριβώς τι σκέφτηκα. "Σκέφτηκες, μήπως χρειάζεται να φύγω. Μήπως δεν πρόλαβα να 'κυνηγήσω' για απόψε. Η απάντηση είναι πως, είμαι απολύτως εντάξει για απόψε. Για την ακρίβεια, μπορώ αν θες να μείνω εδώ, να μείνω και να σε κοιτάζω όλη την νύχτα. Και ακόμα και το πρωί μπορώ να κλειστώ σε κάποια ντουλάπα, να περιμένω εκεί μέχρι την δύση και να συνεχίσω να σε κοιτάζω όλο το επόμενο βράδυ." Η φωνή του είχε ξαφνικά βραχνιάσει, δεν έδειξα ότι καταλάβαινα πολύ καλά τους λόγους. "Δεν έχω συνηθίσει να με κοιτάζουν για τόσες ώρες, θα ένιωθα άβολα. Για την ακρίβεια, δεν έχω συνηθίσει να έχω παρέα τις νύχτες." δεν ξέρω γιατί το είπα. Ίσως να ήθελα απλά να καταλάβει, να πει ότι φεύγει. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. "Δηλαδή, πόσος καιρός έχει περάσει;" η φωνή του είχε γίνει ακόμα πιο βαθιά. "Από τι;" δεν ήθελα να απαντήσω, δεν ήθελα να ρωτήσει. Ρώτησε όμως, "Από την τελευταία νύχτα που είχες παρέα. Γίνομαι αδιάκριτος, αν δεν θες..." δεν τελείωσε την φράση του, είχε σηκωθεί, ήταν κοντά μου χωρίς να το καταλάβω. Η φωνή του ψίθυρος, "Αν δεν θες να μου πεις, θα καταλάβω." Δεν θα καταλάβαινε, του είπα χωρίς να ξέρω το γιατί, "Αρκετές βδομάδες, όταν τελείωσε." Συνέχισε να με πιέζει, η φωνή του σχεδόν δεν ακουγόταν, ήταν πολύ κοντά μου, "Και μετά;" Ήθελε να μάθει πως λειτουργώ, δεν ήθελα να ξέρει. "Γιατί θες να μάθεις;" η φωνή του είχε αποκτήσει το βάθος του ωκεανού, "Απλή περιέργεια." Άρχισα να ταξιδεύω, στον ωκεανό της φωνής του, σε εικόνες που ποτέ δεν είχα αποκτήσει. Βυθιζόμουν μαζί του, ανάμεσα σε δροσερά σεντόνια ενώ οι ψίθυροι της νύχτας έμοιαζαν με τραγούδι. Με έκανε να νιώσω όμορφα, όπως ποτέ πριν. Σχεδόν το ήθελα, κι όμως. Η λογική μου ήταν ακόμα δυνατή, επαναστάτησε φωνάζοντας πως δεν έπρεπε να γίνει. Προσπάθησα να γυρίσω πίσω, μάταια. "Σταμάτα!" προσπάθησα να το πω δυνατά, και να γυρίσω στην πραγματικότητα. Δεν κατάφερα τίποτα πέρα από το να νιώσω την αναπνοή του στο δέρμα του λαιμού μου, ακανόνιστη, ζεστή. Η ανάγκη του, ο πόθος του διαπερνούσε το σώμα μου σαν καυτό νερό. "Σταμάτα!" το ψέμα μου ήταν καθαρό ακόμα και σε μένα, ήταν όμορφα εκεί που ταξίδευα, στον ωκεανό του, "Αφού το θες, γιατί το πολεμάς τόσο;" η φωνή του με τραβούσε στον βυθό. Ένιωσα τα χείλη του στον λαιμό μου, υγρά, μεταξένια. Η γλώσσα του μόλις ξεκινούσε ένα ταξίδι που άρχιζα να θέλω. Το μυαλό φώναζε "Σταμάτα το!" όμως το σώμα δεν υπάκουε πια. Ταξίδευα και πια δεν με ενδιέφερε τίποτα. Όλα ήταν εκείνο το ταξίδι, σε εκείνο τον μακρινό ωκεανό που με τραβούσε.

    Ένας μονότονός, οξύς ήχος με γύρισε ξαφνικά στην πραγματικότητα. Άνοιξα τα μάτια μου για να αντικρίσω τον Φίλιππο. Ήταν από πάνω μου, είχε ήδη ανεβάσει την μπλούζα μου πάνω από το στομάχι μου ενώ τα χέρια του εξερευνούσαν κάθε σημείο της πλάτης μου. Τα χείλη του ήταν στον λαιμό μου. Ο φόβος επανήλθε, πιο δυνατός από ποτέ, αναμεμειγμένος με τα συναισθήματα της ντροπής και του πανικού. Η φωνή μου ψίθυρος τρομαγμένου παιδιού, "Το τηλέφωνο." Δεν είχα αντοχές για κάτι παραπάνω. Σηκώθηκε αστραπιαία, προσπαθώντας να ξαναβάλει την μπλούζα του και χωρίς να με κοιτάζει. Ο τηλεφωνητής απάντησε και η φωνή της Μάριον ήταν καλοδεχούμενη όσο ποτέ, "Βίκυ, ελπίζω να το ακούσεις αυτό το πρωί. Θα σε περιμένω το απόγευμα στο σπίτι μου. Σου έχω νέα! Καλημέρα!" ήταν χαρούμενη. "Με συγχωρείς, παρασύρθηκα." η φωνή του απλή, με τον τόνο που έχουν τα παιδιά που ξέρουν ότι έκαναν κάτι κακό. Είχα φτιάξει την μπλούζα μου και κουλουριάστηκα ξανα στην άκρη μου, 'Τι λένε τώρα;' Ο φόβος ήταν ακόμα έντονος, ο πανικός ευτυχώς είχε καταλαγιάσει. "Φίλιππε," η φωνή μου δεν έβγαινε όσο και να προσπαθούσα, μια βαθιά ανάσα και "Δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Συγγνώμη." Κάθισε δίπλα μου και μαζεύτηκα ακόμα περισσότερο. <Γιατί ζητάς συγγνώμη; Δεν έδωσες δικαίωμα!> το σύνδρομο των ενοχών όμως δεν τα κοίταζε αυτά. "Όχι, εγώ φταίω. Βιάστηκα υπερβολικά. Συγγνώμη Βίκυ. Θα φύγω." Δεν ήθελα να φύγει. Το παρελθόν είχε μπερδευτεί με το παρόν, η φυγή του θα ξανάφερνε στην επιφάνεια όσα ήθελα να ξεχάσω, όσα δεν ήθελα ποτέ ξανά να νιώσω. Η φυγή ήταν παρελθόν, ανάμνηση, και τον παρόν δεν ήθελα να του μοιάζει. "Μείνε, για παρέα. Σε παρακαλώ." Ίσως κατάλαβε, "Θα είμαι εδώ. Έχεις τον λόγο μου πως δεν θα υπάρξουν άλλες τέτοιες καταστάσεις." το ήλπιζα.

    Το ύφος του ήταν σοβαρό, κανένα χαμόγελο. "Να σε ρωτήσω κάτι; Είναι προσωπικό, οπότε αν δεν θες," δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου. "Ρώτα." δεν τον κοίταζα, δεν ήθελα να δω την έκφραση του. "Πότε ήταν η τελευταία σου φορά; Αν θες το λες!" πρόλαβα να τελειώσω αυτήν την φράση. Έπρεπε να προσπαθήσω να καταλάβω, ίσως έτσι να κατάφερνα να τον δικαιολογήσω. Ίσως. "Δεν υπάρχει λόγος να μην σου πω. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, ίσως να είναι ακόμα και αιώνας. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ήταν απλά ανάγκη. Με σένα, είναι διαφορετικά, εγώ νοιώθω διαφορετικά. Ίσως, αν ήταν κάποια άλλη, να μην σταματούσα. Ίσως." Αποκάλυψη τώρα! Ναι, σίγουρα αυτό θα πει σεβασμός! Δεν άντεξα, καλύτερα να τον εξόργιζα παρά να μην έλεγα ότι σκεφτόμουν. "Φίλιππε. Ξέρεις πως, αν δεν το θέλουν και οι δύο." σταμάτησα, η έκφραση του μου θύμισε παιδί, δεν άντεχα να τον πληγώσω. Κατέβασα το βλέμμα και έμεινα να κοιτάζω το πάτωμα. Απάντησε απαλά, "Ξέρω. Μπορώ να καταλάβω τι εννοείς. Όμως, μπορεί να υπήρχε τέτοια περίπτωση; Είδες που πήγες, δεν ήταν όμορφα;" Την ίδια ερώτηση έκανα και εγώ στον εαυτό μου. Απάντησα χωρίς καν να το σκεφτώ. "Θα έλεγα ψέματα αν έλεγα όχι. Όμως, όταν θα γύριζε, όταν εγώ θα γύριζα πίσω στην πραγματικότητα, μπορείς να σκεφτείς πως θα ένιωθα;" Η αίσθηση ότι όλο αυτό ήταν προμελετημένο δεν με άφηνε, σχεδόν ήμουν σίγουρη πως αυτό ήθελε από την αρχή. <Πόσο ηλίθια είσαι; Πως δεν είδες την φάκα για ακόμα μια φορά;> Η φωνή του με επανέφερε. Δεν ήταν η ώρα για τα δάκρυα, αυτά έπρεπε να περιμένουν, άλλωστε ο πόνος ήταν γνωστός, ίδιος με εκείνον 5 μήνες πριν, η κατάσταση όμως διέφερε. "Ίσως το έχεις ξανακούσει, είσαι πολύ ώριμη για την ηλικία σου, σκέφτεσαι πράγματα που εγώ δεν υπολογίζω. Μόνο που, κάνεις λάθος. Δεν το είχα προσχεδιάσει! Δεν είχα αυτό στο μυαλό μου όταν επέμεινα να συνεχίσουμε εδώ, απλά συνέβη. Έχεις τον λόγο μου πως δεν θα ξαναγίνει."

    Για αρκετά δευτερόλεπτα δεν ήμουν σίγουρη αν αυτό που ζούσα ήταν αλήθεια ή απλά μια παραίσθηση, ένα όνειρο. Ήθελα τόσο να ήμουν κοιμισμένη, να ήταν όνειρο, αλλά ήμουν ξύπνια, όλα αυτά ήταν η πραγματικότητα. Όταν ξαναβρήκα την φωνή μου έγινα σκληρή χωρίς να το καταλάβω, "Και την τελευταία φορά μου έδωσες τον λόγο σου." μόλις η τελευταία λέξη ακούστηκε κατάλαβα πως ήμουν άδικη, "Συγνώμη, δεν σου άξιζε. Παραφέρθηκα." Δεν άντεχα να τον κοιτάξω, ένιωθα πως είχε δακρύσει και έμεινα να κοιτάζω το πάτωμα. "Κι όμως, μου άξιζε. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Κάποτε ήμουν λιγότερο απαιτητικός, όμως αυτό ήταν αιώνες πριν. Τότε, δεν θα έφτανα σε αυτό το σημείο." Δεν είμαι περίεργη, η ερωτησή μου ήταν απλά μια προσπάθεια να καταλάβω. "Σε ποιό σημείο;" Κρατούσε το βλέμμα του χαμηλά, "Δεν θα χρησιμοποιούσα τεχνάσματα για να κοιμηθώ με κάποια. Δεν το ήθελα από την αρχή, δεν είχα τέτοια σχέδια! Όμως, εδω, δίπλα σου, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου." Κάτι σαν λυγμός ακούστηκε, "Κατάλαβα. Χαίρομαι που, τουλάχιστον γλίτωσα το δάγκωμα." το είπα προσπαθόντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, τον κοίταξα μισοχαμογελώντας. Το προσωπό του όμως είχε κάτι από συγνώμη. Τον κοίταξα για πρώτη φορά στα μάτια, αν αυτό που υποψιαζόμουν ήταν αλήθεια το να τον κοιτάξω στα μάτια ήταν το λιγότερο. Είχε δακρύσει, έβλεπα τον πόνο στα καταπράσινα μάτια του και άγγιξα ενστικτωδώς τον λαιμό μου. Δυο μικρές οπές ήταν εκεί, μαζί με ελάχιστο αίμα, ακόμα ζεστό. Όταν το ένιωσα ήθελα να είναι όνειρο, μόνο που ήταν αληθινό. "Συγνώμη. Δεν ξέρω τι έγινε." Ίσως να έλεγε αλήθεια. "Για να δω αν κατάλαβα, Με έστειλες, όπου με έστειλες για να κοιμηθείς μαζί μου. Κάτι που ίσως και από απλή τύχη δεν έγινε, και την ώρα που ήμουν εκεί με δάγκωσες; Γιατί; Είπες πως ήσουν εντάξει!" Η έκπληξη με προφύλαξε από το σοκ, ευχόμουν να κρατήσει. "Είμαι εντάξει! Απλά, ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ." Ήταν έτοιμος να φύγει, μόνο που δεν ήθελα να φύγει. Ήθελα να μείνει εκεί χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.

    Πήγα στο μπάνιο για να καθαρίσω την πληγή, σχεδόν δεν φαινόταν. Το οξυζενέ δεν έκανε τίποτα και το τσιρότο ήταν περιττό. Γύρισα στο σαλόνι έτοιμη να μάθω τι έπρεπε να περιμένω, "Εντάξει! Ότι έγινε, έγινε. Τώρα, από εδώ και μετά τι θα γίνει; Τι θα πρέπει να περιμένω μετά από το δάγκωμα;" Είχα καταφέρει να παραμείνω λογική, η υστερία δεν θα με βοηθούσε σε τίποτα. "Θα σου εξηγήσω, από το συγκεκριμένο το μόνο που θα πρέπει να περιμένεις είναι κάποιες παρενέργειες. Τίποτα σοβαρό, μια μικρή αλλαγή στην όρεξη ίσως, ή μια ευαισθησία στο φως του ήλιου. Διαφέρει σε κάθε άνθρωπο. Η δαγκωματιά όμως πρέπει να καθαριστεί, και ο μόνος τρόπος είναι με αγιασμό. Σε αυτό ο μύθος είναι σωστός. Μόνο που πρέπει να σου πω πως, δεν είναι και η πιο ευχάριστη αίσθηση, θα είναι σαν οξύ πάνω στο δέρμα σου. Δεν θα σου αφήσει σημάδι, θα κλείσει μόλις την καθαρίσεις αρκετά." Οι παρενέργειες που ανέφερε δεν με ενοχλούσαν τόσο, μια απορία όμως είχε μείνει "Όταν λες από την συγκεκριμένη δαγκωματιά, εννοείς ότι είναι μικρή;" δεν απάντησε, κούνησε μόνο το κεφάλι του καταφατικά, "Και, αν ήταν μεγάλη; Αν, είχες πιεί περισσότερο, αν δεν είχε χτυπήσει το τηλέφωνο;" Η απάντηση του με καθησύχασε, τα μάτια του δεν έκρυβαν κάτι, "Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση! Δεν θα σου έκανα, δεν θα σου κάνω ποτέ κακό! Όμως, νομίζω πως ξέρω γιατί ρωτάς και θα σου απαντήσω. Αν κάποιος θέλει να κάνει κακό, πρέπει να πιεί πάνω από 1,5 λίτρο αίματος και αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, εκτός αν έχει μείνει πολλές νύχτες χωρίς. Σε αυτήν την περίπτωση, αν το θύμα καταφέρει να σώσει την ζωή του αλλά δεν προλάβει να καθαρίσει την πληγή, θα παραμείνει άνθρωπος αλλά θα είναι για πάντα υπηρέτης του Βρυκόλακα που τον δημιούργησε. Ένα πλάσμα χωρίς δική του θέληση, υποχείριο, κτήμα ενός άλλου. Αυτό όμως, δεν θα σου συμβεί ποτέ! Όχι όσο μπορώ να το αποτρέψω!" Μιλούσε σοβαρά, ευχαριστούσα τον φύλακα - άγγελο μου γι' αυτό. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί τον εαυτό ως 'κτήμα' κάποιου άλλου, η έννοια της ιδιοκτησίας, για μένα, περιορίζεται στα πράγματα. "Μάλιστα, και αν δεν θέλει να καταλήξει ως κτήμα; Υπάρχουν εναλλακτικές εκτός του θανάτου;" Γιατί τα ρώταγα όλα αυτά; Δεν θα έφτανα σε αυτό το σημείο, όχι με τον Φίλιππο. Κι όμως, κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να μάθω, ένα μικρό καμπανάκι είχε χτυπήσει και το πλήρωμα του πλοίου τελειοποιούσε την άσκηση του. "Μια ακόμα, που όμως είναι χειρότερη από τον θάνατο. Αν φτάσεις σε αυτό το σημείο, υπάρχουν δύο δρόμοι, ο θάνατος και η αλλαγή. Ή πεθαίνεις, ή συνεχίζεις να υπάρχεις ως Βρυκόλακας." Δεν ήθελα να μάθω τίποτα πέρα από αυτό, ήδη ένιωθα πως είχα ρωτήσει πολλά, πάρα πολλά.

    Η υποψία πως όσα είχαν γίνει δεν ήταν τυχαία δεν είχε ακόμα απαληφθεί, τα τεκμήρια ήταν λίγα. "Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι, μόνο που θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Δεν με πειράζει τόσο η απάντηση." Το βλέμμα του έδειχνε πως θα απαντούσε όσο πιο ειλικρινά μπορούσε. "Αλήθεια δεν το ήθελες; Πραγματικά έτυχε;" Το βλέμμα του δεν άλλαξε, δεν θα μου έλεγε ψέματα, "Δεν το ήθελα, ποτέ δεν θέλησα να σου κάνω κακό. Όμως, κάποιες φορές υπάρχουν πράγματα που δεν τα έχεις σχεδιάσει, που δεν ξέρεις καν ότι τα θέλεις και γίνονται χωρίς να το καταλαβαίνεις. Βίκυ πίστεψε με, δεν θα σου έκανα ποτέ κακό!" Δεν είχα καμία άλλη επιλογή, τον πίστεψα γιατί έπρεπε να καταφέρω να τον εμπιστευθώ. Η επόμενη ερώτηση ήταν αυθόρμητη αν και ήξερα και τότε όπως και τώρα πως ήταν μια πηγαία ανάγκη που την εξέφρασε. "Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;" ίσως κατάλαβε τι θα του ζητούσα, "Ότι θες!" δεν τον κοίταζα, "Μπορείς να μείνεις εδώ για απόψε; Μόνο για παρέα, για να ξέρω πως δεν είμαι μόνη. Γίνεται;" αντί για απάντηση άγγιξε ελαφρά τον αυχένα μου, ένα ανεπαίσθητο τράβηγμα προς το μέρος του. Μια πρόσκληση που αν ήθελα μπορούσα να απορρίψω, δεν θα την απέρριπτα όμως. Το πρόσωπο μου άγγιζε το στήθος του, στο αυτί μου ο ήχος της καρδιάς του και η φωνή του σαν νανούρισμα, "Δεν θα φύγω, θα είσαι ασφαλής." Το ήλπιζα, ευχόμουν η ανάγκη μου για παρέα να μην με έβαζε σε άλλους κινδύνους.

  9. η τελευταια αλλαγη! (Στην επομενη σας παρακαλω να μου πεταξετε ντοματες! :) )

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο

    Το How you remind me των Nickelback μόλις ξεκινούσε και η απαντησή του μου έδειξε όσα δεν ήθελα να δω. "Ναι, το είπα, όπως είπα και ότι θέλω την παρέα σου ως εν δύναμη φίλη. Ξέρεις τι μπορεί να προκύψει από μια τέτοια φιλία;" Είχε χάσει την αλαζονεία του, δεν ήξερα αν ήταν καλό ή κακό σημάδι. "Ξέρω πολύ καλά τι μπορεί να προκύψει. Μόνο που δεν πρόκειται να γίνει." η απαντησή μου ήταν σταθερή, περισσότερο σταθερή από οποιαδήποτε άλλη φορά. Ήξερα πως αν δεν έλεγχα τον εαυτό μου θα έχανα κάθε ελπίδα διαφυγής. Περίμενα να μιλήσει, να μου πεί πόσο λάθος έκανα, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να γελάσει. Το γέλιο του δροσερό, σαν ποτάμι που κατεβαίνει από βουνό. "Αποφεύγεις την ερώτηση που φοβάσαι, και το καταφέρνεις πολύ καλά! Να είσαι σίγουρη όμως πως θα γίνει και μάλιστα σύντομα. Θα γίνεις δική μου, θα έρθεις κοντά μου, μόνη σου. Με την δική σου ελεύθερη θέληση. Ήδη το θέλεις, ήδη νιώθω την λαχτάρα σου." Ναι, ένιωθα κάτι για αυτόν, μια περαστική έλξη, έναν απλό ενθουσιασμό. Αυτό τουλάχιστον ήθελα να πιστεύω. Δεν θα του έδινα όμως την ευχαρίστηση να το παραδεχτώ, ακόμα και αν το ήξερε ήδη. "Δεν νοιώθω τίποτα τέτοιο για σένα! Δεν πρόκειται να με έχεις. Ποτέ!" Το είπα σχετικά σιγά. Προσπαθούσα να ηρεμήσω, να συγκρατίσω τις αντιδράσεις μου. "Η λογική σου, σου φωνάζει οτι δεν πρέπει να έρθεις. Είναι δυνατή. Όμως η καρδιά και το σώμα σου λένε άλλα! Θα έρθεις, θα γίνεις δική μου μόλις η καρδιά πάρει τα ηνία από την λογική." Ήταν σίγουρος, λες και ήδη ήξερε τι θα γινόταν. Πάλεψα και κατάφερα να ηρεμήσω, να συγκρατηθω. Τα λάθη πληρώνονται και δεν είχα περιθώρια για λάθη. "Η καρδιά δεν παίρνει ποτέ τον έλεγχο!" το είπα, όμως δεν ήμουν πια σίγουρη ότι το πίστευα. "Θα δεις πως τελικά θα γίνει. Το θέλεις, αλλά, ίσως δεν το ξέρεις ακόμα." Παρέμεινα ήρεμη, με μεγάλη προσπάθεια, "Τι ακριβώς θέλω και δεν το ξέρω ακόμα;" Δεν έδειχνα τίποτα από όσα ένιωθα. "Θα το μάθεις σύντομα! Πολύ σύντομα θα συμβεί αυτό που προσπαθείς να αποφύγεις. Ξέρεις; Μπορεί να μην το θέλεις, αλλά όσο και να προσπαθείς να το κρύψεις είσαι πολύ γλυκιά." Τώρα τι απαντάς; Σίγουρα όχι αυτό που σκέφτεσαι! 'Δεν είμαι από ζάχαρη' ήθελα να του πω αλλά κρατήθηκα. Η φωνή μου εξωπραγματικά σταθερή, "Δεν έχω όλο το βράδυ ελεύθερο για να παίζω μαζί σου! Έκανες γνωστές τις προθέσεις σου, είπες τι θες, αλλά δεν θα το έχεις.

    Είχα αρχίσει να κουράζομαι, η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει ήδη 00:30 και δεν είχα καταφέρει τίποτα. Ήμουν έτοιμη να πω καληνύχτα, είδε την κίνηση μου και προσπάθησε να βγει από το αδιέξοδο που θα έβρισκε σε ελάχιστα δεύτερα, εμένα να φεύγω. "Σε κράτησα πολύ και έχω κάτι να σου δώσω. Έλα, δεν θα σε καθυστερήσω περισσότερο." Δεν ήθελα να μείνω μαζί του, και αν και η προηγούμενη νύχτα με είχε τρομοκρατήσει αρκετά, δεν άντεξα. Κατέβηκα από το σκαμπό και καληνύχτισα τον Λευτέρη με ένα νεύμα, "Με συγχωρείς, δεν μπορώ να δεχτώ τίποτα από εσένα. Το πρωί δουλεύω νωρίς, καληνύχτα!" Σηκώθηκα χωρίς να τον κοιτάξω, ήξερα πως θα με σταματούσε, το περίμενα. Όμως, όχι όπως έγινε. Είχα φτάσει στην πόρτα, άνοιξα και τον είδα ακριβώς μπροστά μου. Τρομοκρατήθηκα αλλά προσπάθησα να μην το δείξω, δεν θα του έκανα την χάρη να με δει τόσο φοβισμένη. Δεν ξέρω τι ακριβώς κατάφερα. "Υπάρχει κάτι ακόμα να πούμε;" Το χαμόγελο είχε εξαφανιστεί από το προσωπό του. "Η φυγή δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση! Τα πράγματα της μητέρας σου, σου ανήκουν. Πρέπει να στα επιστρέψω!" Όσο και να ήθελα να φύγω η αναφορά του στην μητέρα μου έπιασε κέντρο, ήταν σαν να μιλούσε για νερό σε κάποιον που πεθαίνει στην έρημο. "Τι εννοείς;" χαμογέλασε ξανά, "Εννοώ πως ξέρω κάτι που σίγουρα θές να μάθεις. Λοιπόν θα έρθεις μαζί μου;" Η απαντησή μου κλασική. "Που;" "Έλα." άπλωσε το χέρι του, δεν τον άγγιξα. "Απλά προχώρα, θα έρθω. Δεν θα φύγω αν αυτό φοβάσαι." 'Να πάω που;' "Δεν φοβάμαι τίποτα μικρή μου!". Πέρασε την πόρτα μπαίνοντας ξανά στο μπαρ, τον ακολούθησα. Η ανεσή του ήταν εκνευριστική, ήταν πάντα τρία βήματα μπροστά, προχωρόντας σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον χώρο, ενώ εγώ έπρεπε να στριμόχνωμαι ανάμεσα στα τραπέζια για να τον προλαβαίνω. Απέναντι από την πόρτα της εισόδου μια άλλη, δρύινη πόρτα. Δεν φαίνεται αν δεν ξέρεις που να κοιτάξεις. Ένιωθα σαν να περνάω στον μαγικό κόσμο της Αλίκης, εκείνη είχε ακολουθήσει έναν λαγό, εγώ ακολουθούσα έναν βρικόλακα 3 αιώνων. Μετά την πόρτα όλοι οι ήχοι είχαν χαθεί, 'Ηχομόνωση, ωραία!'. Ο διάδρομος στον οποίο βρεθήκαμε ήταν μακρύς και με ελάχιστα φώτα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω χρώματα, όλα ήταν σε γκρι αποχρώσεις λόγω του μισοσκόταδου που επικρατούσε. Στο τέλος του διαδρόμου μια ακόμα πόρτα, άνοιξε και περίμενε να μπω πρώτη, 'Το Savoir Vivre μας έλειπε!', πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα. . Τον προσπέρασα και προχώρησα μέχρι την μέση του δωματίου όπου σταμάτησα και περίμενα με όλη μου την προσοχή στραμένη στις δικές του κινήσεις. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν μπροστά μου, πίσω από το γραφείο του, φτιαγμένο από σκούρο ξύλο, καθισμένος στην καρέκλα του. "Κάθησε! Έχουμε πολλά να πούμε ακόμα." Κάθησα σε μια από τις πολυθρόνες, ήταν βελούδινες, μαύρο κεντημένο βελούδο. "Σε ακούω, τι ξέρεις;" Τα κεριά που φώτιζαν τον χώρο έδιναν μια σχεδόν απόκοσμη αίσθηση. Το χαμογελό της αλλαζονίας είχε ξαναβρεί την θέση του στο πρόσωπο του Φίλιππου. "Σου το έχω ξαναπεί, το να μπαίνεις κατευθείαν στο θέμα δεν σε αφήνει να χαρείς την συζήτηση." Ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω, με κόπο κατάφερα να μιλήσω σταθερά, "Είπες πως ήξερες την μητέρα μου! Δεν θέλω να συζητήσω! Θέλω να μάθω τι έχεις να μου πεις!"

    Κατάλαβε πως πλέον δεν θα συγκρατιόμουν, "Πολύ καλά. Αυτό είναι δικό σου." καθώς μιλούσε έβγαλε ένα μικρό κουτί από το συρτάρι του γραφείου και το έσπρωξε προς το μέρος μου. Το άγγιξα, κρύο μέταλλο, άνοιξε με ελάχιστη πίεση, κοίταξα περιμένωντας το χειρότερο αλλά μέσα υπήρχαν μόνο δύο χρυσά κοσμήματα. Ένα βραχιόλι - ταυτότητα και ένα μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς. Έβγαλα πρώτα την ταυτότητα, στο πάνω μέρος ένα όνομα, 'Βασιλική', το δικό μου όνομα. Στο κάτω μέρος, μια ημερομηνία, 09/10/1981, η ημερομηνία που, κατα τον πατέρα - Ευγένιο είχα γεννέθλια. Άφησα το βραχιόλι και πάλι μέσα στο κουτί. Άγγιξα το μενταγιόν και σχεδόν, είδα την σκηνή. Μια νεαρή γυναίκα να το δίνει σε έναν νεαρό άνδρα. Και οι δυο τους στην ηλικία μου, κάτι πάνω τους μου ήταν γνωστό, πολύ γνωστό. Η εικόνα στο ένα μέρος αναπαριστούσε μια κοπέλα που αγκάλιαζε έναν Μονόκερω. Το άλλο μέρος ήταν κενό, εκτός από μια σκαλισμένη αφιέρωση, 'Για πάντα δική σου, Βασιλική. 20/3/1977'. Είχα το δικό της όνομα, αυτή η αποκάλυψη ήταν αρκετή για να καταρεύσει η ιστορία που ήξερα. Το άνοιξα, αν και ήξερα πως θα αντίκριζα το πρόσωπο της μητέρας μου. Η φωτογραφία ήταν παλιά αλλά το πρόσωπο της ήταν ακόμα αναγνωρίσιμο. Το προσωπό της ήταν το δικό μου, η μοναδική διαφορά ήταν στα μάτια. Τα δικά της γαλάζια, τα δικά μου καστανοπράσινα. Ήξερα πως έβλεπα το πρόσωπο της γυναίκας που δεν θα γνώριζα ποτέ, πως το προηγούμενο 'όραμα' ήταν η μοναδική εικόνα που θα είχα από τον πατέρα μου. Κατάφερα να συγκρατήσω τις αντιδράσεις μου, δεν θα του πρόσφερα το δώρο που ήθελε τόσο εύκολα.

    Έκλεισα το μενταγιόν ξανά και το έβαλα πίσω στο κουτί. Ένιωθα την δύναμη των συναισθήματων μου να με κατακλύζει αλλά ήξερα πως το βλέμμα του Φίλιππου δεν ήταν τυχαίο. Όπως και ο πατέρας - Ευγένιος, έτσι και αυτός είχε παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία μου. Δεν θα άφηνα την ευκαιρία να χαθεί, η σχέση μεταξύ της μητέρας μου και του Φιλίππου θα ερχόταν στο φώς εκείνη την νύχτα, ότι και αν μου κόστιζε. Η φωνή μου ήταν απόλυτα σταθερή, ήμουν ήρεμη, "Υπάρχει κάποια ιστορία που πρέπει να μάθω; Κάποια γεγονότα που έρχονται μαζί με αυτά τα κομμάτια;" Υποψιαζόμουν τι είχε συμβεί, ήθελα όμως να το επικυρώσει εκείνος. "Ναι, θα προτιμούσα όμως να μου πεις εσύ τι νομίζεις ότι έγινε." Δεν θα έλεγε τίποτα, αν ήταν στο χέρι του. Έπαιξα σκληρά, όσα χαρτιά μου είχαν μείνει. "Εντάξει, θες να παίξουμε, ας παίξουμε." Κάθισα πιο αναπαυτικά, πήρα ξανά το μενταγιόν στα χέρια μου και ξεκίνησα. Δεν τον κοίταζα, η εικόνα της κοπέλας με τον Μονόκερω ήταν το μοναδικό στοιχείο που είχα. Συγκεντρώθηκα σε αυτό. "Λοιπόν, την γνώρισες, ήταν παντρεμένη ήδη και, ίσως ένιωσε κάτι για σένα, που αμφιβάλλω αν ότι ένιωσε ήταν αληθινό, εσύ δεν κατάφερες να την κάνεις ποτέ δική σου γιατί ήταν πιστή σε εκείνον που πραγματικά αγαπούσε. Ξέρεις κάτι; Και εγώ έτσι θα αντιδρούσα, ότι και να πίστευα πως ένιωθα για κάποιον σαν εσένα δεν θα άφηνα εκείνον με τον οποίο θα είχα συνδέσει την ζωή μου." Συνέχισα χωρίς να περιμένω να απαντήσει, το οτί είχα συγκεντρωθεί στο μενταγιόν με βοηθούσε να διατηρήσω το θράσος μου. "Και τώρα, θες να μάθεις τι νομίζω οτι επιδιώκεις; Θές να αποκτήσεις εμένα, απλά για να 'εκδικηθείς' εκείνη. Μόνο που εγώ δεν θα πληρώσω για κάτι που δεν έκανα. Δεν θα με έχεις. Προτιμώ να χάσω την ζωή μου παρά να παραδωθώ σε σένα!" Σήκωσα το βλέμμα και τον κοίταξα. Το προσωπό του από λευκό είχε πάρει μια ρόζ απόχρωση.

    Είχα ξεπεράσει τα όρια, το κατάλαβα αργά, αλλά μου ήταν αδύνατο να κάνω πίσω. Περίμενα την απάντησή του που δεν άργησε να έρθει. Η φωνή του, σαν παγωμένο νερό, κύλησε στο δέρμα μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. "Της μοιάζεις ξέρεις. Μόνο που κάνεις ένα λάθος. Ότι είχε νιώσει ήταν απόλυτα αληθινό! Έκανε τις επιλογές της χωρίς ποτέ να την πιέσω για κάτι. Εκείνη ήθελε να μείνει στον άντρα της. Μόνη της διάλεξε τον θάνατο όταν της πρόσφερα αθανασία. Και τώρα, αν θές μπορείς να φύγεις. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Έχεις τον λόγο μου για αυτό." Κατέβασε το κεφάλι του, ίσως να τον πονούσαν ακόμα οι αναμνήσεις. Πολλές φορές είμαι σκληρή με τον εαυτό μου και τους άλλους. Σκληρή, όχι βάρβαρη. Βάρβαρη δεν υπήρξα ποτέ. Εκείνη την στιγμή, ένιωσα πως, αν έφευγα θα φερόμουν βάναυσα. Θα ήμουν βάρβαρη απέναντι σε κάποιον που μου είχε δώσει την μοναδική εικόνα που θα είχα ποτέ από εκείνη. Από την γυναίκα που έχασα πριν γνωρίσω. Του χρωστούσα τουλάχιστον μια συγνώμη. Δεν τον κοίταξα, "Συγγνώμη. Ήμουν σκληρή, δεν σου άξιζε. Τώρα, πρέπει να φύγω." με εκείνη την 'συγγνώμη' ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Έπρεπε να φύγω και σηκώθηκα γρήγορα, γυρίσα προς την πόρτα κοιτώντας το πάτωμα. Ποτέ δεν κλαίω μπροστά σε άλλους. Ίσως γιατί, η ζωή με δίδαξε από νωρίς πως τα δάκρυα φανερώνουν αδυναμία. Πριν φτάσω στην πόρτα ήταν σχεδόν μπροστά μου, δεν ήθελα να μείνω πλέον εκεί. "Πρέπει να φύγω." είπα χωρίς να τον κοιτάζω. "Να σε πάω ως το σπίτι σου;" Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δέχτηκα, ξέρω όμως πως ήθελα να μάθω για εκείνη. Να καταλάβω γιατί με άφησε στην εκκλησία του Αγ. Βασιλείου μόλις γεννήθηκα. Ήθελα να την γνωρίσω έστω και μέσω κάποιού τρίτου. Πήρα το μικρό κουτί με τα μοναδικά αντικείμενα από την μητέρα μου και τον άφησα να με συνοδεύσει. 'Μόνο μέχρι το σπίτι.' έλεγα στον εαυτό μου, Ήξερα όμως πως δεν θα τελείωνε εκεί. Το ήξερα και με τρόμαζε. Η σκέψη πως κάποιος σχεδόν άγνωστος θα ήταν στο σπίτι μου εκείνη την νύχτα μου θύμιζε πράγματα που πάλευα να ξεχάσω τους τελευταίους 5 μήνες. Εκείνη την νύχτα της Κυριακής έκλειναν 5 μήνες από το βράδυ του χωρισμού μου. Η παρουσία του Φίλιππου στο σπίτι μου δεν θα με βοηθούσε να ξεχάσω, αντίθετα, θα με ανάγκαζε να θυμηθώ. Δεν μίλησα για αυτό, τι καλό θα μπορούσε να κάνει το να του πω οτιδήποτε για την ζωή μου; Ήδη ήξερε πολλά για μένα, περισσότερα ακόμα και από εμένα την ίδια.

    Περνώντας από το μπαρ καληνύχτησα τον Λευτέρη και ένοιωσα τον Φίλιππο να παλεύει με τον εαυτό του, προσπαθούσε σκληρά για να συγκρατήσει τις αντιδράσεις του και τελικά το κατάφερε. Μόλις βγήκαμε από το μπαρ άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό μου. Αν περίμενε να προχωρήσουμε σαν ζευγάρι θα περίμενε πολύ, έβαλα τα χέρια μου στις μπροστινές τσέπες του τζήν μου και ξεκίνησα. Προσαρμόστηκε άμεσα, αλλά καταλάβαινα πως δεν ήταν όπως το είχε σχεδιάσει. "Τι σχέση είχες με το Λευτέρη;" ήμουν σίγουρη οτί θα με ρωτούσε, ο τόνος του ήταν σχεδόν σαν να με κατηγορούσε για κάποιο ειδεχθές έγκλημα. "Είμαστε φίλοι και είχαμε χαθεί για αρκετό καιρό. Δεν κατάλαβα όμως, με κατηγορείς για κάτι;" είχε κατεβάσει το κεφάλι, ο τόνος του ήταν απολογητικός, σχεδόν πληγωμένος. "Συγνώμη, απλά..." <Δεν εχουμε τίποτα! Πως μπορεί να έχει τέτοιο ύφος;> "Το παρελθόν μου δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο εκτός από εμένα. Τώρα, είμαστε μόλις 200μ από τον δρόμο μου και εγώ δεν έχω κάτι να πω. Σε ακούω λοιπόν." πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. "Νομίζω ξέρεις ήδη πως μου αρέσεις πολύ. Εκείνο που αγνοείς είναι πως, δεν έχω συνηθίσει να μου αντιστέκονται τόσο. Είναι η μοναδική φορά τους τελευταίους τρείς αιώνες που νιώθω κάτι τόσο δυνατό. Και ενώ έχω κάνει σχεδόν τα πάντα, εσύ..." δεν συνέχισε, κατάλαβα τι ήθελε να πει. "Εγώ, δεν είμαι αυτή που ψάχνεις. Είναι πολλά για μένα που δεν ξέρεις. Δεν θα συνεχίσεις να ενδιαφέρεσαι όταν μάθεις." Ήθελα να σταματήσει, να τα παρατήσει εκεί, αν και ήξερα πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον μου. Ο Φίλιππος δεν είναι από τα άτομα που παραιτούνται έτσι εύκολα, όσο πιο δύσκολο είναι κάτι τόσο περισσότερο προσπαθεί να το πετύχει, και ο στόχος του αυτή την φόρά ήμουν εγώ.

    Με κοίταξε, ένιωσα το βλέμμα του ζεστό στο προσωπό μου και πάλεψα για να μην γυρίσω να τον κοιτάξω. "Ξέρω πως, είσαι μόνη σου τους τελευταίους μήνες. Πως δεν υπάρχει κανείς στην ζωή σου. Και πως είσαι η μοναδική που έχει καταφέρει να μου αντισταθεί τόσο. Αυτά μου φτάνουν, για τώρα." Εκείνο το 'για τώρα' σχεδόν με φόβισε, έκανε σαν να μην είχε ακούσει την τελευταία μου φράση, σαν να μην την είχα πει. Όμως, σε εκείνη τη φράση ήταν όλη μου η υπεράσπιση και αλήθεια. "Το οτί είμαι μόνη μου, δεν σημαίνει απαραίτητα οτί ψάχνω! Από όσο ξέρω, όταν κάποιος 'αντιστέκετε τόσο', όπως είπες, σημαίνει πως δεν ενδιαφέρετε, και συνήθως ο άλλος δέχεται την 'αππόριψη' και συνεχίζει την ζωή του. Τι από αυτά δεν μπορείς να δεχτείς;" Δεν περίμενα να απαντήσει, κί όμως, λίγο αργότερα απάντησε. Η φωνή του ήταν σταθερή όσο ποτέ, "Σχεδόν όλα. Αρχικά, νομίζω οτί ψάχνεις, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνεις. Έπειτά δεν αππέριψες τίποτα γιατι απλά δεν υπήρξε ποτέ καμμία πρόταση. Και τέλος, η δική μου ζωή δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς εσένα." εκεί σταμάτησα, πάγωσα, ακριβώς όπως συμβαίνει στους αυτόπτες μάρτυρες κάποιων εγκλημάτων. Για αρκετά δευτερόλεπτα δεν ήμουν σίγουρη αν αυτό που ζούσα ήταν αλήθεια ή απλά μια παραίσθηση, ένα όνειρο. Ήθελα τόσο να ήμουν κοιμησμένη, να ήταν όνειρο, αλλά ήμουν ξύπνια, όλα αυτά ήταν η πραγματικότητα. Όταν ξαναβρήκα την φωνή μου δεν ήξερα τι να πω και πως να αντιδράσω, "Φίλιππε, νομίζω πως δεν θες να καταλάβεις αυτό που σου είπα λίγο πριν. Υπάρχουν πράγματα που, θα σε αναγκάσουν να φύγεις μόλις τα μάθεις. Μην μου ζητήσεις να σου πω, δεν θέλω να τα θυμάμαι όμως υπάρχουν και θα σε κάνουν να φύγεις. Αν δεν μπορείς να δεχτείς την κατάσταση της απλής φιλίας δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, θα είναι καλύτερα να..." Με σταμάτησε με τον αναμενόμενο αντίλογο, "Δεν με ενδιαφέρει τι έχει γίνει στο παρελθόν! Είμαι πολύ πιο ένοχος από εσένα, έχω κάνει πράγματα που δεν θέλω να θυμάμαι. Το παρελθόν δεν έχει καμμία απόλυτως σχέση με το παρόν, όχι για μένα! Μην λές λοιπόν οτί θα φύγω για κάτι που έκανες στο παρελθόν, γιατί δεν θα το κάνω!" Δεν θα κέρδιζα την μάχη, το ήξερα.

    Μένοντας εκεί δεν θα κατάφερνα τίποτα. Λίγα μέτρα παρακάτω ήταν η είσοδος της πολυκατοικίας μου. Επιτάχυνα το βήμα μου προσπαθόντας να αποφύγω την απάντηση, που ήξερα πως έπρεπε να δώσω. "Βασιλική..." φτάναμε στην εξώπορτα, είχα σταμάτησει για να βγάλω τα κλειδιά μου όταν το είπε και ένιωσα την έκρηξη να παίρνει τον έλεγχο, "Βίκυ! Αυτό είναι το δικό μου όνομα! Δεν είμαι εκείνη ακόμα και αν της μοίαζω, ακόμα και αν έχουμε το ίδιο όνομα, δεν είμαι εκείνη! Δεν γινέται να πληρώσω για όσα εκείνη έκανε ή δεν έκανε! Έχω μια άλλη ζωή και δεν είναι η δική της." δεν άντεχα να τον κοιτάξω, έσφιγγα τα κλειδιά μέσα στην παλάμη μου ενώ συνέχιζα να κοιτάζω την άσφαλτο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η φωνή του ήταν ψίθυρος, ένιωθα πως τον είχα πληγώσει και δεν το ήθελα, "Ξέρω πως δεν είσαι εκείνη. Το κατάλαβα μόλις σε πρωτοείδα, εσένα χρειάζομαι Βίκυ όχι εκείνη! Θα σε αφήσω να ηρεμήσεις, όμως θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, σκέψου όσα σου είπα και δώσε μου μια απάντηση αύριο. Θα σε περιμένω την ίδια ώρα." Πάλεψα για να κρατήσω σταθερή την φωνή μου, "Εντάξει, θα το σκεφτώ και θα είμαι εκεί. Κάνε μου όμως τη χάρη να βγείς από τα όνειρά μου." Χαμογέλασε θλιμένα, "Εντάξει, θα σε περιμένω." είπε μόνο. "Καληνύχτα" ψιθύρισα καθώς τον παρακολουθούσα να χάνετε στην νύχτα. Εκείνο το βράδυ δεν είχα όνειρα, αν και κοιμήθηκα και πάλι αργά. Όσα μου είχε πεί δεν με άφησαν να ηρεμήσω. Το οτι ήξερε την μητέρα μου έπρεπε να περιμένει άλλη μία μέρα, Κάποια άλλα όμως ήταν επείγοντα, τι εννοούσε όταν είπε πως με είχε ανάγκη για να συνεχίσει να ζει; Και αν ακόμα ήταν έτσι, γιατί να διαλέξει εμένα; Ήμουν σίγουρη πως υπήρχαν πολλές κοπέλες που θα έκαναν τα πάντα για να είναι μαζί του. Όταν ήρθε ο Μορφέας ήταν ξημέρωμα, και ακόμα δεν ήξερα τι θα έλεγα το ίδιο βράδυ ως απάντηση στον Φίλιππο.

    Ξύπνησα ακριβώς στην ώρα για να προλάβω να πάω στο γραφείο. Ευτυχώς δεν είχαμε ιδιαίτερη δουλειά εκείνη την ημέρα, όπως γίνεται συνήθως στην αρχή του μήνα. Η Ίρις πέρασε από το γραφείο μου κοντά στο μεσημέρι, η περιέργεια της πολλές φορές μου θυμίζει γάτα. Μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να αποφύγει την μοίρα της 'περίεργης γάτας', κάτι που εύχομαι να συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Η πρόφαση ήταν ένα βιβλίο, ο πραγματικός λόγος ήταν άλλος, "Τι έγινε χτές;" Χαμογέλασα πριν της απαντήσω, "Γιατί πρέπει κάτι να έγινε; Απλά, μιλήσαμε." Είχε ενθουσιαστεί, "Και; Σου είπε ότι είναι ερωτευμένος μαζί σου; Ο Ερρίκος δεν τον έχει ξαναδεί έτσι για καμία! Γνωρίζονται χρόνια και είναι η πρώτη φορά που τον ενδιαφέρει κάποια έτσι! Λοιπόν; Τι σου είπε;" Δεν την κοίταζα, η ώρα της απόφασης πλησίαζε σχεδόν απειλητικά και όσα μου έλεγε δεν με βοηθούσαν. "Το θέμα δεν είναι τι μου είπε εκείνος." Δεν έφταιγε εκείνη και έμοιαζε σαν να την κατηγορούσα. Προσπάθησα να ηρεμήσω και συνέχισα, "Το θέμα είναι πως, δεν ξέρω εγώ τι θέλω. Δεν είμαι σίγουρή ότι πραγματικά θέλω να προχωρήσω μαζί του." Όχι, αυτό το ήξερα, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Φοβόμουν να αποκαλύψω στον ίδιο μου το εαυτό ότι, ήθελα να είμαι μαζί του. Φοβόμουν τον Φίλιππο; Όχι, φοβόμουν εμένα, έτρεμα τις αναμνήσεις μου. Όχι τόσο την τυχόν επανάληψη τους στο παρόν, όσο την αντίδραση μου όταν κάποια στιγμή θα έπρεπε να τα μιλήσω για όλα αυτά στον Φίλιππο. Έτρεμα τον οίκτο του. Τον πόνο τον αντέχω, τον οίκτο στα μάτια των άλλων όμως δεν μπορώ να τον ανεχτώ. Η Ίρις συνέχιζε να με κοιτάζει σαν να είχα μόλις κατέβει από τον Άρη με διαστημόπλοιο, "Εννοείς πως, σου είπε τι νιώθει και τον απέρριψες;" η ερώτηση ήταν ένα δριμύ κατηγορώ. "Όχι, απλά του ζήτησα λίγο χρόνο. Απόψε, πρέπει να του απαντήσω για το αν τελικά θα είμαστε μαζί." Χαμογέλασε και η απάντηση της ήταν η αναμενόμενη. "Και; Θα του πεις το 'Ναι' έτσι;" Δεν της απάντησα αμέσως, "Θα δω. Ίσως ναι, ίσως όχι. Δεν ξέρω Ίρις, πραγματικά δεν ξέρω." Σηκώθηκε από την καρέκλα απέναντι μου και ήρθε δίπλα μου, "Δεν σκέφτεσαι τον Κώστα έτσι; Βίκυ, έχουν περάσει μήνες από τότε! Πρέπει να κοιτάξεις μπροστά! Θα σε δώ το απόγευμα στο στέκι, θα είμαστε εκεί στις 19:00. Θα έρθεις έτσι;" Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να αρνηθώ, χαμογέλασα και έγνεψα καταφατικά "Θα είμαι εκεί!"

    Η Ίρις έφυγε, έμεινα μόνη να σκέφτομαι όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ, και όσα είχαν συμβεί πριν από 5 σχεδόν μήνες. Η Ίρις εννούσε τον χωρισμό, μόνο που όπως όλοι, ήξερε μόνο τη μισή αλήθεια. Εκείνη που άντεχα να πω. <Με τον Κώστα χωρίσαμε γιατί δεν ταιριάξαμε όταν προσπαθήσαμε να συζήσουμε.> Σε αυτήν την εξήγηση οδηγήθηκαν όλοι, άλλωστε χωρίσαμε μόλις τρείς μήνες αφότου αποφασίσαμε να μείνουμε μαζί. Η Μάριον ήξερε κάτι περισσότερο, μόνο και μόνο επειδή μας έβλεπε πιο συχνά. Ήξερε, είχε καταλάβει πως ο Κώστας ζήλευε παθολογικά από την ώρα σχεδόν που εκδηλώθηκε. Ποτέ όμως δεν έμαθε για όλα τα άλλα, εκείνα δεν θα τα μάθει κανείς. Τουλάχιστον, όσο περνάει από το χέρι μου. Δεν θυμάμαι πως πέρασε η υπόλοιπη μέρα στο γραφείο. Το μόνο καλό ήταν πως από την επόμενη μέρα θα είχα άδεια, 20 μέρες ξεκούρασης, αυτό τουλάχιστον ήθελα να πιστεύω. Το μεσημέρι στο σπίτι με περίμενε μια έκπληξη, μια ανθοδέσμη με 12 κατακόκκινα τριαντάφυλλα και χωρίς κάρτα βρισκόταν στο χαλάκι της πόρτας μου. Τα έβαλα σε ένα βάζο και ξάπλωσα στον καναπέ διαβάζοντας λίγο ακόμα από την 'Συνέντευξη' της Ράις ενώ το Farther Away των Evanescence μόλις άρχιζε. Ο Μορφέας ήρθε χωρίς να το καταλάβω και ο κόσμος του υποσηνειδήτου βγήκε στην επιφάνεια. Ο εφιάλτης ήταν καινούριος, το πρόσωπο ήταν άγνωστο αλλά πέρα για πέρα πραγματικό. Ήμουν στο μπαρ, στο γραφείο του Φίλιππου, εκείνος όμως ήταν διαφορετικός. Δεν ήταν ο Φίλιππος απεναντί μου, ο φόβος με είχε παραλύσει αν και δεν είχε κάνει την παραμικρή κίνηση. Ήθελα να φωνάξω, να ζητήσω βοήθεια αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε. "Επιτέλους, γνωριζόμαστε! Είμαι σίγουρος πως ο Φίλιππος δεν σου μίλησε για μένα γι' αυτό πήρα το θάρρος να σου συστηθώ μόνος μου. Είμαι ο Ιάσονας, παίζω μπάσο στο γκρούπ και, όπως ίσως κατάλαβες ήδη, είμαι Βρυκόλακας. Δεν χρειάζεται να μου συστηθείς! Ήδη νιώθω πως σε ξέρω, αλλά νομίζω πως πρέπει να σε αφήσω. Ελπίζω να σε ξαναδώ στο 'Ρόδο', σύντομα. Αλήθεια, σου άρεσαν τα τριανταφυλλά; Πάντα πίστευα πως τα άσπρα είναι κάπως βαρετά. Θα τα ξαναπούμε, σύντομα." Εκεί ξύπνησα έντρομη, ένιωθα πως όσα μου είχε πει ήταν αλήθεια, όμως κάτι μου έλεγε πως δεν είχε την δύναμη του Φίλιππου. Ακόμα και η απόσταση μεταξύ μας έδειχνε πως δεν μπορούσε να υπερβεί κάποια όρια. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό, εκτός από το να ελπίζω πως δεν θα τον συναντούσα ποτέ στην πραγματικότητα.

    Ήταν ήδη 18:00, ετοιμάστηκα γρηγορα και έφυγα για την πλατεία. Έκανα μια βόλτα στην πόλη και στις 19:00 ήμουν στο τραπέζι που είχαμε καθίσει και την προηγούμενη φορά. Σε όλη την βόλτα αλλά και στο καφέ καθώς περίμενα τους υπόλοιπους σκεφτόμουν τι θα έλεγα το βράδυ στον Φίλιππο. Τα όνειρα έπρεπε να σταματήσουν. Όσο για το αν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε, το ήξερα ήδη πως δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, θα συμφωνούσα αν και με πολλές προϋποθέσεις. Ήδη άκουγα τα 'καμπανάκια' και δεν ήθελα να επαναληφθεί η ιστορία. Το παρελθόν, έπρεπε να μείνει στο σκοτάδι του. Μόλις κατέληξα στην απόφαση αυτή εμφανίστηκαν όλοι τους, λες και περίμεναν να φτάσω σε αυτό το συμπέρασμα για να έρθουν. Το υπόλοιπο απόγευμα πέρασε ευχάριστα, με καλή διάθεση και αστεία. Ο Ερρίκος και ο Αλέξανδρος είχαν γίνει πια ένα με τους υπόλοιπους. Ο Κρίστοφερ έλλειπε, αλλά η Μάριον ήταν χαρούμενη. Ίσως η στιγμή της μετάθεσης να ήταν πλέον πολύ κοντά. Εκείνο το δίωρο με γύρισε στα χρόνια της εφηβείας μου. Τότε που η παρέα μας ήταν μικρή αλλά δεμένη. Πριν χωριστούμε, πριν πάρει ο καθένας διαφορετικό δρόμο και χάσουμε κάθε επαφή. Τότε που ήμασταν όλοι πιο αθώοι και που οι πλάκες μας έκαναν τους πάντες να γελάνε. Ήταν ωραία τα χρόνια εκείνα, τότε δεν το καταλαβαίναμε και τώρα τα νοσταλγούμε. Όμως, αρκετά με το παρελθόν, το παρόν είναι εδώ και το μέλλον μας περιμένει. Ο χρόνος είναι ο ανίκητος εχθρός του σύμπαντος και εμείς είμαστε κουκίδες μέσα στο άπειρο.

  10. τελικα δεν το γλιτωσε το editing, υποσχομαι παντως πως θα ειναι το προτελευταιο, το τελευταιο θα ειναι στο 5ο κεφ.(i:suck)

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

    "Χαίρομαι που σου άρεσαν. Άρχισες να τα διαβάζεις ελπίζω." Ο εφιάλτης με την Μάριον ήρθε στην σκέψη μου και η απάντηση μου είχε περισσότερη επιθετικότητα από όση ήθελα, "Ναι, αρχισα, μόνο που πίστευα πως η χτεσινή μου υπόσχεση ήταν αρκετή. Η τελευταία προειδοποίηση δεν χρειαζόταν, ακόμα και ένα απλό σημείωμα θα έκανε την ίδια δουλειά!" Το χαμόγελο του δεν είχε ίχνος αλλαζονείας, η επίθεση μου μάλλον είχε βρει τον στόχο της, "Ίσως να το παράκανα λίγο. Δεν ήμουν σίγουρος όμως ότι η κάρτα μου θα έφερνε το αποτέλεσμα που ήθελα. 'Προειδοποίηση', έχεις έναν πολύ καλό τρόπο να επιλέγεις τις λέξεις που θες να τονίσεις. Έχεις δίκιο πάντος, δεν ήταν απειλή. Απλή προειδοποίηση ήταν και, χαίρομαι που έγινα κατανοητός." Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Η ειρωνεία μου ακόμα πιο εμφανής. Δεν προσπάθησα να την καλύψω, όσο και αν φοβόμουν. "Γίνεσαι απόλυτα κατανοητός και με τα πιο απλά μέσα. Μοιάζεις με τα ταχύρυθμα τμήματα εκμάθησης υπολογιστών. Βέβαια και εγώ προσπαθώ να μην χρειάζομαι επεξηγήσεις για ότι αφορά τις ζωές άλλων." Η επίθεση έγινε αντιληπτή, αν και προσπάθησα πολύ για να την καλύψω. "Με κολακεύεις! Δεν χρειάζεται όμως τόση επιθετικότητα. Η φίλη σου είναι ασφαλής, δεν έγινε τίποτα." Το προσωπό μου ίσως έδειχνε ακριβώς πως ένιωθα γιατί η επόμενη φράση του ήταν εντελώς αναπάντεχη, "Με συγχωρείς, κάποιες φορές δεν ξέρω πότε πρέπει να σταματήσω." Η απάντηση μου ξάφνιασε ακόμα και μένα, "Τότε πρέπει να εφαρμόσεις κάποιο νέο σύστημα." Γέλασε, η ανάγκη μου να φύγω απο εκεί ήταν πιο δυνατή από όποιαδήποτε άλλη επιθυμία. Η συζήτηση που είχα με την Ίρις ήρθε ξανά στην σκέψη μου, έπρεπε να μάθω τι ακριβώς ήθελε. Το 'Poison' ξεκινούσε και εγώ έκανα την ερώτηση που ήλπιζα πως θα τελείωνε την όλη συζήτηση. "Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;" "Φυσικά!" μάζεψα όσο κουράγιο είχα και, "Τι ακριβώς θες από μένα Φίλιππε;" Χαμογέλασε, οι κυνόδοντες άφαντοι, "Βιάζεσαι, αλλά θα σου πω. Θέλω να σε γνωρίσω, να καταλάβω πως σκέφτεσαι. Θέλω, να μου χαρίσεις την παρέα σου για τώρα, και ίσως αργότερα την φιλία σου." Ένιωθα την φωνή του να με υπνωτίζει, χρειάστηκα όση θέληση και λογική είχα για να μην τον αφήσω να με παρασύρει. Έσφιξα την γροθιά μου νιώθωντας τα νύχια να σκάβουν το δέρμα της παλάμης μου για ακόμα μια φορά. "Θέλεις την παρέα μου. Ωραία, και αν συμφωνήσω; Τι επακόλουθα θα έχει;" Χρειαζόμουν χρόνο, και η επεξηγήσεις θα μου τον έδιναν. "Επακόλουθα; Τίποτα! Η ελεύθερη βούληση είναι δικαιωμά σου. Αν δεν θες κάτι, απλά το αρνείσαι." Η ιστορία της Εύας ήρθε στη σκέψη μου, το μήλο φαινόταν νόστιμο, η τιμωρία όμως ήταν σκληρή. Και εκείνη είχε το δικαίωμα της επιλογής, όπως και εγώ. ¨Ενα φως άστραψε στο ομιχλώδες τοπίο της σκέψης μου και αποφάσισα να παίξω ότι είχα. "Αν είναι να σου χαρίσω την παρέα μου, θέλω και εγώ κάτι σαν αντάλαγμα." Δεν μίλησε και συνέχισα, "Την απόλυτη ασφάλεια των ανθρώπων που γνωρίζω. Είτε ήρθαν, είτε όχι, σε επαφή μαζί σου. Ακόμα και αν εγώ αρνηθώ κάτι, εκείνοι θα μείνουν ασφαλείς! Απλά να ξέρεις πως, αν κινδυνεύσει κάποιος, εκτός από εμένα, δεν υπάρχει τίποτα που να με κρατάει. Να είσαι σίγουρος πως αυτός που θα το έχει προκαλέσει , δεν θα γλιτώσει!" Χαμογέλασε, ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, σαν να είχε μόλις πάρει κάποιο δώρο χωρίς να το περιμένει. "Την έχεις! Εσύ και όσοί γνωρίζεις θα είναι ασφαλείς!" Σε αυτό το σημείο, ήξερα πως είχα πέσει σε παγίδα. Το ζήτημα ήταν οτί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να δω την παγίδα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ακριβώς πως νιώθει ένα παγιδευμένο ζώο μέσα στο σκοτάδι. Τα σίδερα της παγίδας ήταν αόρατα αλλά πέρα για πέρα υπαρκτά. "Λοιπόν; Συμφωνούμε;" Η μοναδική επιλογή ήταν να συμφωνήσω. Το να αρνηθώ δεν θα με βοηθούσε να ξεφύγω, ήμουν ήδη βαθιά στην φυλακή του. "Σύμφωνοι." είπα και άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του, πήρε την παλάμη μου στα χέρια του και έσκυψε, έσφιξα το άλλο μου χέρι για να κρατήσω σταθερή την αναπνοή μου και να μην τραβήξω το χέρι μου όπως ήθελα, ένιωσα την ζεστή του ανάσα στο κέντρο της παλάμης μου, τα βελούδινα χείλη του στα 4 μισοφέγγαρα, κόκκινα ακόμα, που λίγη ώρα πριν είχαν σχηματιστεί από την πίεση των νυχιών μου.

    Μόλις άφησε το χέρι μου, κατέβηκα όσο μπορούσα πιο σταθερά από το σκαμπό, ήμουν έτοιμη να πω "Καληνύχτα!", 'οταν ένιωσα τον πόνο στο μπράτσο μου. Με κρατούσε, η παλάμη του παγωμένη, στο προσωπό του δεν υπήρχε πλέον ίχνος αλλαζονείας. Δεν μπορούσα να αντιδράσω, ο φόβος με είχε παραλύσει, η τύχη όμως ήταν μαζί μου, τουλάχιστον εκείνο το βράδυ. Ο Λευτέρης ήρθε κοντά μας, μάλλον είχε δεί όσα είχαν γίνει, "Κύριε Φίλιππε; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την Βίκυ;" ένιωσα τον Φίλιππο να χαλαρώνει, γύρισε προς τον Λευτέρη και η φωνή του ήταν εντελώς φυσιολογική. "Τίποτα! Όλα είναι εντάξει. Γνωρίζεστε ήδη με την Βασιλική; Τι ευχάριστη έκπληξη!" Ο Λευτέρης δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, "Ναι, από το σχολείο. Και τώρα με συγχωρείτε. Βίκυ, θα τα πούμε. Καληνύχτα!" Το μπράτσο μου με πονούσε, αλλά ήξερα πως δεν θα με άγγιζε ξανά, όχι εκείνο το βράδυ τουλάχιστον. Ψυθήρισα μια καληνύχτα στον Λευτέρη ενώ μέσα μου τον ευγνωμονούσα. Ο φόβος είχε δώσει την θέση του στην οργή, "Νόμιζα πως μόλις κάναμε μια συμφωνία, τόσο λίγο κρατάνε οι συμφωνίες και οι υποσχέσεις σου;" Δεν κάθισα στο σκαμπό, ήθελα να φύγω και θα έφευγα. Η φωνή του έδινε την αίσθηση πληγωμένου αγοριού. "Με συγχωρείς, παραφέρθηκα. Δεν το ήθελα και δεν θα ξανασυμβεί." Το ήλπιζα και το ευχόμουν, "Το ελπίζω, γιατί δεν θα έχω πάντα την βοήθεια του Λευτέρη! Τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω." Είχε ήδη κατεβεί από το σκαμπό του, "Να σε συνοδεύσω;" Προσπάθησα σκληρά να μην ακουστώ επιθετική, "Ευχαριστώ, αλλά όχι. Θέλω να περπατήσω, μόνη μου." Η απαντησή μου τον βρήκε απροετοίμαστο, "Όπως θες, μπορώ όμως να σε περιμένω αύριο; ¨Εχουμε πολλά ακόμα να πούμε." Δεν ξέρω γιατί είπα ναι, έμοιαζε σαν να μην είχα μιλήσει εγώ αλλά ήξερα πως είχα συμφωνήσει και πάλι. Ήθελα να τον ξαναδώ, όμως οι εφιάλτες έπρεπε να τελειώσουν. "Θα έρθω, αν μου υποσχεθείς κάτι." ήμουν σίγουρη οτί δεν περίμενε καμία τέτοια 'απαίτηση' "Τι;" "Να σταματήσεις τα ταξίδια στον ύπνο μου. Μπορείς να φύγεις από τα όνειρα μου;" Δεν απάντησε για μερικά λεπτά, δεν περίμενα να δεχτεί έτσι εύκολα. "Θα προσπαθήσω, αν κάνεις και εσύ κάτι για μένα." δεν ρώτησα τι, περίμενα απλά να συνεχίσει, "Σταμάτα να δείχνεις πόσο πολύ φοβάσαι. Ο σταυρός σου δεν κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να δείχνει πόσο πολύ φοβάσαι. Εμένα δεν με πειράζει, διασκεδάζω, άλλοι όμως..." Δεν ήθελα να ρωτήσω ποιούς εννούσε, θα μάθαινα όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Πολύ πιο σύντομα από όσο περίμενε ο Φίλιππος, από όσο νόμιζα εγώ. "Εντάξει." είπα απλά. Γύρισα να φύγω, δεν με σταμάτησε όπως περίμενα. Η φωνή του στο μυαλό μου σαν δροσερό ρυάκι μέσα στο δάσος, "Θα σε περιμένω αύριο γλυκιά μου πριγκίπισσα." Έφυγα όσο πιο σταθερά μπορούσα, χωρίς να γυρίσω πίσω αν και ήξερα πως με παρακολουθούσε.

    Ο Μορφέας ήρθε ξανά πολύ αργά, η αυγή είχε ήδη χρωματίσει τον ουρανό και εγώ βρισκόμουν στο γνωστό πλέον κάστρο. Ήξερα οτί ο Φίλιππος με παρακολουθούσε και δεν έκανα καμία κίνηση. "Δεν μου είπες; Πως σου φαίνεται το μικρό μου σπίτι;" Χαμογέλασα αθώα, "Όχι και μικρό, μην το υποτιμάς έτσι! Βέββαια, αν μπορούσα να δω και το υπόλοιπο θα είχα σχηματίσει μια πιο ολοκληρωμένη άποψη." Δεν ήθελα να δω το υπόλοιπο, ήθελα να μην τον ξαναδώ. Ήταν μια ανάσα μακριά μου, το γαλάζιο των ματιών του με είχε σχεδόν υπνωτίσει. Δεν θα αντιστεκόμουν, το ήξερε και όμως δεν έκανε την κίνηση. Ένιωθα την ανάγκη του, την πείνα του να με διαπερνά, σχεδόν ήθελα να νιώσω το δάγκωμα του αλλά το μόνο που ένιωσα ήταν η καυτή του ανάσα στο αυτί μου, "Έχουμε μια συμφωνία, δεν θα την χαλάσω. Θα σε περιμένω απόψε, να είσαι εκεί." το επόμενο δευτερόλεπτο εκείνος είχε εξαφανιστεί και εγώ βρισκόμουν στο κρεβάτι μου ξυπνή με λιγότερες από 3 ώρες ύπνου. Ο καφές με βοήθησε να ξυπνήσω ενώ το cd της Shakira μόλις ξεκινούσε στο stereo. Ήταν μόλις 10:00 το πρωί, και το χτύπημα του τηλεφώνου με επανέφερε στην πραγματικότητα, σκεφτόμουν όσα γινόταν με τον Φίλιππο, προσπαθούσα να καταλάβω τι ήθελε, να ξεκαθαρίσω τι ένιωθα. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου, όταν απάντησε ο τηλεφωνητής και η φωνή της Ίρις γέμισε το σαλόνι. "Ακόμα δεν ξύπνησες; Πάρε με μόλις το ακούσεις. Θέλω να σου πω." Σταμάτησα την μουσική και σχημάτισα τον αριθμό της, απάντησε στο δεύτερο χτύπημα. "Καλημέρα. Τι έγινε; Μόλις πήρα το μήνυμα σου." της είπα. Η απαντησή της με παραξένεψε. "Όλα καλά. Απλά, θα πάμε για καφέ το απόγευμα και θέλαμε να έρθεις." συνήθως απλά μου ζητούσε να πάμε για καφέ, ποιοί ήθελαν να πάω και γιατί;

    "Ποιοί θα είστε;" Άκουσα το γέλιο της Έλενας από μέσα, "Οι γνωστοί. Εγώ, η Έλενα, η Μάριον, ο Κρίστοφερ και ο Ερρίκος με τον Αλέξανδρο. Λοιπόν; Θα έρθεις;" Δεν περίμενα κάτι άλλο. "Τι ώρα; Στο στέκι μας;" Το στέκι μας ήταν ένα μικρό καφέ στην πλατεία. Έφτιαχνε πολύ καλό καφέ και μαζί σέρβιρε σπιτική μηλόπιτα ή κέικ . "Ναι. Κατά τις 18:00 θα είμαστε εκεί. Να σε περιμένουμε;" Δεν υπήρχε λόγος να αρνηθώ. "Ναι, θα είμαι εκεί." Κλείσαμε το τηλέφωνο και η ίδια ερώτηση έψαχνε απάντηση, "Γιατί θέλουν να είμαι εκεί;" Οι πιθανότητες ο Ερρίκος και ο Αλέξανδρος να μην ήξεραν τι ήταν ο Φίλιππος ήταν ελάχιστες. Οι υπόλοιποι ήταν η παρέα μου, τα άτομα που ξέρω αρκετά χρόνια και αρκετά καλά. Τουλάχιστον αυτό θέλω να πιστεύω.

    Ήταν μόλις 11:30 όταν πήγα στην Εκκλησία για να μιλήσω στον πατέρα - Ευγένιο. Ήταν εκεί, η πρωινή λειτουργία μόλις είχε τελειώσει. "Καλημέρα!" είπε μόλις με είδε. Το χαμογελό του φωτεινό, χάρηκε που με είδε. "Έχασες την λειτουργία, αλλά, δεν ήρθες για την λειτουργία, έτσι; Τι έγινε; Έμαθες τι θέλει;" Καθόμασταν σέ δύο καθίσματα στο βάθος της αίθουσας και προσπαθούσα να βρω τις λέξεις για να του πω ένα μέρος τουλάχιστον από όσα είχαν γίνει. "Ναι, ένα μέρος της αλήθειας. Από ότι μου είπε θέλει να με γνωρίσει καλύτερα." Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. "Είπε πως θέλει να γίνουμε, φίλοι. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που ζητά, πάντως κλείσαμε μια συμφωνία." Η ανησυχία στο προσωπό του έδωσε την θέση της σε ένα περίεργο χαμόγελο. "Τι συμφωνία;" Όταν του εξήγησα τα μάτια του έλαμψαν, "Πολύ καλή η συμφωνία! Μόνο πού, δεν είμαι σίγουρος αν μέσα είμαστε και όλοι εμείς." Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. "Μα, η συμφωνία είναι για όσους γνωρίζω! Δεν μπορεί να αποκλείεστε όλοι εσείς!" Με κοίταξε και ένιωσα ανίκανη να τον προστατέψω όπως ήθελα. "Δεν ξέρεις όλα τα παιδιά, ούτε και όλους όσους εργάζονται εδώ και στο ορφανοτροφείο. Έχουν αλλάξει σχεδόν όλοι από τότε που ήσουν εδώ." Έμεινα να κοιτάζω το πάτωμα. Ήθελα τόσο πολύ να τους προστατέψω και δεν κατάφερα τίποτα. "Δεν φταίς εσύ! Τον έκανες να σου υποσχεθεί ότι όσοι γνωρίζεις θα παραμείνουν ασφαλείς. Αυτό από μόνο του είναι κατόρθωμα. Ήδη προστατεύεις πολλούς. Δεν μπορούσες να ξέρεις, ούτε και να το προβλέψεις." Η 'φάκα' μόλις είχε αποκαλυφθεί. "Κατάλαβα. Θα σας ειδοποιήσω αν έχω κάτι καινούριο. Ευχαριστώ για την βοήθεια και, να προσέχετε τα κορίτσια." Έφυγα χωρίς να περιμένω απάντηση. Δεν ήθελα να δει πως κατηγορούσα τον εαυτό μου. Και φυσικά δεν ήθελα να τους θέσω σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.

    Στο σπίτι είχα μια ακόμα ανθοδέσμη, διαφορετική από τις προηγούμενες και όμως ίδια. Ήταν αφημένη στο χαλάκι της εισόδου. Στον καναπέ κοίταξα την κάρτα όταν είχα βάλει τα τριαντάφυλλα σε ένα ανθοδοχείο, 11 λευκά και ένα κόκκινο, η κάρτα ήταν στο κόκκινο. "Η πρωινή σου επίσκεψη ίσως σε διαφώτησε, αλλά να θυμάσαι πως είναι εκτός συμφωνίας. Αν το θεωρείς απαραίτητο κάνουμε μια ακόμα συμφωνία. Θα σε περιμένω απόψε, την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος. Φ." Δεν θα τους έκανε κακό, η προειδοποίηση του ήταν το σημάδι πως ακόμα δεν κινδύνευαν και δεν σκόπευα να κάνω άλλη συμφωνία, ούτε και να τους θέσω σε κίνδυνο. Προσπάθησα να κοιμηθώ, άδικος κόπος. Διάβαζα ένα από τα βιβλία της Ράις όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησα τον τηλεφωνητή να απαντήσει, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. "Βίκυ; Βίκυ είσαι εκεί; Θα είμαι εκεί σε 10'. Ελπίζω να σε βρώ. Φιλιά." Η Ίρις, ξανά. Ίσως τελικά να μην μπορούσε να μιλήσει λίγες ώρες πριν. Θα μάθαινα λίγο αργότερα. Η υπομονή, λένε, είναι αρετή. Έτσι, δέκα μόλις λεπτά αργότερα η Ίρις ήταν στο σαλόνι μου. Της έφτιαξα καφέ και κάθησε στην εκρού, παλιά, πολυθρόνα, απέναντι από τον καναπέ. "Καλά, δεν κανονίσαμε να βρεθούμε στις 18:00; ούτε 13:00 δεν είναι ακόμα!" Ήξερα πως ήθελε να μου μιλήσει για κάτι που οι άλλοι ίσως να μην έπρεπε να μάθουν. "Ο καφές το απόγευμα είναι για να βάλουμε στην παρέα τον Ερρίκο και τον Αλέξανδρο. Βγήκαμε χτές και είμαστε μαζί, εγώ με τον Ερρίκο και η Έλενα με τον Αλέξανδρο. Άλλο θέλω να σου πω όμως τώρα. Το πρωί, δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Ήταν η Έλενα και η Μάριον στο σπίτι μου." Περίμενα να συνεχίσει. Αν την ρωτούσα οτιδήποτε, ήταν πολύ πιθανό να έλεγα κάτι που θα μετάνιωνα, να πρόδιδα κάτι που δεν έπρεπε.

    "Λοιπόν, χτές που βγήκα με τον Ερρίκο, μου είπε κάτι που δεν ξέρω αν έπρεπε να είχα μάθει. Εννοώ, είναι κάτι που αφορά εσένα. Γι' αυτό, έπρεπε να σου μιλήσω." Συνέχιζα να την κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι να πω. "Τι σου είπε;" την ρώτησα τελικά. "Είναι κάτι για... Ο Φίλιππος, ενδιαφέρεται για σένα." Ξεφύσηξα, ο Ερρίκος ήξερε την αλήθεια για τον Φίλιππο, για αυτό ήμουν σίγουρη, όμως δεν θα έλεγε τίποτα σε κανέναν. Η απορία της λογική, "Το ήξερες;" Χαμογέλασα όσο πιο αθώα μπορούσα. "Έμαθα πως θέλει να με γνωρίσει. Μου έστειλε λουλούδια χτες. Πήγα από το μπαρ και μιλήσαμε." Ηρέμησε με την απαντησή μου. "Και; Είστε ζευγάρι;" Ζευγάρι, τι ακριβώς απαντάς σε αυτό; Την αλήθεια. "Όχι." της είπα, περίμενε την εξήγηση. "Δεν μιλήσαμε για σχέση, τουλάχιστον όχι αυτήν την στιγμή. Απλά, θα κάνουμε παρέα. Δεν νομίζω πως θα προχωρήσει ερωτικά." Το ήλπιζα και το ευχόμουν, αν και ήξερα πως κάτι άλλο ήταν ήδη στον δρόμο, ερχόταν γρήγορα προς το μέρος μου και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη οτι δεν το είχα προσκαλέσει εγώ. Το πονηρό της χαμόγελο όμως πρόδιδε πως ήξερε κάτι ακόμα. "Εγώ πάλι αυτό ακριβώς νομίζω! Από ότι μου είπε ο Ερρίκος, ο Φίλιππος ενδιαφέρεται για να προχωρήσει μαζί σου, και όχι φιλικά!". Δεν ένιωθα άνετα και πέρασα στην επίθεση. "Καλά, σε όλο το ραντεβού για τον Φίλιππο και μένα μιλούσατε;" Χαμογέλασα προσπαθόντας να κάνω πλάκα. Η Ίρις όμως θίχτηκε. "Να με συγχωρείς που ήρθα να σου το πω!" είπε με το ύφος που ήξερα ότι έπαιρνε όταν θύμωνε ή όταν πληγωνόταν. "Με συγχωρείς, κακό χιούμορ." της είπα και ηρέμησε κάπως, "Λοιπόν; Από χτες είστε μαζί;" έπρεπε να αλλάξω κουβέντα και ήξερα πως η Ίρις ήταν μόνη της πάνω από 6 μήνες. Χαμογέλασε, τελικά έκανα διάνα στην ερωτησή μου. "Ναι! Από χτές το απόγευμα. Και είναι πολύ καλός!" Συνεχίσαμε να μιλάμε για όλα τα άλλα εκτός από τον Φίλιππο και εμένα. Η Ίρις έφυγε λίγο πριν τις 15:00 και εγώ έμεινα να σκέφτομαι όσα μου είπε. Δεν ήθελα να προχωρήσω με τον Φίλιππο, αλλά δεν μου άφηνε περιθώρια.

    Λίγο πριν τις 18:00 ήμουν στο καφέ με έναν παγωμένο καφέ και ένα κομάτι ζεστού κέικ ακουμπησμένα μπροστά μου. στο μικρό τραπέζί. Λίγο αργότερα έφτασε η Μάριον με τον Κρίστοφερ. Είχα να τον δώ πάνω από μήνα. Δούλευε σε μία από τις μεγάλες εφημερίδες ως αθλητικογράφος. Αν και το γραφείο του ήταν σε μια διπλανή πόλη, ερχόταν τα σαββατοκύριακα και στις άδειες του. Τον τελευταίο καιρό προσπαθούσε να πάρει προαγωγή σε αρχισυντάκτη και μετάθεση στην πόλη μας για να είναι πιο κοντά στην Μάριον. Ένιωθα πως ο στόχος του ήταν κοντά, ήμουν σίγουρη πως, ίσως, σε λίγες μέρες θα τα κατάφερνε. Τον είχα γνώρισει μέσω της Μάριον. Οι δύο τους γνωρίστηκαν στην σχολή που η Μάριον έκανε το μεταπτυχιακό της. Ο Κρίστοφερ ήταν παλιός φοιτητής εκεί, είχε επιστρέψει για να βρει κάποιον καθηγητή και απλά συνέβη. Από τότε είναι μαζί. Λίγο μετά ήρθαν και όλοι οι άλλοι. Η ώρα πέρασε ευχάριστα, χωρίς αναφορές στον Φίλιππο ή στο μπαρ. Ακριβώς όπως ήθελα να κυλήσει. Όταν έφυγαν η Μάριον με τον Κρίστοφερ και η Έλενα με τον Αλέξανδρο, λίγο μετά τις 20:30, ο Ερρίκος είπε την μαγική λέξη. "Βίκυ, νομίζω πως ξέρεις ότι ο Φίλιππος ενδιαφέρεται για σένα, αρκετά." Χαμογέλασα αθώα και συγκράτησα τον εαυτό μου, ένα ξέσπασμα εκείνη την στιγμή δεν θα πρόσφερε τίποτα. "Μου το είπε η Ίρις αλλά, νόμιζα πως ήταν φιλικό. Τουλάχιστον αυτό φάνηκε χτες βράδυ από όσα είπαμε με τον Φίλιππο. Θα το ξεκαθαρίσουμε όμως απόψε." Το πρόσωπο του δεν έδειχνε τίποτα. "Ήσουν χτες εκει και θα πας και απόψε;" Δεν το ήξερε; Πιθανόν. Άλλωστε οι Βρυκόλακες, κατά τον μύθο τουλάχιστον, αναπαύονται την ημέρα. "Ναι, μου το ζήτησε χτές. Από ότι φαίνεται, έχουμε πολλά να ξεκαθαρίσουμε." Γιατί το είπα; Δεν μου ξέφυγε. Ήθελα να το πω. Ήθελα να ξέρει πως δεν ήμουν εύκολος στόχος. Ήξερα πως θα το μετέφερε στον Φίλιππο και ήθελα να το κάνει. Φύγαμε λίγο αργότερα χωρίς καμία άλλη αναφορά στο θέμα.

    Γύρισα στο σπίτι περιμένοντας να βρω ακόμα μια κάρτα, δεν υπήρχε τίποτα. Έκανα ένα τοστ και διάβασα λίγο ακόμα από το βιβλίο που είχα αφήσει στην μέση, 'Συνέντευξη με τον βρικόλακα'. Στις 22:30 ήμουν ξανά στο μπαρ, στο ίδιο σκαμπό. Φορούσα το τζίν μου, ένα μαύρο T-shirt με έναν λευκό άγγελο μπροστά και τα μαύρα σνίκερ μου. Δεν είχα βαφτεί καθόλου. Ο Λευτέρης δεν ήρθε καθόλου προς το μέρος μου. Ένιωθα πως κάτι είχε γίνει και δεν ήθελα να τον βάλω σε κίνδυνο. Ένας από τους σερβιτόρους μου έφερε έναν χυμό πορτκάλι, "Από τον μπάρμαν." είπε απλά και έφυγε σαν κυνηγημένος. Δέκα λεπτά αργότερα ο Φίλιππος είχε ήδη καθίσει δίπλα μου. Του μίλησα χωρίς να τον κοιτάζω, "Καλησπέρα. Νωρίς ήρθες!" Η απάντηση του έκλεινε όλη την αλαζονείας που υπήρχε και στο χαμόγελο του. "Δεν ήθελα να σε κάνω να περιμένεις." Όσο και να προσπάθησα η ειρωνεία φάνηκε στην φωνή μου. "Καλοσύνη σου!" Γύρισα προς το μέρος του, το χαμόγελο του εκεί, αλαζονικό όπως πάντα. Η ειρωνεία μου όπως φάνηκε δεν τον επηρέασε. "Νόμιζα πως ξεκαθαρίσαμε το θέμα του σταυρού." η επίθεση δεν ήταν απρόκλητη, "Και εγώ πίστευα πως ξεκαθαρίσαμε το θέμα των ονείρων. μάλλον κάναμε και οι δύο λάθος." Γέλασε δυνατά, "Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα πως θα τηρούσες την υποσχεσή σου. Όμως, σου επαναλαμβάνω πως δεν το ζητάω για μένα. Είναι σχεδόν παιδιάστικο να νομίζεις οτί το φοβάμαι." Απάντησα χωρίς να το καταλάβω, "Δεν σε επηρεάζει καθόλου;" η ερωτησή ήταν υπερβολικά αυθόρμητη, δεν κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Το χαμογελό του έδειχνε πόσο τον διασκέδαζε η άγνοια μου, "Για να ξέρεις, στην ζωή μου υπήρξα πολύ πιστός Χριστιανός. Δεν γίνεται να φοβηθώ κάτι που λάτρευα. Όχι, το σχήμα δεν με επηρεάζει, το μέταλλο ίσως να είχε κάποια αποτελέσματα αν δεν ήταν χρυσός." Σταμάτησε, ίσως για να δει αν κατάλαβα τι είχε πει. Δεν του έδωσα την ευχαρίστηση να ρωτήσω αν εννοούσε το ασήμι. "Μια αποτυχημένη προσπάθεια, τίποτα περισσότερο." Ήθελα να συνεχίσω αλλά με πρόλαβε, "Αποτυχημένη προσπάθεια; Προσπαθείς να με αποφύγεις ή να με εξοντώσεις; Όποιο από τα δύο και να ισχύει δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα πέρα από το να χάσεις τον χρόνο σου."

    Δεν ήθελα να τον εκνευρίσω, η προηγούμενη νύχτα ήταν πολύ κοντά, "Δεν σου ζήτησα κάτι αδύνατο! Απλά να βγείς από τα όνειρα μου!" Χαμογέλασε πριν απαντήσει, "Πριγκίπισσα, ξέρεις πως είναι σχεδόν αδύνατο." το είπε σαν να έλεγε σε ένα παιδί πως δεν γίνεται να πάρει το παιχνίδι που θέλει. Εγώ όμως δεν έπαιζα. "Δεν μπορείς, ή δεν θέλεις να το κάνεις;" η ερώτηση ήταν ρητορική, "Στοιχηματίζω στο δεύτερο, είσαι πολύ δυνατός για να μην μπορείς. Μπορείς όμως να μου πεις το γιατί; Γιατί δεν θες να το κάνεις;" Με κοίταξε και στο προσωπό του η ειρωνία ήταν σαν να ρωτούσε : 'Θα μπορέσεις να καταλάβεις;', Συγκράτησα τον εαυτό μου και περίμενα να απαντήσει ακούγοντας την εισαγωγή του επόμενου τραγουδιού. Τελικά λίγα λεπτά αργότερα, με υπόκρουση το Nights in white satin, ήρθε η απάντηση "Με κολακεύεις, αλλά έχεις δίκιο. Δεν θέλω να το κάνω, και ο λόγος είναι απλός. Δεν μπορώ να αφήσω ένα γραπτό σημείωμα να φέρει αποτελέσματα όταν συνεχίζεις να φοράς τον σταυρό, κάτι που δείχνει πόσο λίγο με εμπιστεύεσαι. Εφόσον δεν με εμπιστεύεσαι εσύ, πως μπορώ να σε εμπιστευθώ εγώ και να αφήσω τις συναντήσεις μας στην τύχη; Πρέπει να σου πω όμως πως, αυτό είναι που με τραβάει σε σένα. Τα τελευταία 150 χρόνια, ίσως και παραπάνω, δεν μου αντιστάθηκε καμία όπως εσύ. Είναι λίγες οι γυναίκες που κατάφεραν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον μου. Δεν πλησιάζω εύκολα κάποια Βασιλική, προσπάθησε να το δεις από την δική μου οπτική"

    Η φωνή του ήταν αλλαγμένη, χωρίς υφή, με έναν πληγωμένο, θα έλεγα, τόνο. Σαν να μετάνιωνε για τον φόβο, τον τρόμο και την ανυσηχία που μου είχε προξενήσει τις τελευταίες 48 ώρες. Ίσως να ένιωθε κάποιες ενοχές, ο θυμός μου όμως ήταν υπερβολικά ισχυρός για να σκεφτώ κάτι τέτοιο εκείνη την στιγμή. Η ειρωνία ήταν σκληρή, ίσως και άδικη, όταν όμως το είπα ήθελα να τον πονέσω. "Αλήθεια, φεύγουν μακριά σου τρομοκρατημένες πριν ή αφού καταλάβουν την φύση σου;" Δεν θα ζητούσα συγνώμη, ακόμα και αν έτσι κατάφερνα να σώσω στην ζωή μου. "Δεν θα σου απαντήσω!" Η φωνή του κύλησε στο δέρμα μου σαν παγωμένο νερό μέσα στον χειμώνα. Ανατρίχιασα καθώς ένιωσα το πρώτο κύμα ενοχών να σχηματίζεται μέσα μου. "Ούτε και εγώ θα σου ζητήσω συγνώμη!" του είπα προσπαθόντας να διώξω τις δικές μου τύψεις. "Η συγνώμη έχει αξία όταν την νιώθει αυτός που την λέει. Εμείς δεν την νιώθουμε, για αυτό και δεν την λέει κανείς μας." Είχε δίκιο, το να συνεχίσω αυτό το θέμα ήταν άσκοπο. Γύρισα σε κάτι που είχε πεί ο ίδιος, "Είπες πως δεν σε εμπιστεύομαι, και πως θα έπρεπε να δω το θέμα από την δική σου πλευρά. Ίσως έχεις δίκιο. Πές μου όμως, μήπως προσπάθησες εσύ να το κοιτάξεις από την δική μου οπτική γωνία; Δεν νομίζω, θα σου το εξηγήσω. Σκέψου, πρέπει να εμπιστευθώ κάποιον που γνώρισα μόλις χθες, ο οποίος τυγχάνει να είναι Βρυκόλακας και τόσο ισχυρός που χρειάζομαι όλη την θέληση και την δύναμη που διαθέτω για να καταφέρω να αντισταθώ και που ανάμεσα στα άλλα έχει απειλήσει την δική μου ζωή αλλά και τις ζωές φίλων μου, ανθρώπων που ούτε καν γνωρίζει. Πες μου τώρα, αν θες. Θα μπορούσες να εμπιστευθείς κάποιον, άνθρωπο ή μη, που φέρεται έτσι; Γιατί εγώ δεν μπορώ. Δεν μπορώ να σε εμπιστευθώ Φίλιππε. Ίσως και σε αυτό να διαφέρουμε." Η φωνή του δεν είχε υφή, "Όχι, γλυκιά μου πριγκίπισσα. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν εύκολα. Μοιάζουμε σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα. Έχουμε πολλά κοινά οι δύο μας, θα τα δεις και εσύ στην πορεία."

    Άρχισα να χάνω τον όποιο έλεγχο, "Δεν σκοπεύω να παραμείνω στην συγκεκριμένη πορεία." Ϊσως να του άρεσε η απάντηση, ίσως να μην ήθελε να δείξει τι ακριβώς ένοιωθε, "Αρχίζω να πιστεύω πως είναι καλύτερα να νιώθεις θυμό παρά φόβο. Ο θυμός σε κάνει να χάνεις την ψυχραιμία σου. Είσαι πιο επιρρεπής στα λάθη όταν θυμώνεις. Ίσως αυτό να με βοηθήσει." Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, δεν μπορούσα να σκεφτώ σε τι θα τον βοηθούσε αν έκανα κάποιο λάθος. "Σε τι θα σε βοηθήσει ο θυμός ή το λάθος μου; Είπες πως ήθελες απλά να με γνωρίσεις!" Ο θυμός είχε καταλαγιάσει, ο φόβος όμως μόλις επανερχόταν.

  11. αν διαβάσατε ήδη το 2ο κεφάλαιο (και σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή!) θα κάνετε αλλον ένα κόπο να το ξαναδιαβάσετε. μολις το εφτιαξα. Περιμενω εναγωνιως τα σχολια :019blush: Καλη χρονια σε ολους! ακολουθει το 3ο κεφαλαιο. Ελπιζω να σας αρεσει.

     

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

    Το ορφανοτροφείο είναι λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία, πέντε λεπτά αφού έφυγα από το σπίτι βρέθηκα στην αυλή όπου έπαιζαν τα κορίτσια που μεγαλώνουν στο ορφανοτροφείο, στην φροντίδα των ιερέων. Λίγα χρόνια πρίν ήμουν και εγώ ένα από αυτά, ήταν ωραία τότε, στα ξέγνοιαστα χρόνια της αθωότητας. Το να τα σκέφτομαι δεν βοηθούσε, ο πατέρας - Ευγένιος με περίμενε στην είσοδο του κτιρίου, "Καλημέρα. Όλα καλά;" η ερώτηση μου ήταν ρητορική, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και χαμογέλασε,"Καλως την! Έλα πάμε στο γραφείο μου." Στο γραφείο του δεν είχε αλλάξει τίποτα, όλα ήταν όπως τα θυμόμουν από τότε που ήμουν παιδί. "Λοιπόν, σε ακούω. Τι έγινε;" η ερώτηση του όπως πάντα, κατευθείαν στο θέμα. Του είπα περιεκτικά τι είχε γίνει, δεν αντέδρασε όπως περίμενα, αν και ποτέ δεν είχα καταφέρει να μαντέψω τις αντιδράσεις του. Όταν του είπα για την παρουσία του Φίλιππου στο μυαλό μου με κοίταξε, τα γκριζογάλανα μάτια του, όπως και το πρόσωπο του εξέπεμπαν την ηρεμία που ένιωθε, "Δηλαδή, είναι σαν εσένα, έχει ένα ψυχικό χάρισμα!" το είπε σαν κάτι φυσιολογικό, μόνο που δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να έχεις κάποιον άλλο μέσα στο μυαλό σου. "Όχι, δεν είναι απλά ψιονικός! Δεν μπορεί να έχει απλά κάποιο χάρισμα! Η δύναμη που ένιωσα, δεν μπορεί να προερχόταν από άνθρωπο. Όση δύναμη και αν διαθέτει κάποιος, δεν μπορεί να κανείς να επηρεάσει έτσι την σκέψη κάποιου άλλου. Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος όποιος έχει τόση δύναμη!". Δεν απάντησε και συνέχισα, περιέγραψα όσο πιο συνοπτικά μπορούσα τον εφιάλτη που είχα εκείνο το πρωινό - αφήνοντας απ' έξω την δική μου 'λαχτάρα' - και κατάλαβα πως δεν είχα και τόσο άδικο που φοβόμουν. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που τον είδα να αντιδρά με αυτόν τον τρόπο. Τραβήχτηκε κρατώντας σφιχτά τον ασημένιο του σταυρό, ζητούσε βοήθεια, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν ο Θεός του μπορούσε να βοήθησει. Δεν ήθελα να τον διακόψω, ρωτούσα τον εαυτό μου προσπαθώντας να απαντήσω,"Ποιός μπορεί να τα κάνει όλα αυτά; Πως;" Ένιωσα την ζεστή του παλάμη στον αυχένα μου, η φωνή του ήρεμη, κατευναστική, "Βασιλική μου, έχεις ήδη καταλάβει, έχεις βρεί τις απαντήσεις σου. Όμως, φοβάμαι ότι δεν θα τις πιστέψεις αν δεν τις ακούσεις από κάποιον άλλο. Θα σου πω λοιπόν, τι ακριβώς είναι." Έμεινα να τον κοιτάζω ενώ η αλήθεια που ήδη ήξερα έπαιρνε σχήμα μέσα μου. "Δηλαδή... Όχι, αποκλείεται! Δεν μπορεί να υπάρχουν Βρυκόλακες! Μπορεί;" Δεν το πίστευα και όμως ήταν η μοναδική εξήγηση. "Κι όμως ναι. Και γίνεται και υπάρχουν! Αν και προσπαθούν σκληρά να πείσουν τους πάντες ότι δεν υπάρχουν. Καλύπτουν τα ίχνη τους, δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να βρεις αποδείξεις για την ύπαρξη τους, αλλά ακόμα και αν τις βρεις, κανείς δεν θα σε πιστέψει!"

    Έμεινα σιωπηλή για αρκετή ώρα. Η αλήθεια πολλές φορές φαντάζει πιο ψεύτικη και από το μεγαλύτερο ψέμα. Δεν ήταν έυκολο να πιστέψω πως όσα νόμιζα για μύθους ήταν αληθινά. Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω όσα είχα ακούσει μια απλή ερώτηση σχηματίστηκε μέσα μου, ένα μεγάλο <Γιατί;>. "Γιατί όμως; Γιατί να κάνει γνωστή την παρουσία του σε μένα;" η απάντηση στο ερώτημα δεν δώθηκε, τουλάχιστον όχι μια απάντηση στην οποία να μπορώ να στηριχτώ. "Αυτό μόνο ο ίδιος μπορεί να στο πει.", αυτό το ήξερα ήδη, μια 'ελπίδα' όμως έκανε την εμφανισή της. Αν ήταν 'ζωντανοί' θα μπορούσαν και να πεθάνουν, "Και, πως τους ξεφορτώνεσαι; Δεν ζουν για πάντα. Σωστά;" Αυτό θα μου έλειπε, να είναι και αθάνατοι. Με κοίταξε σχεδόν απελπισμένα, κάτι που ποτέ δεν περίμενα να δω στα μάτια του. "Έχεις δίκιο, δεν ζουν για πάντα. Μπορούν να σκοτωθούν, αλλά δεν είναι εύκολο. Ακόμα και αν προσπαθείς απλά να τους αποφύγεις θα βρεις μεγάλες δυσκολίες, όταν βάλουν κάτι ως στόχο δεν το αφήνουν. Αυτός που συνάντησες χτες δεν είναι απλός βρυκόλακας. Έχουν ένα περίπλοκο σύστημα ιεραρχίας, οι δυνάμεις που μου περιέγραψες υπάρχουν μόνο στους ανώτερους. Ο συγκεκριμένος είναι αρχι - βρυκόλακας και χτες, έμαθε απλά τα όρια σου. Από εδώ και στο εξής..." Σταμάτησε, ήξερα τι ήθελε να πει και έπρεπε να μάθω. "Το θέμα είναι αυτό ακριβώς! Αν δεν μπορώ να τον αποφύγω, πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος για να προστατευθώ. Πως μπορώ να προστατευθώ;" η απάντηση του ήταν αυθόρμητη, δεν την σκέφτηκε καν, λες και την είχε ήδη έτοιμη από την αρχή της κουβέντας. "Φόρα τον βαφτιστικό σου σταυρό, ίσως να μπορεί να σε προστατεύσει. Προσπάθησε να προσευχηθείς, ο Κύριος ίσως να σου δείξει τον δρόμο, και συγκεντρώσου σε κάτι ώστε να μην τον κοιτάξεις στα μάτια. Τα μάτια όπως ξέρεις είναι καθρέφτες της ψυχής. Έκεινος, αν είναι τόσο δυνατός όπως λές, μπορεί να σε υποτάξει. Μπορεί να σε κάνει δική του μέσα από τα μάτια του. Μην τον κοιτάξεις στα μάτια. Τουλάχιστον όχι όσο δεν είσαι απόλυτα σίγουρη για το τι θέλει." Το να μην τον κοιτάξω στα μάτια ήταν κάτι που ήδη προσπαθούσα, η τελευταία του φράση, όμως, δεν με καθυσήχασε, λες και ήξερε κάτι που δεν μου έλεγε. Σαν να ήξερε ήδη τον Φίλιππο. Δεν τον ρώτησα, ήξερα καλύτερα από το να προσπαθήσω να τον κάνω να μου πει κάτι που δεν ήθελε. Σηκώθηκα να φύγω, αλλά με σταμάτησε με την επόμενη φράση του. "Βασιλική, πρόσεχε. Προσπάθησε να καταλάβεις τι θέλει αλλά προσπάθησε να μην τον εκνευρίσεις. Δεν ξέρεις πως μπορεί να αντιδράσει, μπορεί να συγκρατηθεί. Όμως, δεν θέλω να φανταστώ καν τι μπορεί να γίνει αν εκνευριστεί, ίσως το πληρώσεις πολύ ακριβά. Πρόσεχε και, μην μας επισκεφτείς όσο δεν είσαι σίγουρη για το τι θέλει. Θα θέσεις εμάς αλλά και τον εαυτό σου σε κίνδυνο." Κατέβασα το κεφάλι, ένιωθα σαν αδέσποτο που μόλις το είχαν διώξει από το μοναδικό σπίτι που ήξερε ότι θα μπορούσε να περιμένει λίγο φαί και μια στέγη. Ήξερα όμως πως είχε δίκιο. "Θα προσπαθήσω να συγκρατήσω τις αντιδράσεις μου. Είστε σίγουρος όμως πως δεν σας έβαλα ήδη σε κίνδυνο;" Χαμογέλασε γλυκά, "Απολύτως. Είμαστε ασφαλείς για τώρα. Θα περιμένω τηλεφώνημα σου αύριο για ότι νεότερο. Α! πάρε και αυτόν τον αγιασμό, ίσως σε βοηθήσει." Μου έδωσε το μικρό μπουκάλι που είχε κοντά του και έφυγα. Στον δρόμο για το σπίτι δεν σκεφτόμουν τίποτα πέρα από την αποκάλυψη πως, όσα νόμιζα ότι υπήρχαν μόνο στην φανατασία μας είχαν μπει στην ζωή μου και στην ζωή όσων αγαπούσα. <Γιατί;>, αυτό το γιατί έμοιαζε με την ερώτηση για το νόημα της ζωής. Λες και η απάντηση του θα απαντούσε και στο <Τι κάνουμε εδώ, γιατί ήρθαμε και που πάμε>. Κι όμως, ήταν ένα απλό <Γιατί διάλεξε εμένα;>. Την απάντηση θα την αναζητούσα το ίδιο βράδυ από τον μοναδικό 'άνθρωπο' που μπορούσε να την δώσει.

    Έφτασα στην πολυκατοικία μου λίγο μετά τις 13:00 και αρκετά πιο ήρεμη. Η ηρεμία όμως δεν κράτησε. Στο χαλάκι της πόρτας μου ένα μπουκέτο με 12 κατάλευκα τριαντάφυλλα. Στο διαμέρισμα έβαλα τα λουλούδια σε ένα βάζο και τα άφησα στην κουζίνα. Η κάρτα ήταν κιτρινισμένη από τον χρόνο, γραμμένη με κόκκινο μελάνι και καλλιγραφικά γράμματα, "Η πρόσκληση για απόψε είναι για ένα άτομο, για σένα. Θα είμαι εκεί στις 23:00. Μην με κάνεις να περιμένω. Φ." <Για ένα άτομο!> θα πήγαινα μόνη, δεν ήμουν διατεθημένη να βάλω και κάποιον άλλο σε κίνδυνο, δεν υπήρχε επιλογή. Θυμήθηκα το τηλεφώνημα και πάτησα το κουμπί του τηλεφωνητή, η φωνή της Ίρις γέμισε το σαλόνι, "Ακόμα δεν ξύπνησες; Πάρε με μόλις το ακούσεις. Θέλω να σου πω." ήταν χαρούμενη, τους τελευταίους 6 μήνες ήταν μόνη και ο Ερρίκος ήταν ότι έψαχνε. Σχημάτισα τον αριθμό της και απάντησε στο δεύτερο χτύπημα. "Καλημέρα. Μόλις πήρα το μήνυμα σου. Τι έγινε;" Περίμενα να ακούσω μια μικρή περίληψη για τα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ, αντι για αυτό όμως είχα μια ακόμα πρόσκληση, "¨Πολλά! Αλλά για να στα πω όλα είναι καλύτερα να πάμε για φαγητό. Δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ πεινάω σαν λύκος! Λοιπόν; Σε 15' στην πλατεία είναι καλά;" Ήμουν κουρασμένη, ήθελα να κοιμηθώ αλλά το στπομάχι μου διαμαρτυρόνταν έντονα. "Εντάξει! Θα σε βρώ εκεί." της απάντησα τελικά και κλείσαμε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε βήμα προς την κρεβατοκάμαρα, για να αλλάξω, όταν άκουσα το θυροτηλέφωνο. Κάποιος μου είχε στείλει ένα δέμα, κατέβηκα στην είσοδο και το πήρα. Ανέβηκα ξανά στον 3ο όροφο, στο διαμέρισμα μου και κάθισα στον καναπέ. Το δέμα περιείχε βιβλία, δεν είχε αποστολέα αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να καταλάβω αμμέσως ποιός τα είχε στείλει, τα τέσσερα βιβλία ήταν στα αγγλικά και αρκετά παλλιά. Όλα είχαν ένα συγκεκριμένο θέμα, τους Βρυκόλακες. Το 'Ντράκιουλα' του Στόκερ ήταν το πιο φθαρμένο, μάλλον ήταν από τις πρώτες εκδόσεις. Τα υπόλοιπα πιο σύγχρονα, αλλά και πάλι πρώτης έκδοσης, ήταν η 'Συνέντευξη με τον Βρυκόλακα' και το 'Βαμπίρ Λεστάτ' από την Αν Ράις και το 'Σάλεμ'ς Λότ' του Κίνγκ. Άρχισα να ξεφυλλίζω τον Ντράκιουλα, προσέχοντας να μην το καταστρέψω, όταν είδα την κάρτα. Πανομοιότυπη με την προηγούμενη, εκτός από το μήνυμα. "Η φαντασία στην υπηρεσία της αλήθειας... Η πρωϊνή σου επίσκεψη πρέπει να σε διαφώτισε. Το βράδυ έλα μόνη. Μην ανυσηχείς, όλοι είναι ασφαλείς. Για την ώρα! Ελπίζω να σου αρέσει το διάβασμα. Μην με κάνεις να περιμένω μετά τις 23:00! Φ." Έπρεπε να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε, δεν μπορούσα κοίταξα τις σελίδες, ήταν το σημείο που ο κόμης έκανε δική του την Μίνα. Δεν ήθελα καν να σκεφτώ την σημασία της επιλογής του. Τα άλλα βιβλία δεν περιείχαν τίποτα πέρα από τις καθορισμένες σελίδες.

    Δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτα, έπρεπε να βιαστώ αν δεν ήθελα να στήσω την Ίρις. Άλλαξα γρήγορα t-shirt και έτρεξα προς την πλατεία όπου ήδη με περίμενε η Ίρις. Καθήσαμε σε ένα από τα πολλά μικρά ταβερνάκια της πλατείας και παραγγείλαμε μια ποικιλία και δυο μπίρες. "Λοιπόν; Τι έγινε χθές όταν φύγαμε εμείς;" Δεν περίμενα να ξεκινήσει έτσι η συζήτηση αλλά προσπάθησα να απαντήσω ήρεμα, "Τίποτα, απλά μιλήσαμε για λίγο, και έφυγα. Εσείς πως περάσατε; Δεν περίμενα να ξυπνήσεις έτσι νωρίς!" ήλπιζα να μείνει στις ερωτήσεις μου, η τύχη όμως έπαιζε παιχνίδια. "Τελειώσαμε σχετικά νωρίς! Η αλήθεια είναι πως, έχουμε ραντεβού απόψε! Ο Ερρίκος μου το ζήτησε, πριν με καληνυχτίσει. Θα δούμε, όμως για πες μου εσύ! Δεν πιστεύω να έφυγες αμέσως μετά από εμάς;! Εμείς φύγαμε για να μιλήσετε εσείς! Μη μου πείς πως δεν έδειξε ενδιαφέρον γιατί φαινόταν από χιλιόμετρα!" δεν είμαι καλή στα ψέματα, έτσι προτίμησα την μισή αλήθεια, "Δεν έφυγα αμέσως, μιλήσαμε! Αλλά, δεν νομίζω πως..." Με κοίταξε και τα γκρίζα μάτια της έμοιαζαν με φουρτουνιασμένη θάλασσα, "Μην μου πεις πάλι πως δεν είσαι έτοιμη για σχέση! Έχουν περάσει πάνω από 4 μήνες από τον χωρισμό σου με τον... άντε να μην πω! Πρέπει να προχωρήσεις, δεν γίνεται να μένεις κολλημένη στο παρελθόν! Πιστεψέ με πως είναι η καλύτερη θεραπεία!" Όλα αυτά τα είχα ξανακούσει τουλάχιστον 5 φορές τους 2 προηγούμενους μήνες και μέχρι εκείνη την στιγμή είχα καταφέρει να αντικρούσω τα επιχειρήματα της, εκείνο το μεσημέρι όμως κάτι είχε αλλάξει. "Ήθελα να σου πω πως δεν νομίζω οτι ο Φίλιππος ενδιαφέρεται για σχέση! ΜΙα γνωριμία είναι, δεν θα γίνει τίποτα." Ως ένα σημείο το ήλπιζα, ένα μέρος όμως του εαυτού μου ήθελε όσο τίποτα να επαληθευθεί η Ίρις. Η αντιδρασή της ήταν αναμενόμενη, το πονηρό της χαμόγελο έδειχνε τι σκεφτόταν, "Εγώ πάλι νομίζω πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο! Δεν είδες πως σε κοίταζε χτές; Για σένα ήρθε στο τραπέζι μας, τα γεννέθλεια μου ήταν μόνο η κάλυψη! Δεν μου λες τώρα, κανονίσατε να ξαναβρεθείτε; Μην μου πεις οτί του έριξες χυλόπιτα γιατί δεν θα σου ξαναμιλήσω!" Χαμογέλασα με την απειλή της, "Δεν τον αππέριψα! Θα πάω ξανά από εκεί απόψε. Μου το ζήτησε χτες." Η Ίρις πανυγήριζε, εγώ από την άλλη ήμουν διχασμένη. Ο 'πόλεμος' μέσα μου συνεχιζόταν και δεν υποχωρούσε κανείς. Οι δύο δυνάμεις ήταν ισόπαλες, με την λογική να νικάει στα σημεία. "Είδες; Σου το είπα εγώ! Λοιπόν, είμαι σίγουρη οτί απόψε θα γίνεται ζευγάρι! Κοίταξε να βάλεις κάτι ωραίο, και πρόσεξε να μην τον απορίψεις γιατί θα έχεις να κάνεις με μένα! Αν δεν υπήρχε ο Ερρίκος... ίσως να τον διεκδικούσα και εγώ." Εκεί γέλασα, ο Ερρίκος ήταν ακριβώς στο στυλ που έψαχνε η Ίρις, μελαχρινός με σταρένια επιδερμίδα και μεγάλα μαύρα μάτια. ο Φίλιππος από την άλλη ήταν υπερβολικά λευκός, λόγω και της ιδιαιτερότητας του, "Νόμιζα πως το στυλ σου ήταν οι μελαχρινοί!". <όπως και το δικό μου> "Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να λέω την αλήθεια! Ο Φίλιππος είναι, τουλάχιστον εντυπωσιακός. Ποία δεν θα ήθελε να είναι μαζί του;" Είχε δίκιο, αν δεν ήξερες το μυστικό του δεν θα μπορούσες να του αρνηθείς τίποτα. "Ε, τότε πρέπει να ευχαριστώ την τύχη που σου έστειλε τον Ερρίκο, έτσι;" Το σχολιό μου είχε το αποτέλεσμα που ήθελα, το θέμα έφυγε από τον Φίλιππο. Συνεχίσαμε την συζήτηση με διάφορα ευτράπελα από το γραφείο.

    Φύγαμε λίγο μετά τις 15:00 και αποφασίσαμε να πάμε από το σπίτι μου για καφέ. "Πότε παίρνεις άδεια;" με ρώτησε ενώ καθόμασταν στο σαλόνι μου και ακούγαμε την 'Ασημένια σφίγγα' από Υπόγεια Ρεύματα, "Την Τρίτη. 20 ολόκληρες μέρες χωρίς γραφείο!" της απάντησα χαμογελόντας, ήταν αλήθεια πως χρειαζόμουν ξεκούραση. "Την Τρίτη, και εγώ την Τετάρτη. Τι λες πάμε κανένα ταξίδι; για 5-6 μερούλες!" Ήθελα να πω ναι, ήξερα όμως πως δεν θα μπορούσα να φύγω, κάτι θα με κρατούσε πίσω. "Θα δούμε. Θυμάσαι την τελευταία φορά που προγραμματίσαμε εκδρομή; Δεν καταφέραμε να φύγουμε ούτε από την πόλη! Άσε να πάρουμε πρώτα την άδεια και... βλέπουμε για το επόμενο Σαββατοκύριακο!" Δεν είχε αντιρρήσεις, η προηγούμενη απόδραση ματαιώθηκε πριν καν προγραμματιστεί λόγω ανάκλησης αδειών. Στις 17:00 έφυγε η Ίρις και έμεινα να διαβάζω την 'Συνέντευξη' της Ράις ξαπλωμένη στον καναπέ, ο ήρωας της εξιστορούσε την ανναγενησή του και εγώ σκεφτόμουν την σημασία της φράσης, "Η φαντασία στην υπηρεσία της αλήθειας..." Ποιός από τους δύο συγγραφείς άραγε ήξερε; Ποιός έγραψε έστω και ένα μικρό κομμάτι αλήθειας; Η Ράις έγραφε πως δεν επηρεάζονται από θρησκευτικά σύμβολα ή σντικείμενα και την μυρωδιά του σκόρδου. Ο Στόκερ, από την άλλη, πως φοβούνται τους σταυρούς. Αν φυσικά εκείνος που κρατάει τον σταυρό πιστεύει στην δύναμη του, συμπλήρωσα εγώ και άφησα τον Μορφέα να με πάρει, παρασύροντας με σε ένα ακόμα ταξίδι γεμάτο όνειρα. Όνειρα επηρεασμένα από τα βιβλία που διάβαζα αλλά και με έναν εφιάλτη από τον οποίο ξύπνησα τρομοκρτημένη και ιδρωμένη λίγο πριν το ρολόι δείξει 21:00. Είχα 1:30 ώρα για ετοιμαστώ και να φύγω. Μπήκα στο ντους, το ζεστό νερό με χαλάρωσε ενώ θυμόμουν τον εφιάλτη, ήταν υπερβολικά ζωντανός...

    Βρέθηκα σε ένα στενό, πολύ κοντά στο μπαρ του Φίλιππου, το φεγγάρι φώτιζε τους τοίχους των κτιρίων δεξιά και αριστερά. Κάποιος ερχόταν προς το μέρος μου, δεν ήξερα αν ήθελα να τον δω. Ήξερα τι θα γινόταν, δεν ήθελα να γίνει αλλά δεν ήθελα και να το αποφύγω. Κάτι μέσα μου το καλούσε, ο φόβος όμως ήταν πιο δυνατός από το κάλεσμα. Άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο τοίχος του αδιεξόδου με σταμάτησε. Η ανάγκη, αν αυτό που ένιωθα ήταν ανάγκη, υπερίσχυσε και γύρισα για να αντιμετωπίσω αυτό που θα γινόταν. Δευτερόλεπτα αργότερα είδα τον Φίλιππο να έρχεται προς το μέρος μου, η Σελήνη φώτιζε το πρόσωπο του, το ίδιο αλαζονικό χαμόγελο, τα ίδια ανεξιχνίαστα γαλάζια μάτια. Φορούσε την ίδια κατάμαυρη κάπα, ήταν ανοιχτή στο στήθος αφήνοντας το ασημένιο φως του φεγγαριού να αποκαλύψει κόκκινους λεκέδες στο κατάλευκο πουκάμισο. Κατάλαβα ότι ήταν αίμα μόλις ένιωσα το υγρό να τρέχει από τον λαιμό μου. Έπρεπε να νιώσω την πληγή, τα δαχτυλά μου άγγιξαν δύο μικρές οπές, ένα παχύρευστο υγρό. Η επόμενη σκηνή με άφησε σοκαρισμένη, τρομοκρατημένη και ανίκανη να αντιδράσω. Δυο μυτεροί κυνόδοντες τρυπούσαν τον λαιμό μου, αλλά δεν ένιωθα πόνο. Ο Φίλιππος με άφησε ένα λεπτό μετά, με κοίταζε με το ίδιο χαμόγελο, με την ίδια ανεξιχνίαστη έκφραση στο ρόδινο, πλέον, πρόσωπο. "Ήξερα πως δεν θα αντιδρούσες. Είναι γλυκό το φιλί του θανάτου." Ξαναβρήκα τη φωνή μου και ένα απλό "Γιατί;" πήρε σχεδόν μορφή. Γέλασε δυνατά, "Γιατί; Γιατί είσαι η μοναδική που μπορεί να το αποφύγει. Πιάσε ξανά την πληγή." Δίστασα και το επανέλαβε, "Κάντο! Πιάσε τον λαιμό σου εκεί που είναι η πληγή!" Το έκανα, δεν υπήρχε τίποτα. Το πουκάμισο του ήταν και πάλι κατάλευκο. "Έλα απόψε. Θα σε περιμένω." Η απαντησή μου ήταν έκπληξη ακόμα και για μένα, "Δεν θα έρθω." Τα όνειρα είναι ένας πολύ παράξενος κόσμος, πολλές φορές δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από την φαντασία. Τώρα όμως ξέρω, εκείνη η απάντηση ήταν από την πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να παραδοθώ έτσι απλά άνευ όρων. Το γέλιο του με χτύπησε σαν παγωμένος αέρας αλλά το προσωπό μου μάλλον έδειξε πολύ καλύτερα οτί δεν αστειευόμουν. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου είδα την Μάριον να έρχεται προς το μέρος μας, έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, σταμάτησα νιώθοντας τον κρύο, υγρό τοίχο στην γυμνή μου πλάτη. Κοίταξα το σώμα μου, φορούσα ένα αραχνοϋφαντο κατάμαυρο νυχτικό, κάτι που ποτέ δεν είχα φορέσει στην πραγματικότητα. Το βλέμμα μου έπεσε στα γυμνά πόδια της Μάριον, έμοιαζε μαγεμένη μέσα στο κατάλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το σώμα της. Τα καστανα της μάτια ακτινοβολούσαν ενώ τα μακριά ξανθά μαλλιά της 'έπαιζαν' με τον αέρα. Στάθηκε ακριβώς δίπλα του, ήταν απεναντί μου αλλά έμοιαζε να μην ξέρει οτί ήμουν εκεί. Τον είδα να τρέφεται από εκείνη και δεν μπορούσα να αντιδράσω. Όταν σταμάτησε με κοίταξε χαμογελόντας, "Η φίλη σου είναι υπάκουη, εσύ όμως είσαι η ιδανική. Μην με κάνεις να σε περιμένω απόψε! Δεν θες να πληρώσουν άλλοι για τα λάθη σου. Σωστά;" Κατάφερα να απαντήσω σχεδόν κλαίγοντας "Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν την ξέρεις καν! Αφησέ την, θα είμαι εκεί!" Το χαμογελό του έγινε ακόμα πιο αλλαζονικό, "Μπορώ, αλλά δεν το κάνω! Κοίτα καλύτερα γλυκιά μου! Δεν πείραξα τίποτα πάνω της!" Ξανακοίταξα τον λαιμό της και νόμιζα πως είχα παραισθήσεις. Δεν υπήρχαν σημάδια, δεν υπήρχε αίμα, ήταν όπως πριν. "Θα σε περιμένω με αγωνία."... εκεί ξύπνησα σχεδόν κλαίγοντας. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να τηλεφωνήσω στην Μάριον, αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ. Τι θα την ρωτούσα; "Είσαι σίγουρη οτί δεν σε δάγκωσε Βρυκόλακας;" Έπρεπε να ηρεμίσω και να σκεφτώ λογικά. Βγαίνοντας από το ντούς δοκίμασα να της τηλεφωνίσω, δεν ήταν στο σπίτι, θα έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη μέρα για να σταματήσω να ανησυχώ.

    Έκανα ένα σάντουιτς και ετοιμάστηκα για να φύγω, ήταν ήδη 22:15 όταν έφυγα απο το σπίτι. Χωρίς μακιγιάζ, με το καθημερινό μου τζιν, τα μαύρα Nike μου και ένα μαύρο μπλουζάκι που έκρυβε τον σταυρό μου. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος όταν έφτασα στο μπαρ λίγο μετά τις 22:30. Κάθισα σε ένα από τα σκαμπό, μακριά από την είσοδο και το γκρουπ. Όταν ήρθε κοντά μου ο μπαρμαν για να παραγγείλω αναγνώρισα τον Λευτέρη, γνωριζόμασταν από το γυμνάσιο και είχαμε χαθεί για καιρό όμως πάντα είχαμε μια διαφορετική σχέση. Δεν με ρώτησε τι θα πάρω, έφερε ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι, "Πες πως έχει βότκα μέσα!" το ύφος του μου θύμισε τον παλιό καλό καιρό. Τότε που κάναμε φάρσες στα άλλα παιδιά και στους καθηγητές. Με περνάει μόλις μερικούς μήνες αλλά πάντα με είχε σαν την μικρή του αδελφή. Πάντα με πρόσεχε και όταν χαθήκαμε, στο Λύκειο, ήταν σαν να έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που ένοιωθα τόσο κοντά μου. Είναι ένα από τα καλύτερα παιδιά που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα. Δεν τον ρώτησα αν ήξερε ότι ένα από τα αφεντικά του ήταν Βρυκόλακας. Όταν με ρώτησε για τον λόγο που βρέθηκα εκεί χωρίς παρέα, είπα ότι μου άρεσε ο χώρος. Ίσως να ήξερε τον πραγματικό λόγο, όμως ο Λευτέρης είναι από τα άτομα που σκέφτονται πολύ πριν μιλήσουν. Το να πει οτιδήποτε για τον Φίλιππο, εκεί ή οπουδήποτε αλλού, ήξερε όπως ήξερα και εγώ πως θα έθετε πολλούς ανθρώπους σε κίνδυνο. Οι Βρυκόλακες δεν θέλουν να γίνουν γνωστοί. Η ύπαρξη τους πρέπει να παραμείνει ότι ήταν πάντα, ένας απλός μεσαιωνικός μύθος. Ανταλάξαμε τηλέφωνα πριν εξαφανιστεί στην άλλη άκρη του μπαρ, το σάββατο άλλωστε είναι βραδιά εξόδου για όλους.

    Λίγο πριν τις 23:00 ένιωσα την παρουσία του στον χώρο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω, ήξερα πως ήταν κοντά μου και συνέχισα να σιγοτραγουδάω το People are Strange. Γύρισα προς το μέρος του, είχε καθίσει ήδη δίπλα μου, το χαμόγελο του ήταν ήδη εκεί, αλαζονικό. "Καλησπέρα." του είπα, δεν ήθελα να τον εκνευρίσω. Ο κόμπος στο στομάχι μου λες και είχε αποκτήσει βάρος. "Χαίρομαι που ήρθες." η αντίδραση μου βρήκε τον δρόμο της χωρίς καν να το σκεφτώ. "Μετά από τόσα σημειώματα και απειλές, υπήρχε περίπτωση να μην έρθω;". Το χαμόγελο του έχασε κάτι από την αλαζονεία του. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, "Δεν ήταν απειλές." ακούστηκε σχεδόν μετανιωμένος. "Τότε, τι ακριβώς ήταν; Σκηνές από κάποια ταινία που σχεδιάζετε να σκηνοθετήσετε;" ήξερα πως είχε πειραχτεί. Προσπάθησε σκληρά να μην ακουστεί απειλητικός, δεν το κατάφερε απόλυτα, "Έπρεπε να σε δω. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να είμαι κάπως πιο σίγουρος ότι θα έρθεις. Και, σε παρακαλώ, μίλα μου στον ενικό!" Δεν απάντησα αμέσως, για αρκετά λεπτά υπήρχε μόνο ο ήχος της κιθάρας, η εισαγωγή το επόμενου κομματιού Temple of the King, και οι σκόρπιες κουβέντες από τους υπόλοιπους θαμώνες. "Θα προσπαθήσω. Λοιπόν, είμαι εδώ και νομίζω πως θέλατε, πως ήθελες να μιλήσουμε. Τι έχουμε να πούμε;" Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, "Πάντα τόσο γρήγορα μπαίνεις στο θέμα; Έτσι χάνεις όλη την χαρά της συζήτησης!" Ήθελα να πω πως η συζήτηση μαζί του μου ήταν αδιάφορη όμως κρατήθηκα. "Ναι, το έχω αυτό το ελάττωμα. Λοιπόν; Τι έχουμε να συζητήσουμε; Δεν νομίζω πως έχουμε και τίποτα κοινό." Η φωνή του είχε αποκτήσει ένα παιχνίδισμα που μου φάνηκε γνωστό. Δεν κατάφερα να διακρίνω αν και που το είχα ξανακούσει. "Έχουμε περισσότερα κοινά από όσα θέλεις να παραδεχτείς. Αλλά, πες μου, τι ακριβώς σου είπε ο 'προστάτης' σου για μένα; Είμαι πολύ περίεργος να μάθω πόσα σου αποκάλυψε." Η απάντηση του με βρήκε απροετοίμαστη όμως δεν έχασα το θάρος, ούτε το θράσος μου. "Τι σε κάνει να πιστεύεις πως κάποιος μου είπε για σένα; Υπάρχουν τρόποι να μάθει κανείς για το 'είδος' σου χωρίς να ρωτήσει κανέναν." Ήξερα πως ο πατέρας - Ευγένιος μου είχε αποκρύψει πολλά. Η απορία μου ήταν, πως το ήξερε ο Φίλιππος. Μια απορία που δεν είχα το θάρος να ξεστομίσω ακόμα. "Αλήθεια;" ένα ίχνος ειρωνίας στην φωνή του ήταν αρκετό για να νιώσω τον φόβο να παίρνει τα ηνία, "Από που μπορείς να μάθεις για το 'είδος' μου, όπως το αποκάλεσες, εκτός από εμένα ή απο κάποιον που είχε σχέσεις με εμένα;" Η καλύτερη άμυνα λένε είναι η επίθεση, ίσως κατα βάση να ισχύει αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η εξαίρεση. Προσπάθησα να επιτεθώ αλλά η τελευταία του φράση με σταμάτησε, το υπονοούμενο ήταν προφανές: ο πατέρας - Ευγένιος είχε σχέσεις με τον Φίλιππο, το προσπέρασα, δεν μπορούσα να πω κάτι για αυτό και έμεινα στην πρώτη ερώτηση του. "Υπάρχουν αρκετά βιβλία, εκτός από αυτά που έστειλες. Παρεπιπτώντος, ευχαριστώ αλλά δεν ήταν ανάγκη!" Ένα γουργούρισμα είχε κάνει την εμφάνιση του, μου θύμισε ένα γατάκι που φιλοξενούσαμε στο ορφανοτροφείο όταν ήμουν γύρω στα 10, γουργούριζε όταν το χαϊδεύαμε αλλά και όταν ήθελε χάδια.

  12. Μετα απο λιγη δουλεια νομιζω πως καταφερα να το φτιαξω. Ελπιζω να σας αρεσει. Ευχαριστω

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

    Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, όταν εντελώς απροσδόκητα ένιωσα μια ξένη παρουσία στο μυαλό μου, στην αρχή φάνηκε να απωθείται εύκολα. Δευτερόλεπτα όμως αργότερα η παρουσία είχε αποκτήσει δύναμη πάνω στην σκέψη μου. Προσπάθησα να κλείσω τις σκέψεις μου συνεχίζοντας να ασχολούμαι με τα τραγούδια αλλά η δύναμη εκείνη είχε, αποκτήσει βάθος ωκεανού και ορμή χειμάρρου. Η αντίσταση ήταν η μόνη μου αποδεκτή επιλογή και η ερώτηση 'Ποιός θα μπορούσε; Ποιός έχει τέτοια δύναμη;' που στριφογύριζε στις σκέψεις μου δεν θα έμενε αναπάντητη για πολύ. Όταν 'είδα' σε έναν 'τοίχο' του μυαλού μου την λέξη "Κοίτα!", κατάλαβα πως ήταν πολύ αργά για να προσπαθήσω, έστω, να αντιδράσω. Έκανα το μόνο που μπορούσα για να μην υποκύψω στην διαταγή, έσφιξα τις γροθιές μου νιώθοντας τα νύχια να μπήγονται σχεδόν στο δέρμα μου. Κατάφερα να παραμείνω ήρεμη και μια φωνή που σίγουρα δεν είχα ακούσει ποτέ επανέλαβε την διαταγή στο μυαλό μου, "Κοίτα με!" έσφιξα ακόμα περισσότερο τις γροθιές μου και επαναλάμβανα συνεχώς ένα 'όχι' στην σκέψη μου. Δευτερόλεπτα αργότερα η επόμενη προσταγή ήρθε ακόμα πιο δυνατή. "Κοίτα με στα μάτια Βίκυ. Τώρα!". Ένιωσα ένα υγρό ανάμεσα στα δάχτυλα μου και φοβήθηκα ότι είχα ματώσει τις παλάμες μου, δεν σταμάτησα όμως να πιέζω τα νύχια μου στις παλάμες, ούτε και να φωνάζω από μέσα μου εκείνο το ατέλειωτο 'Όχι'. Κατάλαβα ποιός είχε δώσει τις διαταγές, ήταν ο μόνος που δεν είχα κοιτάξει στα μάτια, ο μόνος που ίσως είχε την δύναμη που χρειαζόταν για να με κάνει να υπακούσω. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζα κάτι τέτοιο. Ναι, ξέρω άτομα με δυνάμεις του νου, ψυχικές δυνάμεις, άτομα που μπορούν να μετακινούν αντικείμενα και να διαβάζουν την σκέψη των άλλων. Είμαι ένα από αυτά, ανήκω στην 'οικογένεια', έχω την έκτη αίσθηση πιο ανεπτυγμένη από τους άλλους. Και ορισμένα προαισθήματα που έρχονται μόνα τους και όχι όποτε εγώ το θέλω, και που πολλές φορές είναι σωστά. Κανείς από όσους ξέρω δεν θέλησε να αποκτήσει αυτό το δώρο - χάρισμα ή κατάρα; - ίσως εκείνο να μας διάλεξε για κάποιο σκοπό. Άγνωστο για μένα και για τους άλλους. Το θέμα όμως είναι πως ότι έγινε εκείνη την νύχτα δεν ήταν συνειδητή μου επιλογή. Αν ήξερα, εκείνη η νύχτα δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Όμως, τελικά, η ζωή αυτή σου φέρνει όσα δεν θες. Ή όσα δεν ξέρεις ότι θες ενώ το υποσυνείδητο σου τα καλεί...

    Γεγονός είναι πως η γνώση του 'υποβολέα' και μόνο με έκανε να 'πολεμήσω' με όσες δυνάμεις είχα και να μην σηκώσω το βλέμμα μου από το ποτήρι μου, ενώ τα νύχια μου είχαν ίσως ήδη σκίσει το δέρμα μου. Ο Φίλιππος δεν είχε κάνει καμία κίνηση, δεν είχε μιλήσει καθόλου. Ίσως η προσπάθεια του να μην τον άφηνε να κάνει κάτι άλλο. Ίσως πάλι, απλά να του άρεσε ναΠέρασε έτσι αρκετή ώρα, όταν εντελώς απροσδόκητα ένιωσα μια ξένη παρουσία στο μυαλό μου, στην αρχή φάνηκε να απωθείται εύκολα. Δευτερόλεπτα όμως αργότερα η παρουσία είχε αποκτήσει δύναμη πάνω στην σκέψη μου. Προσπάθησα να κλείσω τις σκέψεις μου συνεχίζοντας να ασχολούμαι με τα τραγούδια αλλά η δύναμη εκείνη είχε, αποκτήσει βάθος ωκεανού και ορμή χειμάρου. Η αντίσταση ήταν η μόνη μου αποδεκτή επιλογή και η ερώτηση <Ποιός έχει τέτοια δύναμη;> που στριφογύριζε στις σκέψεις μου δεν θα έμενε αναπάντητη για πολύ. Όταν 'είδα' σε έναν 'τοίχο' του μυαλού μου την λέξη "Κοίτα!", κατάλαβα πως ήταν πολύ αργά για να προσπαθήσω, έστω, να αντιδράσω. Έκανα το μόνο που μπορούσα για να μην υποκύψω στην διαταγή, έσφιξα τις γροθιές μου νιώθοντας τα νύχια να μπήγονται σχεδόν στο δέρμα μου. Κατάφερα να παραμείνω ήρεμη και μια φωνή που σίγουρα δεν είχα ακούσει ποτέ επανέλαβε την διαταγή στο μυαλό μου, "Κοίτα με!" έσφιξα ακόμα περισσότερο τις γροθιές μου και επάναλάμβανα συνεχώς ένα <ΟΧΙ> στην σκέψη μου. Δευτερόλεπτα αργότερα η επόμενη προσταγή ήρθε ακόμα πιο δυνατή. "Κοίτα με στα μάτια Βίκυ. Τώρα!". Ένιωσα ένα υγρό ανάμεσα στα δαχτυλά μου και φοβήθηκα οτί είχα ματώσει τις παλάμες μου, δεν σταμάτησα όμως να πιέζω τα νύχια μου στις παλάμες, ούτε και να φωνάζω από μέσα μου εκείνο το ατέλειωτο <ΟΧΙ>. Κατάλαβα ποιός είχε δώσει τις διαταγές, ήταν ο μόνος που δεν είχα κοιτάξει στα μάτια, ο μόνος που ίσως είχε την δύναμη που χρειαζόταν για να με κάνει να υπακούσω. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζα κάτι τέτοιο. Ναι, ξέρω άτομα με δυνάμεις του νου, ψυχικές δυνάμεις, άτομα που μπορούν να μετακινούν αντικείμενα και να διαβάζουν την σκέψη των άλλων. Είμαι ένα από αυτά, ανήκω στην 'οικογένεια', έχω την έκτη αίσθηση πιο ανεπτυγμένη από τους άλλους. Και ορισμένα προαισθήματα που έρχονται μόνα τους και όχι όποτε εγώ το θέλω, πολλές φορές είναι σωστά. Κανείς από όσους ξέρω δεν θέλησε να αποκτήσει αυτό το δώρο - χάρισμα ή κατάρα; - ίσως εκείνο να μας διάλεξε για κάποιο σκοπό, άγνωστο για μένα και τους άλλους. Το θέμα όμως είναι πως ότι έγινε εκείνη την νύχτα δεν ήταν συνειδητή μου επιλογή. Αν ήξερα, εκείνη η νύχτα δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Όμως, τελικά, η ζωή αυτή σου φέρνει όσα δεν θες. Ή όσα δεν ξέρεις οτι θες ενώ το υποσεινηδητό σου τα καλεί...

    Γεγονός είναι πως η γνώση του 'υποβολέα' και μόνο με έκανε να 'πολεμήσω' με όσες δυνάμεις είχα και να μην σηκώσω το βλέμμα μου από το ποτήρι μου, ενώ τα νύχια μου είχαν ίσως ήδη σκίσει το δέρμα μου. Ο Φίλιππος δεν είχε κάνει καμία κίνηση, δεν είχε μιλήσει καθόλου. Ίσως η προσπάθεια του να μην τον άφηνε να κάνει κάτι άλλο. Ίσως πάλι, απλά να του άρεσε να με βλέπει να προσπαθώ να αντισταθώ στις εντολές του. Από την άλλη πλευρά, εγώ δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου ούτε για να μιλήσω. Ήθελα να φύγω από εκεί έστω και για ελάχιστα λεπτά, αλλά δεν ήμουν σίγουρη οτί τα λόγια μου θα υπάκουαν στις επιθυμίες μου. Όταν άρχισα να πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω πλέον τον εαυτό μου, η παρουσία έφυγε, το ποτάμι είχε στερέψει. Τα χέρια μου πονούσαν από την πίεση καθώς προσπαθούσα να τα χαλαρώσω, τελικά δεν είχα ματώσει όπως φοβήθηκα. Το υγρό ήταν απλός ιδρώτας. Καθώς επανερχόμουν στον κόσμο άκουσα την Ίρις να μου μιλάει, σαν μέσα σε όνειρο, η φωνή της έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά. "Βίκυ; Βίκυ μ'ακούς;" Σαν να ξυπνούσα από όνειρο γύρισα προς το μέρος της, χαμογέλασα με κόπο, "Ναι, απλά αποροφήθηκα από την μουσική. Τι είπες;" Χαμογέλασε, από ότι φάνηκε ήταν πιο εύκολος στόχος από μένα για τον Φίλιππο. "Είπα πως ο Ερρίκος πρότεινε να πάμε σε ένα κλαμπάκι που ξέρει, και σε ρώτησα αν θες να έρθεις και εσύ." Δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ, η Έλενα είχε ήδη απαντήσει για μένα, "Νομίζω πως θα περάσει καλύτερα εδώ, δεν θα της αρέσει το κλάμπ." Το 'έγκλημα' ήταν ομαδικό, αν και ο μόνος 'ένοχος' ήταν ο Φίλιππος, ήμουν σίγουρη για αυτό. Η Ίρις με κοίταξε περιμένοντας να συμφωνήσω, δεν είχα επιλογές. "Μάλλον, έχει δίκιο η Έλενα. Αν είναι στα δικά σας μέτρα δεν θα είμαι καλή παρέα. Να περάσετε καλά, πάρε με τηλέφωνο το πρωί, μόλις ξυπνήσεις." της είπα και ηρέμησε. Εκείνη ήταν ήρεμη, εγώ πάλι μόλις άρχιζα να νιώθω την ανυσηχία μου να αυξάνετε δραματικά μέσα μου. Για πρώτη , ίσως, φορά στην ζωή μου ένιωθα τόσο ανυπεράσπιστη. Ήθελα να μπορούσα να επιταχύνω τον χρόνο. Να περάσουν 6 ώρες σε 6 δεύτερα. Ο χρόνος όμως είναι ένα περίεργο σύστημα, όταν θες να επιβραδυνθεί επιταχύνει και όταν θα προτιμούσες να τον επιταχύνεις αυτός πάει όσο γίνετε πιο αργά.

    Μόλις έφυγαν οι άλλοι, ο Φίλιππος άλλαξε θέση, άφησε την πολυθρόνα και ήρθε στον καναπέ, στην θέση που λίγο πριν καθόταν η Έλενα. Τον ένιωθα σαν ένα 'αθώο' γατάκι δίπλα μου, μόνο που και τα γατάκια βγάζουν νύχια. Το να προσπαθήσω να τον αγνοήσω, πλέον, ήταν τουλάχιστον δύσκολο. Για την ακρίβεια ήταν ακατόρθωτο, ο Φίλιππος έκανε την παρουσία του αισθητή στον χώρο από μέτρα μακριά και εκείνη την στιγμή ήταν ελάχιστα εκατοστά μακριά μου. Το βλέμμα του πάνω μου σαν της γάτας που περιεργάζεται το ποντίκι. Δεν μίλησα, - τι θα μπορούσα να πω; - δεν ήξερα αν θα μπορούσα να μιλήσω χωρίς να δείξω οτί φοβόμουν. Ο τρόμος με είχε κυριέυσει, χωρίς να ξέρω το γιατί. Δευτερόλεπτα αργότερα ήρθε η εισαγωγή του Hotel California και η αφορμή για να ξεκινήσει ο διάλογος δόθηκε. Προσπαθώντας να ξορκίσω κάποιο κακό που περίμενα να συμβεί, θέλωντας να διώξω την απειλή που είχε πια τυπωθεί στην σκέψη μου <Δεν θα φύγεις πια από εδώ!>, ψιθύρισα τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού <Last thing I remember, I was running for the door, I had to find the passage back to the place I was before. "Relax" said the night man "we are programmed to receive, you can check - out any time you like, but you can never leave..."> και η απάντηση ήρθε από τον Φίλιππο υπερβολικά απλά, με ένα είδος γουργουρητού στην φωνή του. "Αν θες μπορώ να σε συνοδεύσω ως το σπίτι σου. Ότι ώρα θές." Γύρισα προς το μέρος του αποφεύγοντας συνειδητά, και με μεγάλη προσπάθεια, να τον κοιτάξω στα μάτια. "Και, τι σε κάνει να νομίζεις πως χρειάζομαι συνοδό για να πάω στο σπίτι μου;" Χαμογελούσα αθώα καθώς το είπα, ήξερα όμως πως το νόημα της φράσης είχε γίνει κατανοητό από τον αποδέκτη της. 'Δεν χρειάζομαι προστασία.' Το χαμόγελο του και τα λόγια του έδειχναν πως δεν είχε συνηθίσει να δέχεται αντιρρήσεις. "Δεν εννοούσα αυτό! Φυσικά και δεν χρειάζεσαι προστασία. Αυτό το κάνεις μόνη σου και πολύ καλά! Υψώνεις κάστρα και κλείνεσαι μέσα χωρίς να ανοίγεις σε κανέναν." Προσπαθώ να μην επηρεάζομαι από αυτά τα σχόλια. Πολλοί μου έχουν πει πως είμαι απόμακρη, ίσως ακόμα και ψυχρή, πως δεν αφήνω κανέναν να με γνωρίσει. Όλοι βλέπουν μόνο όσα εγώ θέλω να δείξω. Έτσι είναι και δεν αλλάζει, πλέον είναι ο μοναδικός τρόπος άμυνας που έχω.

    Χαμογέλασα και απάντησα προσπαθόντας να φανώ πιο προσιτή. Κάτι που αργότερα κατάλαβα πόσο λάθος ήταν. "Όχι, απλά περιμένω τον κατάλληλο Ιππότη να με ελευθερώσει από το κάστρο." Συγκράτησα την φωνή μου, όμως ένιωθα πως κάτι μέσα μου είχε σπάσει. Τα δάκρυα έπρεπε να περιμένουν για αργότερα. Ίσως για αυτό και να προσπάθησα να τον πείσω πως είμαι προσιτή όταν θέλω. Προσπαθούσα να πείσω εκείνον ή εμένα; Ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρη. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έπεισα κανέναν μας. "Ή πιο απλά φοβάσαι." Το αθώο γατάκι που γουργούριζε είχε μεταμορφωθεί σε Τίγρη που γρύλιζε μέσα σε δευτερόλεπτα, το χαμογελό του όμως δεν άλλαξε. "Με φοβάσαι Βασιλική;!" Μου φάνηκε ως δήλωση, δεν είχα κάτι να αντιτάξω και έμεινα σιωπηλή. "Με φοβάσαι. Έτσι δεν είναι;" Τελικά ήταν ερώτηση. Δεν απάντησα αμέσως. Ήθελε θάρρος η απάντηση και το θάρρος μου με είχε εγκαταλείψει από ώρα. "Τι ακριβώς να φοβηθώ; Όσα βλέπω, δεν τα φοβάμαι. Όσα δεν βλέπω, θα έλεγα πως ναι, αυτά που δεν μπορώ να δω με φοβίζουν. Ίσως και να με τρομάζουν." Χαμογέλασα προσπαθώντας να φανώ γενναία αλλά η φωνή μου είχε γίνει σχεδόν ψίθυρος στην τελευταία μου φράση εντελώς ασυνείδητα. Χαμογέλασε σαν να είχε μόλις πάρει κάποιο δώρο. "Τελικά δεν έκανα λάθος για σένα." Όσο και να φοβόμουν, και εκείνη την στιγμή ήμουν τρομοκρατημένη, η φωνή μου είχε χρωματιστεί από τον θυμό που έψαχνε τρόπο για να ξεσπάσει. "Σε τι ακριβώς δεν έκανες λάθος; Μήπως μπορώ να μάθω και εγώ, εφόσον φαίνεται να με αφορά;" Χαμογέλασε σχεδόν γλυκά, "Δεν χρειάζεται να θυμώνεις! Άλλωστε, προσπαθώ να κάνω μια φιλοφρόνηση στην γλυκιά κοπέλα που βρίσκεται δίπλα μου. Δεν έχω σκοπό να σε διώξω, να σε κρατήσω θέλω." Με αποκάλεσε 'γλυκιά', κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε καμία άλλη σε ακτίνα τουλάχιστον 3 μέτρων, επιπλέον η τελευταία του φράση ήταν σαν σύστημα συναγερμού. <Δεν με κρατάει κανείς αν δεν το θέλω. Θέλω να μείνω κάπου, δεν με αναγκάζουν.> Τουλάχιστον αυτό ίσχυε ως εκείνη την νύχτα, γιατί εκείνη η νύχτα ήταν σαν η ζωή μου να ξεκινούσε ξανά από την αρχή. Σχεδόν όλα όσα ήξερα, θα άλλαζαν ακριβώς εκείνο το βράδυ. Τις επόμενες βδομάδες θα άλλαζα και εγώ η ίδια. Αλλά τότε, αυτό δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το γνωρίζω.

    <Σε αυτό το σημείο ακριβώς λέμε καληνύχτα.> Η οργή είχε ήδη πνίξει όσο τρόμο μου προκαλούσε ο Φίλιππος. "Με συγχωρείς, μόλις θυμήθηκα πως αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς. Χάρηκα πολύ, αλλά πρέπει να φύγω." Σηκώθηκα, αλλά πριν κάνω ένα βήμα προς την έξοδο ήταν ακριβώς μπροστά μου. "Σε έφερα σε δύσκολη θέση, με συγχωρείς. Σε παρακαλώ, μείνε. Πρέπει να μιλήσουμε." Δεν ήταν τόσο το 'σε παρακαλώ', όσο ο φόβος που με παρέλυσε ακριβώς εκεί. Κάθισα ξανά, μάλλον σωριάστηκα στον καναπέ. "Τι ακριβώς έχουμε να πούμε;" Δεν προσπάθησα να κρύψω τον φόβο που ένιωθα. Χαμογέλασε και παρατήρησα πως τα δόντια του δεν ήταν όπως των υπολοίπων, οι κυνοδοντές του ήταν, αφύσικα μεγάλοι. Σαν των μεγάλων αρπακτικών. Δεν μίλησα για αυτό, προσπάθησα να μην δείξω οτί είχα δει κάτι, και μάλλον το κατάφερα. Η σκέψη μου γύρισε σε μια ταινία που είχα δει μόλις το προηγούμενο βράδυ, 'Το ημερολόγιο ενός Βαμπίρ', αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπήρχαν στην πραγματικότητα Βαμπίρ. Μέχρι τότε ζούσα με την πεποίθηση οτί οι Βρυκόλακες, όπως και οι Λυκάνθρωποι, ήταν υπαρκτά πλάσματα μόνο στην σφαίρα της φαντασίας μας. Γεννημένα από τον αρχαίο φόβο του αγνώστου που κρύβει το σκοτάδι της νύχτας. Προσπάθησα σκληρά και κατάφερα να παραμείνω ήρεμη. Δεν είχα καμία αντίδραση και περίμενα να απαντήσει στην ερωτησή μου, κάτι που δεν άργησε να γίνει. "Βασιλική, μην γίνεσε τόσο ανυπόμονη. Όλα στην ώρα τους. Για την ώρα, θέλω απλά να σε γνωρίσω. Το μόνο που ξέρω είναι το όνομα σου, και πως είσαι μόνη σου αρκετό καιρό." Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου. Προσπάθησα να μείνω ακίνητη, τα αντανακλαστικά μου όμως με πρόδωσαν. Τραβήχτηκα και άφησε το χέρι του να ακουμπήσει απαλά στο γονατό του. "Με συγχωρείς, τώρα έγινα εγώ ανυπόμονος." Ίσως ήταν η ιδέα μου, όμως η φωνή του έδειχνε ότι είχε πληγωθεί. <Δεν θα νιώσω και τύψεις!> Ο θυμός άρχισε να βράζει ξανά μέσα μου. Όσο και να μην το ήθελα, όσο και αν ο θυμός και ο φόβος είχαν αναμιχθεί μέσα μου, σε μια γωνία του μυαλού μου είχα αρχίσει να έχω τύψεις. Είχα τύψεις για κάποιον που με είχε σχεδόν εξαναγκάσει να μείνω δίπλα του, που ήξερε πράγματα που δεν του είχα πει. Είχα τύψεις γιατί δεν τον είχα αφήσει να με αγγίξει. <Ξεκόλα!> φώναξα στον εαυτό μου, δεν κατάφερα όμως να αφήσω πίσω μου τις ενοχές που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο μυαλό μου.

    Δεν μίλησα. Η ερώτηση που με 'έτρωγε' ήταν το πως μπορούσε να ξέρει - εκτός αν το μυαλό μου του είχε δώσει την πληροφορία πριν προλάβω να το σταματήσω - και αν ήταν έτσι θα μπορούσε να ξέρει ακόμα περισσότερα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ξεκίνησε εκείνος με ένα εντελώς αναπάντεχο σχόλιο. Βέββαια εκείνο το βράδυ τίποτα δεν ήταν προβλέψιμο. "Είσαι έξυπνη! Πολύ έξυπνη. Το ξέρεις; Εγώ το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Είσαι από τα πιο έξυπνα και προικισμένα άτομα που έχω δει στην ζωή μου." Χαμογέλασα, ο αυτοσαρκασμός είναι ένα από τα ταλέντα μου, "Μάλλον έχεις γνωρίσει ελάχιστα άτομα δήλαδη." Ένιωσα το βλέμμα του σαν πυρακτωμένο σίδερο να διαπερνάει το σώμα μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να μην αντιδράσω. "Ναι! Έχω δει πολλούς σαν εσένα, με κάποιο χάρισμα σαν το δικό σου. Έχω δει πολλούς, αλλά έχω γνωρίσει ελάχιστους. Λίγα είναι τα άτομα που αξίζουν την προσοχή μου. Εσύ είσαι ένα από αυτά, Βασιλική." Η αδρεναλίνη που με είχε κρατήσει, το θράσσος που με είχε βοηθήσει να αγωνιστώ είχε πια εξαφανιστεί και ο φόβος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Αν και ήθελα να αντιτάξω πως δεν είναι Θεός για να κάνει τέτοιες διακρίσεις, κατάφερα να συντάξω μια 'γελοία' πρόταση. "Πως το ξέρεις; Έχω τατουάζ στο μετωπό μου που λέει τι είμαι;" γέλασε δυνατά. Στην θέση του ίσως και εγώ να γελούσα. Όχι! Δεν είμαι τόσο σκληρή με τους άλλους. Άρχισα να νευριάζω με τον εαυτό μου, τον διασκέδαζα και δεν είχα αυτό τον σκοπό! Γελωτοποιός δεν υπήρξα ποτέ και για κανέναν. "Η αύρα σου μιλάει για σένα." η απαντηση του ήταν σταθερή, λες και το γέλιο είχε έρθει από κάποιον άλλο και οχι από τον άνθρωπο - αν ήταν άνθρωπος - που βρισκόταν δίπλα μου. Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω, "Η αύρα μου μπορει να σου δείξει αν έχω κάποιο 'χάρισμα' όπως λές. Δεν μπορεί να σου δείξει όμως αν είμαι έξυπνη ή όχι, ούτε και οτιδήποτε πέρα από την διάθεση μου, όπως το αν είμαι ή όχι μόνη και για πόσο καιρό." Από ότι φάνηκε του άρεσε η απάντηση, δεν περίμενε κάτι τέτοιο και χαμογέλασε 'κανονικά' για πρώτη φορά. Εννοώ πως το χαμογελό του μέχρι εκείνη την στιγμή μου δημιουργούσε ένα είδος προαισθήματος για κάποιο επικείμενο κίνδυνο. Αυτή η φορά όμως ήταν διαφορετική, εκείνο το χαμόγελο ήταν αληθινό. Έχει όμορφο χαμόγελο, όταν δεν σε τυφλώνει ο φόβος σε σημείο που δεν μπορείς να δεις τίποτα πέρα από τις παλάμες σου.

    "Κι' όμως! Η αύρα μπορεί να δείξει πολλά για κάποιον με τη δική σου δύναμη, αρκεί κάποιος να ξέρει που ακριβώς να κοιτάξει." Ήθελα να χαμογελάσω αλλά μετα βίας κατάφερα να μιλήσω σταθερά. "Δύναμη; Μάλλον κάνεις λάθος. Δεν έχω τέτοια δύναμη." Ήταν μία από τις ελάχιστες στιγμές που θα προτιμούσα να φοράω την πλήρη εξάρτηση ενός Ιππότη του Μεσσαίωνα, από το βάρος που ένιωσα να πέφτει μέσα μου. Ένιωθα στο βλέμμα του το νέο βάρος που είχε κατρακυλήσει στο στομάχι μου, κάνοντας το προηγούμενο να μοιάζει με πούπουλο. "Μην υποτιμάς τον εαυτό σου! Δεν είσαι η ανυπεράσπιστη Κοκκινοσκουφίτσα που φοβάται τον Λύκο! Ούτε η φυλακισμένη στον πύργο Δεσποσύνη που περιμένει τον Ιππότη για να την σώσει!" Ο εγωισμός μου ορθωθηκε και το αποτέλεσμα που ήθελε είχε ήδη πραγματοποιήθει. "Δεν με υποτιμώ, είμαι απλά ρεαλίστρια. Και όχι, δεν ένιωσα ποτέ σαν την φυλακισμένη, στον πύργο, πριγκίπισσα. Ούτε και Κοκκινοσκουφίτσα υπήρξα ποτέ για να φοβάμαι τον μεγάλο, κακό, Λύκο. Επιπλέον, δεν βλέπω καμμία ομοιότητα ανάμεσα σε σένα και τον Λύκο του παραμυθιού. Εκτός εαν, μοιάζετε σε όσα δεν μπορώ να δω." Στην τελευταία μου φράση ένοιωσα τον τρόμο να με περικυκλώνει σαν ομίχλη, αποκοβοντάς με από την πραγματικότητα. Αν και το χρονικό διάστημα δεν είχε υπερβεί τα λίγα δευτερόλεπτα, για μένα ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες. Άκουσα την φράση του σαν μέσα σε όνειρο, "Καλύτερα να μην μάθεις ποτέ." Η εκφρασή του ήταν ανεξιχνίαστη, δεν ήξερα πως να αντιδράσω, τι να κάνω. Η επιθυμία και η ανάγκη μου να φύγω από εκεί, να μην τον νιώθω πια δίπλα μου με έκαναν να μαζέψω όσο κουράγιο μου απέμενε και να κάνω την τελευταία, ήλπιζα, ερώτηση της βραδιάς. "Δεν έχω άλλο χρόνο. Μπορείς να μου πείς τι θέλεις από εμένα;" Σαν να τον επανέφερε στην πραγματικότητα η ερώτηση μου γύρισε προς το μέρος μου. Το βλέμμα του δεν είχε πια βάρος πάνω μου, λες και το πνεύμα να βρισκόταν αλλού. "Τι θέλω; Για την ώρα, μόνο να σε ξαναδώ. Μπορείς να έρθεις αυρίο, την ίδια ώρα; Υπόσχομαι πως δεν θα σε κρατήσω πολύ, απλά θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Λοιπόν; Να σε περιμένω αυρίο κατά τις 23:00 εδώ;" Πάλεψα για να κάνω το μυαλό μου να λειτουργήσει, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Η φωνή του με είχε σχεδόν υπνωτίσει και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν ένα ψυθηριστό "Ναι." Μόλις απάντησα η ομίχλη που με εμπόδιζε να σκεφτώ έχασε την πυκνότητα της, κατάλαβα πως είχα δώσει την υπόσχεση μου και πως το επόμενο βράδυ θα έπρεπε να τον ξαναδώ. Δεν είχα δυνάμεις για να αντιδράσω, ήθελα μόνο να φύγω. Ίσως το έδειξα, ίσως απλά να το ένιωσε, "Σε κράτησα πολύ, με συγχωρείς. Η προσφορά ισχύει ακόμα, αν θες μπορώ να σε πάω ως το σπίτι σου." σηκώθηκα όσο πιο σταθερά μπορούσα και χαμογέλασα για να μην ουρλιάξω. "Όπως ισχύει και η απάντηση. Ευχαριστώ αλλά δεν χρειάζομαι συνοδό. Καληνύχτα." Δεν του έδωσα την ευκαρία να απαντήσει, γύρισα και ξεκίνησα να περπατάω προς την πόρτα, όσο πιο σταθερά μπορούσα. Λίγα βήματα πριν την έξοδο άκουσα την φωνή του στην σκέψη μου, χωρίς καν να καταλάβω οτί είχε μπεί ξανά στο μυαλό μου. "Καληνύχτα γλυκιά μου πριγκίπισσα. Θα τα πούμε σύντομα. Να προσέχεις." Δεν γύρισα προς το μέρος του, αν και κάτι μου το υπαγόρευε. Ο δροσερός αέρας με καλωσόρισε μόλις άνοιξα την πόρτα. Το μυαλό μου, που μέχρι εκείνη την στιγμή έμοιαζε να είναι γεμάτο ομίχλη, ξεκαθάρισε και μπόρεσα να δω καθαρά, πλέον, ότι είχε γίνει. ¨Εφτασα στο σπίτι λίγο μετά τις 2:30, όταν είδα το ρολόι στην πλατεία πίστεψα πως είχε σταματήσει, οι ώρες που πέρασα στο μπαρ ήταν λιγότερες από 3 κι όμως έμοιαζαν για διπλάσιες. Ήθελα να κοιμηθώ, πίστευα πως ο Μορφέας θα ερχόταν αμέσως. Ήταν όμως η πρώτη νύχτα που ήρθε νωρίς το πρωί, η πρώτη από τις πολλές νύχτες που θα περνούσαν έτσι. Με τον Μορφέα να αρνέιται πεισματικά να έρθει και με εμένα να σκέφτομαι όσα συνέβαιναν. Τελικά κατάφερα να κοιμηθώ την αυγή, λίγο πριν η σελήνη δώσει την θέση της στον ήλιο. Και μέχρι εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου στριφογύριζαν όσα είχα ζήσει λίγες μόλις ώρες πριν. Τα λόγια του Φίλιππου, "Υψώνεις κάστρα, κλείνεσαι μέσα, και δεν ανοίγεις σε κανέναν." ο πόνος που ένιωσα καθώς κάτι μέσα μου έσπαγε. Δάκρυσα χωρίς να το καταλάβω. Ίσως ήταν ο τρόπος που το είπε, ίσως απλά να μην άντεχα να το ακούσω από αυτόν.

    Ξύπνησα έντρομη λίγο πριν τις 10 με λιγότερες από 4 ώρες ύπνου. Πρώτη φορά μετά από καιρό είχα εφιάλτες. Εφιάλτες όπου η πραγματικότητα έμπλεκε με το όνειρο, ακριβώς όπως στους πίνακες του μπαρ, έτρεχα χωρίς να θέλω να ξεφύγω, φοβόμουν αλλά δεν ήθελα να γλιτώσω. Η σκηνή ξεκίνησε με τα λόγια του Φίλιππου, "Δεν ανοίγεις σε κανέναν." Βρέθηκα σε ένα από τα δωμάτια ενός κάστρου, έβλεπα μόνο τους πέτρινους τοίχους, δεν υπήρχε πόρτα ή παράθυρο. Ελάχιστα κεριά, στερεωμένα σε λεπτά, σκουριασμένα, κηροπήγια, τοποθετημένα στο πάτωμα εντελώς άναρχα, φώτιζαν χλωμά το άδειο, αλλά γεμάτο αράχνες, δωμάτιο. Η αίσθηση του φόβου ήταν πραγματική, αν και ήξερα πως βρισκόμουν σε όνειρο ήμουν τρομοκρατημένη. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και ήξερα πως σε λίγο θα ήταν εκεί. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα ένιωσα την παρουσία του ακριβώς πίσω μου. Γύρισα με όσο κουράγιο είχα για να αντικρίσω τον Φίλιππο. Το σώμα του καλυπτόταν από ένα μαύρο ύφασμα. Μια κάπα που έφτανε μέχρι το χώμα, καλύπτοντας ακόμα και τις μύτες των παπουτσιών του. Το προσωπό του χλωμό, τα μάτια του σκούρα μπλέ, με μια μυστηριώδη λάμψη, ενώ στα κατακόκκινα χείλη του είχε σχηματίσει ήδη το γνωστό αλλαζονικό χαμόγελο. "Καλωσόρισες στο μικρό μου σπίτι." είπε χωρίς να αλλάξει έκφραση. Δεν μίλησα, προχώρησε σχεδόν χωρίς να κινείται και σταμάτησε ένα βήμα μακριά μου, συνέχισε να με κοιτάζει ενώ το χαμόγελο του άφησε δύο κατάλευκους κυνόδοντες να κάνουν την εμφάνιση τους. Περίμενα να συνεχίσει, και όταν δεν το έκανε μίλησα εγώ, "Λοιπόν;". Η φωνή του μου θύμισε αιλουροειδές, "Δεν χαιρεσαι που με βλέπεις;". η απαντηση μου ίσως πιο σκληρή από όσο ήθελα, "Θα έπρεπε;" το γέλιο του γλυκό και παγωμένο, "Πρέπει να μιλήσουμε. Χτες δεν μπορέσαμε. Θα σε περιμένω απόψε.". Δεν ήθελα να πάω ξανά σε εκείνο το μπαρ, "Και, αν δεν έρθω;". Ένιωσα έναν κρύο άνεμο να διαπερνάει το σώμα μου, "Αν δεν έρθεις; Αυτη δεν είναι επιλογή γλυκιά μου. Θα έρθεις!". Ακούμπησα στον τοίχο χωρίς να μπορώ να αντιδράσω, η αναπνοή μου είχε γίνει ακανόνιστη, από τον φόβο. Η επόμενη κίνηση του έγινε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ήταν υπερβολικά κοντά μου, η ανάσα του στο αυτί μου, ακανόνιστη, είχα κολήσει πάνω του, η πλάτη μου στον τοίχο και τα μπράτσα μου μέσα στις παλάμες του σαν ανάμεσα σε σφιγκτήρες. "Πιστεψέ με, δεν θέλω να σε κάνω να έρθεις με πιο βίαιο τρόπο.". Δεν κατάφερα να απαντήσω, ένιωσα τα χείλη του στον λαιμό μου, μεταξένια, την γλώσσα του, υγρή να διαπερνάει σχεδόν το δέρμα μου και σκληρά μυτερά δόντια να τρίβονται στο σημείο ακριβώς που χτυπάει ο σφυγμός μου. Δεν κατάλαβα πως, η φωνή μου βγήκε από μόνη της, το "ΟΧΙ!" που φώναξα ήταν ακριβώς αυτό που με ξύπνησε, αντανακλαστικά άγγιξα τον λαιμό μου, δεν υπήρχε τίποτα. Ο φόβος υπήρχε ακόμα μέσα μου, ένας πρωτόγνωρος φόβος. Δεν φοβόμουν τον Φίλιππο, τουλάχιστον όχι όσο φοβόμουν εμένα. Ο εφιάλτης μου είχε δείξει πολλά, όταν ένιωσα τα δόντια του στο λαιμό μου ένα μέρος μου ήθελε να γίνει. Ήθελα να με δαγκώσει, έπιανα τον εαυτό μου να λαχταρά το αγγιγμά του και ήξερα πως δεν ήταν κάποια παραίσθηση. Δεν το είχε προκαλέσει εκείνος, εγώ ήμουν η μόνη 'υπεύθυνη' και δεν θα παραδινόμουν έτσι εύκολα. Ο 'πόλεμος' είχε ξεκινήσει, η λογική μου πάλευε σκληρά με το συναίσθημα και για την ώρα φαινόταν να κερδίζει. Ντύθηκα και μπήκα στην κουζίνα, ένας καφές βοηθάει πολλές φορές να δώ πιο καθαρά τα πράγματα. Έβαλα καφέ στο αγαπημένο μου φλιτζάνι, δώρο της Μάριον για τα 18α γενέθλια μου και πηγαίνοντας στο σαλόνι έβαλα το νέο cd των Evanescence στο stereo. Μισοξάπλωσα στον καναπέ, έναν λευκό 3θέσιο σε σχέδιο ανάκλιντρου που αγόρασα την αμέσως επόμενη μέρα του χωρισμού μου από τον Κώστα, προσπαθόντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Τα ερωτήματα ήταν πολλά περισσότερα από τις απαντήσεις που μπορούσα να δεχτώ. Το όνειρο, ο εφιάλτης που είδα, ήταν περισσότερο τρόπος επικοινωνίας παρά 'προφητεία'. Κι όμως, δεν μπορούσα να δεχτώ την τόσο εμφανή εξήγηση. "Δεν μπορεί να υπάρχουν!" επαναλάμβανα στον εαυτό μου, αλλά μέσα μου ήξερα την αλήθεια. Μια αλήθεια που φοβόμουν να παραδεχτώ. Κάτι με έσπρωξε να προσέξω τους στίχους απο το τραγούδι που άκουγα, <You belong to me my snow white queen there's nowhere to run so let's just get it over, soon I know you'll see you're just like me, don't scream anymore my love cause all I want is you>, ήμουν σχεδόν σίγουρη πως αυτή ήταν η κατάσταση ανάμεσα σε μένα και τον Φίλιππο. Δεν μπορούσα όμως να την δεχτώ, χρειαζόμουν βοήθεια και ήξερα ακριβώς σε ποιόν έπρεπε να μιλήσω. Σχημάτισα τον αριθμό του πατέρα - Ευγένιου, ήταν ο μοναδικός που μπορούσα να εμπιστευθώ, ήταν ο μόνος που ήξερε για τα προαισθήματα μου και πάντα με βοηθούσε, ακόμα και αν κάποιες φορές κινδύνευε περισσότερο από όσο εγώ ήθελα. Τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινα στην εκκλησία όσο συχνά ήθελε. Από τα 17 μου, από τότε που ξεκίνησα τις σπουδές, πήγαινα 2 φορές το χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα. Πιστεύω στον Θεό, απλά δεν με εκφράζει πια αυτός ο τρόπος λατρείας. Δεν ήθελα να τον ανησυχήσω. "Καλημέρα, τι κάνεις; Μας ξέχασες τελευταία!" ήταν πάντα η πρώτη φράση που άκουγα όταν τον έπαιρνα τηλέφωνο ή όταν πήγαινα να τον δω. "Απλά δεν προλαβαίνω." του απαντώ πάντα. Μετά από αυτή την στιχομυθία συνεχίζουμε κανονικά την κουβέντα. "Θα είστε εκεί σήμερα;" - δεν κατάφερα ποτέ να του μιλήσω στον ενοικό, είναι από τους ανθρώπους εκείνους που σου προκαλούν τον σεβασμό - η ερώτηση μου τον ξάφνιασε, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Δεν ξέρω πώς, πάντα καταλαβαίνει ότι κάτι έχει γίνει. "Βασιλική, τι έγινε; Είσαι καλά;" "Είμαι μια χαρά, απλά θέλω να σας μιλήσω. Θα είστε εκεί σήμερα;" "Ναι, τι ώρα θα έρθεις;" "Σε 10' θα είμαι εκεί." του είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ήταν μόλις 10:30, ήμουν σχεδόν στην πόρτα έτοιμη να φύγω όταν χτύπησε το τηλέφωνο, δεν ήθελα να καθυστερήσω και άφησα τον τηλεφωνητή να απαντήσει. Όποιος και να ήταν θα έπρεπε να περιμένει οι προτεραιότητες μου ήταν άλλες.

  13. [Ευχαριστω για τις απαντησεις. Εδω η συνεχεια... Το 2ο κεφαλαιο θα αργησει λιγο. ακομα προσπαθω να το σουλουπωσω λιγο.

    (Σημ. Sucore, ο καθενας εχει την δικη του σποψη για την "αληθεια" και την "πραγματικοτητα", οπως νομιζω εγραψα λιγο παραπανω. Παντως ειμαι απο τα ατομα εκεινα που δεν θα το προτιμουσαν.... η συνεχεια ελπιζω να ειναι το ιδιο η περισσοτερο ενδιαφερουσα. Ευχαριστω.)]

     

    Λίγο μετά τις 23:00 είχαμε φύγει από το εστιατόριο, 'τόλμησα' να ρωτήσω την Ίρις που θα πηγαίναμε για την επόμενη στάση, η απάντηση της δεν θα ήταν κατανοητή σε κάποιον που δεν την ήξερε αρκετά, ευτυχώς με τις κοπέλες περνάμε πολύ χρόνο μαζί: "Θα πάμε σε ένα ολοκαίνουριο μπαράκι που είμαι σίγουρη ότι θα λατρέψεις!" μου είπε και νόμισα ότι δεν κατάλαβα καλά. "Από πότε διαλέγεις σύμφωνα με τα δικά μου γούστα; Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε σε κάποιο από τα γνωστά!" Τα 'γνωστά' ήταν τα μπαράκια που σύχναζε και που έπαιζαν κυρίως House και ηλεκτρονική μουσική. Γύρισε και με κοίταξε γελώντας συνέχεια, "Μα δεν το διάλεξα για σένα! Όχι! Το διάλεξα, γιατί έμαθα πως μαζεύει πολύ ωραίους και ελεύθερους άνδρες..." Γελάσαμε όλες μαζί. Αν μας έβλεπε κανείς θα πίστευε πως ήμασταν τουλάχιστον μεθυσμένες. Ήμασταν, αλλά όχι όλες. Φτάναμε σε ένα μέρος της πόλης που, αν και δεν ήταν πάνω από 200μ. μακριά από την κεντρική πλατεία, δεν το είχα επισκεφθεί ποτέ ως τότε. Εκείνο το βράδυ όμως αυτό θα άλλαζε. Καθώς πλησιάζαμε ένιωσα τον κόμπο στο στομάχι μου να ξαναεμφανίζεται. "Ίρις; Τι όνομα έχει το μπαρ που πάμε;" κάτι μου έλεγε πως έπρεπε να μάθω το όνομα του μπαρ, ένοιωθα λες και όλη μου η ζωή να κρεμόταν από εκείνο το όνομα. Η Ίρις με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι έλεγα και άρχισε και πάλι να γελάει, πλέον το αλκοόλ δρούσε κανονικά στον οργανισμό της. "Δεν θα σου πω! Θα παίξουμε ένα παιχνίδι! Αν κερδίσεις σου υπόσχομαι να φύγουμε όταν θες εσύ, αν χάσεις θα έρθεις μαζί μας μέχρι να ξημερώσει! Εντάξει;" Δεν είχα επιλογές. "Εντάξει! Τι παιχνίδι;" κατάλαβα πριν απαντήσει. "Αν βρεις το όνομα με 3 προσπάθειες έχεις κερδίσει!" δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. "Έχω κανένα στοιχείο;" την ρώτησα ενώ πλησιάζαμε. "Όχι! Μόλις μπούμε και μόνο από το περιβάλλον μέσα στο μπαρ θα μαντέψεις το όνομα!" Τελικά, δεν θα ήταν καθόλου εύκολο.

    Πλησιάζοντας δεν δοκίμασα καν να κοιτάξω την επιγραφή, δεν υπήρχε πουθενά. Ούτε και ουρά υπήρχε, βέβαια ήταν μόλις 23:20 αυτό ήταν λογικό. Είχε live μουσική, μπήκαμε ενώ το συγκρότημα - που τουλάχιστον έπαιζε καλά - μόλις είχε αρχίσει το Always Somewhere των Scorpions, καθίσαμε σε ένα σχετικά παράμερο τραπέζι και παραγγείλαμε. "Πάλι χυμό θα πιείς;" με ρώτησε η Έλενα κοροϊδεύοντας όταν άκουσε την παραγγελία μου "Κόκκινη βότκα με πορτοκάλι." εκείνη έπινε πάντα Gin με Tonic, η απάντηση μου συνηθισμένη όπως και η ερώτηση της, "Αφού ξέρεις, πως δεν πίνω!". Χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της, "Ξέρω! Ήλπιζα μόνο πως θα είχες αλλάξει!" ήταν η σειρά μου να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι μου. Η Ίρις γύρισε προς το μέρος μου -είχε καθίσει σε μια πολυθρόνα από σκούρο ξύλο και μπορντό ταπετσαρία, μάλλον υφασμάτινη, κάθετα στον ντυμένο με κόκκινο βελούδο καναπέ στον οποίο είχαμε βολευτεί με την Έλενα. Ήταν πιο κοντά στην Έλενα και η συνεννόηση μας ήταν κάπως δύσκολη. Ευτυχώς η μουσική δεν ήταν πολύ δυνατή - "Λοιπόν; βρήκες το όνομα;" Α, ναι! Είχαμε και το παιχνίδι! "Κάτι σε Ρόδο;" της απάντησα στην τύχη και το χαμόγελο της ήταν αρκετό για να καταλάβω πως είχα πέσει μέσα. "Ναι! Αλλά τι Ρόδο;" με ρώτησε και άρχισα ξανά να ψάχνω το δεύτερο μέρος του ονόματος. Όσο προσπαθούσα να βρω το όνομα τόσο ένιωθα το βάρος που είχε πια εγκατασταθεί στο στομάχι μου να αυξάνεται.

    Κοίταξα γύρω, οι τοίχοι ήταν στο κόκκινο, κόκκινο του αίματος και της φωτιάς. Ο σερβιτόρος έφερε τα ποτά μας και ευχηθήκαμε στην Ίρις για ακόμα μια φορά. Καθώς σήκωνα το ποτήρι προς τα χείλη μου ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου, κάποιος με κοίταζε και το βάρος εκείνου του βλέμματος με έκανε να ανατριχιάσω. Προσπάθησα σκληρά να μην κοιτάξω προς το μέρος που ήξερα ότι βρισκόταν ο άνδρας που κοίταζε προς το μέρος μου. Ήπια μια γουλιά και δεν έδωσα άλλη σημασία, άλλωστε δεν ένιωθα τίποτα πλέον. Συνέχισα να ψάχνω το υπόλοιπο όνομα του μπαρ μέσα από τα έπιπλα και το υπόλοιπο ντεκόρ. Ο χώρος ήταν πρωτότυπος με έναν πολύ παράξενο τρόπο, οι πολυθρόνες, οι καναπέδες και τα τραπέζια, όπως και τα φωτιστικά θα ταίριαζαν περισσότερο σε κάποιο αρχοντικό της Γαλλίας του 18ου αιώνα. Δεν είχαν καμία σχέση, όμως, με τον πάγκο του μπαρ ή τον καθρέφτη που βρισκόταν πίσω του. Τα τελευταία ήταν, μαζί με τα ποτήρια και τους ανθρώπους, τα μόνα στοιχεία που ταίριαζαν με τον 21ο αιώνα στον οποίο είμαστε. Οι πίνακες, πάλι, διέφεραν από όλα τα άλλα στοιχεία. Δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τον 18ο, αλλά ούτε και με τον, πρόσφατο, 20ο αιώνα. Τα μοτίβα τους ήταν, τουλάχιστον, παράξενα. Απεικόνιζαν σκηνές τρόμου, πλάσματα των θρύλων που έμοιαζαν ζωντανά, σαν έτοιμα να βγουν από τον δικό τους κόσμο, μέσα από τους πίνακες, στον δικό μας 'λογικό' κόσμο που η φαντασία δεν έχει θέση. Στους πίνακες κοντά μας υπήρχαν λυκάνθρωποι που έτρεχαν κάτω από την πανσέληνο, Βρυκόλακες που απολάμβαναν το 'γεύμα' τους, 'σερβιρισμένο' από τους κατάλευκους λαιμούς πρόθυμων - όπως έδειχναν οι εκφράσεις τους - κοριτσιών, ενώ φαντάσματα έκαναν γύρους μέσα στα σπίτια των 'ζωντανών' που τρομοκρατημένοι και αλλόφρονες έτρεχαν να ξεφύγουν. Ο καλλιτέχνης είχε απεικονίσει τον τρόμο και την βία των πρωταγωνιστών των πινάκων με έναν ρεαλισμό, θα έλεγα, υπερβολικό. Σαν να ήθελε να τρομάξει όσους θα συναντούσαν κάποια στιγμή τα έργα του. Ίσως όμως να ήθελε να προειδοποιήσει τους θεατές του, αυτή η άποψη βέβαια δεν ήταν λογική εκείνη την στιγμή, κάτι που άλλαξε λίγο αργότερα, όταν ήταν ήδη πολύ αργά...

    Δεν πρόλαβα να γυρίσω ξανά προς την Ίρις για να της πω το όνομα του μαγαζιού, <Ματωμένο Ρόδο>, το ήξερα πια και αυτό δεν με ηρέμησε. Ο σερβιτόρος που είχε έρθει για την παραγγελία μας είχε φέρει ένα μπουκάλι σαμπάνιας με 4 ποτήρια και ένα μπολ με φράουλες. "Συγγνώμη, αλλά δεν παραγγείλαμε σαμπάνια. Μήπως κάνατε κάποιο λάθος;" η Ίρις προσπάθησε να αρνηθεί την σαμπάνια χωρίς επιτυχία. "Όχι κυρία μου, δεν έγινε λάθος. Είναι δώρο από τον κο Φίλιππο, τον ιδιοκτήτη." ο σερβιτόρος έφυγε χωρίς άλλη εξήγηση και ένιωσα ξανά εκείνο το βλέμμα πάνω μου. Κάτι με έσπρωχνε να μην μιλήσω, το επόμενο μόλις δευτερόλεπτο η εξήγηση δόθηκε από τον ίδιο τον Φίλιππο που ήρθε κοντά μας. Το βάρος στο στομάχι μου αυξήθηκε, αν αυτό μπορούσε να γίνει, ενώ το προαίσθημα μου φώναζε να μην τον κοιτάξω στα μάτια για κανένα λόγο. Έμεινα αμίλητη να κοιτάζω το ποτό μου ενώ τον άκουγα να εξηγεί. "Με συγχωρείτε για την ενόχληση, έμαθα πως γιορτάζετε και ήθελα να σας ευχηθώ με την σειρά μου. Ονομάζομαι Φίλιππος, όπως φαντάζομαι ήδη μάθατε από τον Γρηγόρη, τον σερβιτόρο που έφερε το δώρο μου στην εορτάζουσα." Η φωνή του θύμιζε βελούδο πάνω στο δέρμα. Δεν είχα ξανακούσει τέτοια υφή φωνής, για την ακρίβεια, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να έχει υφή στην φωνή του. Η Ίρις έμοιαζε γοητευμένη και η απάντηση της μου έδινε την αίσθηση πως δεν ήταν η Ίρις που ήξερα. "Σας ευχαριστώ! Παρακαλώ καθίστε!" Σήκωσα τα μάτια μου για να την κοιτάξω και η σκηνή που αντίκρισα μου θύμισε ταινία εποχής, σαν κάτι από την αυλή του Λουδοβίκου του 14ου. Ο Φίλιππος είχε πάρει στα χέρια του την παλάμη της Ίρις για χειροφίλημα, ενώ τα χείλη του άγγιζαν ελάχιστα το δέρμα της η αναπνοή της είχε γίνει ακανόνιστη. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με την Έλενα και ευτυχώς μετά από την 2η επανάληψη στην Έλενα κάθισε στην πολυθρόνα σχεδόν δίπλα μου, απέναντι στην Ίρις. Ίσως το ότι δεν είχα σηκώσει το βλέμμα μου να τον απέτρεψε να επαναλάβει την σκηνή του χειροφιλήματος για 3η φορά, ίσως όχι. Το γιατί διάλεξε εκείνη την θέση δεν μπορούσα να το καταλάβω, όχι εκείνη την στιγμή τουλάχιστον. Η φωνή της Ίρις ξαναβρήκε την φυσιολογική της χροιά όταν είπε "Μας συγχωρείτε για την παράληψη, δεν σας συστηθήκαμε!", δεν κοίταξα την έκφραση του όμως δεν μίλησε, "Ονομάζομαι Ίρις, από εδώ η Έλενα και η Βίκυ." συνέχισε η Ίρις ενώ έδειχνε την Έλενα και μένα, αναγκαστικά σήκωσα το βλέμμα, κοίταξα το πρόσωπο του, αλλά όχι τα μάτια του, και είπα ένα ξερό "Χαίρω πολύ" που ήλπιζα να του δώσει ακριβώς τα σημάδια που ήθελα και να συνεχίσει να ασχολείται με την Ίρις και την Έλενα.

    Ήταν αντικειμενικά όμορφος. Εντυπωσιακός θα έλεγε κανείς, το χλωμό, κατάλευκο πρόσωπο του τονιζόταν από πυρόξανθες μπούκλες που έφταναν μέχρι την βάση του λαιμού του και από τα κατακόκκινα χείλη που σχημάτιζαν ένα αλαζονικό και αυτάρεσκο χαμόγελο. Ήταν ψηλός, ψηλότερος από μένα τουλάχιστον, και το μαύρο πουκάμισο έδινε στην επιδερμίδα του έναν ακόμα πιο λευκό τόνο που έμοιαζε σχεδόν να φωσφορίζει στο ημίφως του χώρου. Δεν έμοιαζε για πάνω από 30 ετών, κι όμως, κάτι πάνω του μου έδινε την αίσθηση του παλιού. Την αίσθηση που έχει το παλιό κρασί, αυτό που έχει φυλαχτεί προσεκτικά από παλιά γενιά σε υπόγεια κάβα. Σαν το κρασί που έχει ωριμάσει και έχει πάρει κάτι από τους ιδιοκτήτες του, κάτι από την ευγενική τους καταγωγή. Μόνο που, αυτός δεν ήταν κρασί.

    Η συνέχεια ήταν δική του, "Διορθώστε με αν κάνω κάποιο λάθος αλλά δεν νομίζω πως σας έχω ξαναδεί εδώ." περίμενε απάντηση και η Ίρις την έδωσε. "Όχι, δεν έχουμε ξανάρθει. Όμως, από ότι ξέρω μόλις ανοίξατε, σωστά;" όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να ξανακατεβάσω το βλέμμα μου στο ποτήρι μου, σαν κάτι να κρατούσε το βλέμμα μου πάνω του, "Μόλις την προηγούμενη παρασκευή!" της απάντησε "Ελπίζω λοιπόν να μας ξανατιμήσετε με την παρουσία σας.". Και εκεί η Ίρις, έκανε το λάθος, όπως αποδείχτηκε. "Καλορίζικο λοιπόν. Αν και, δεν είμαι τόσο του ροκ, η πραγματική φαν είναι η Βίκυ." Κατάφερα να γυρίσω προς το μπαρ πριν νιώσω ξανά το βλέμμα του πάνω μου, βλέμμα αρπακτικού πάνω στο εν δυνάμει θήραμα. Χαμογέλασα ενώ ευχόμουν πως κάτι θα γινόταν, κάτι θα με βοηθούσε. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω την αυτοσχέδια προσευχή μου όταν ήρθε το 'Ιππικό'. Το 'Ιππικό' ήταν δύο άντρες στην ηλικία του, χωρίς όμως την αίσθηση που έδινε εκείνος, που ήρθαν στο τραπέζι μας. Ο πρώτος του μίλησε δυνατά, "Καλησπέρα! Από ότι βλέπω και πάλι μας πρόλαβες! Γνώρισες τις ωραιότερες κυρίες που έχουν έρθει ποτέ στο 'Ρόδο' μας". Όταν γύρισε σε μας το χαμόγελο του ήταν ήδη ζωγραφισμένο, θα έλεγες, στο πρόσωπο του. "Μας συγχωρείτε για την 'εισβολή' όμως ο κύριος από εδώ έχει την συνήθεια να γνωρίζει πρώτος τις ομορφότερες κυρίες στον χώρο ενώ έχουμε ήδη συμφωνήσει πως η τιμή θα γίνετε εν' αλλάξ και στους 3 μας, ως συνιδιοκτήτες. Με φωνάζουν Έρικ και από εδώ ο αδελφός μου ο Αλέξανδρος." η Ίρις μας ξανασύστησε και ανταλλάξαμε 'φυσιολογικές' χειραψίες. Κάθισαν στις μόνες ελεύθερες πολυθρόνες, δημιουργώντας ένα είδος κύκλου, έτσι που ο Έρικ ήταν δίπλα σχεδόν στην Ίρις και απέναντι στην Έλενα, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν απέναντι μου και δίπλα στον Φίλιππο, . Δευτερόλεπτα αργότερα ο ίδιος σερβιτόρος, ο Γρηγόρης, έφερε άλλα 2 ποτήρια για την σαμπάνια έτσι ώστε να σερβιριστούν και ο Έρικ με τον Αλέξανδρο.

    Αφού ευχηθήκαμε ξανά όλοι μαζί στην Ίρις πρόσεξα πως ο Έρικ είχε αρχίσει να γνωρίζεται καλύτερα με την Ίρις και η Έλενα με τον Αλέξανδρο. Οι δύο τους, ο Έρικ και ο Αλέξανδρος, αν και αδέλφια δεν έμοιαζαν καθόλου. Ήταν και οι δύο αρκετά ψηλοί, όμως ο Έρικ ήταν μελαχρινός, ενώ ο Αλέξανδρος κατάξανθος. Μου έφεραν στο νου τις δύο άκρες της Ευρώπης, Μεσόγειος - Σκανδιναβία. Άρχισα να νιώθω πιο ήρεμη και να σιγοτραγουδάω τα κομμάτια που έπαιζε το γκρουπ, Angie από Rolling Stones, Julia από Pavlov's Dog, και προσπαθούσα πολύ να δείξω ότι δεν είχα καταλάβει το βλέμμα του Φίλιππου πάνω μου. Το βλέμμα της Τίγρης πάνω στο μικρό ελάφι που σκοπεύει να καταβροχθίσει. Συνέχισα να μην δίνω σημασία αν και ένιωθα έναν κλοιό γύρω μου, σαν αλυσίδα που σφίγγει συνεχώς γύρω από τον λαιμό του καταδικασμένου. Ήξερα πως ήθελε να ξεκινήσει κάποιου είδους συζήτηση με μένα, και αν και η απόσταση που έβαζα εγώ ανάμεσα μας ήταν αρκετή για να μην τον διευκολύνει, εκείνος δεν πτοήθηκε. "Βλέπω ότι η φίλη σου είχε δίκιο. Ξέρεις όλα τα τραγούδια που παίζει το γκρουπ μας. Αναρωτιέμαι μήπως, αλλά δεν νομίζω." Σταμάτησε εκεί και η περιέργεια που 'σκοτώνει την γάτα' εμφανίστηκε και σε μένα. "Τι ακριβώς αναρωτιέστε;" εκείνη την στιγμή άρχισα εγώ να αναρωτιέμαι μήπως η περιέργεια σκοτώσει εμένα αντί για την καημένη την γάτα. "Σε παρακαλώ, μίλα μου στον ενικό, δεν είμαι και τόσο μεγαλύτερός σου. Η αλήθεια όμως είναι ότι ψάχνω μια κοπέλα για τα φωνητικά, και αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να πάρεις την θέση εσύ." Χαμογέλασα όσο πιο αθώα μπορούσα, το να τον εκνευρίσω ήταν το τελευταίο που ήθελα, κάτι με προειδοποιούσε πως δεν θα γλίτωνα εύκολα από αυτόν και βαθιά μέσα μου άρχιζα να αναρωτιέμαι αν τελικά, ήθελα να γλιτώσω. "Ευχαριστώ, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι κατάλληλη για τραγουδίστρια. Οι φωνητικές μου ικανότητες δεν επαρκούν. Αν και, πιστεύω πως είναι καλύτερα όπως ακριβώς είναι το γκρουπ. Γιατί να αλλάξει η σύνθεση όταν η 'χημεία' είναι πολύ καλή." "Ναι, ίσως έχεις δίκιο, όμως τα ίδια τα παιδιά το ζητούν. Και, είναι πολύ δύσκολο να βρεις ικανή για φωνητικά κοπέλα αυτήν την εποχή." Απάντησα χωρίς να είμαι σίγουρη ότι αυτό ήθελα να πω. "Αλήθεια; Και εγώ πίστευα πως είναι πολλές οι υποψήφιες τραγουδίστριες που ψάχνουν μια τέτοια ευκαιρία. Άλλωστε ο μισός πληθυσμός της χώρας ακούει τον υπόλοιπο μισό που βρίσκεται σε μια πίστα και τραγουδάει. Αυτό τουλάχιστον έχω ακούσει." Από ότι φάνηκε τον βόλεψε πολύ η απάντηση μου. "Ναι, έτσι είναι. Όμως δεν είναι αρκετά εξοικειωμένες με το ροκ γενικά. Ακόμα και οι λίγες που θα μπορούσαν να προσπαθήσουν εδώ, δεν ήξεραν ούτε τα μισά τραγούδια του προγράμματος." Δεν βρήκα κάτι έξυπνο για να απαντήσω και γύρισα στην προηγούμενη ασχολία μου, άρχισα να σιγοτραγουδάω το Lady In Black που μόλις ξεκινούσε ενώ ο Φίλιππος συνέχιζε να με παρακολουθεί σαν θήραμα.

  14. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Η ιστορία που πρόκειται να διαβάσετε ανήκει στις απίστευτες εκείνες διηγήσεις που τις καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Αν τελικά είναι ή όχι αληθινά τα όσα περιγράφονται παρακάτω θα μείνει στην δική σας κρίση. Άλλωστε, μια απλή διήγηση θα διαβάσετε, χωρίς αποδείξεις για τα όσα υποστηρίζονται. Δεν περιγράφει την αλήθεια, άλλωστε κανείς δεν μπορεί να πει τι ακριβώς είναι αληθινό, αλλά ούτε και απλά ψέματα θα βρείτε εδώ. Η ιστορία περιγράφει μια περίοδο της ζωής της Βίκυς. Η Βίκυ είναι μια 24χρονή κοπέλα με ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Μπορεί να προαισθανθεί κάποια σημαντικά γεγονότα, επίσης - όπως πολλοί από εμάς - γοητεύεται από κάποιες ταινίες. Οι αγαπημένες της είναι τα θρίλερ, οι ταινίες τρόμου που έχουν ως κύριο θέμα τους Βρυκόλακες. Τα πλάσματα της μεσαιωνικής φαντασίας που ακόμα και σήμερα γοητεύουν πολλούς. Για όλους μας οι Βρυκόλακες είναι πλάσματα που δεν υπάρχουν, ή μάλλον που υπάρχουν μόνο στην φαντασία. Θρύλοι μιας εποχής που οι άνθρωποι φοβόταν το σκοτάδι και τα πλάσματα που κυκλοφορούσαν την νύχτα. Αρπακτικά, έτσι θα τα χαρακτήριζε κάνεις, και αυτή είναι η αλήθεια. Τα Βαμπίρ είναι αρπακτικά, νυκτόβια και ανθρωποφάγα στην πλειοψηφία τους.

    Καλύτερα όμως να γυρίσω στην διήγηση της Βίκυς, άλλωστε είναι μια από τις δικές της ιστορίες και θα πρέπει να την διηγηθεί η ίδια. Μαζί όμως με την αρχή της ιστορίας της πρέπει να κάνουμε και έναν διαχωρισμό. Τελικά, πόσο μοιάζουν οι Βρυκόλακες των ταινιών με εκείνους της 'πραγματικότητας'; Καθόλου... Η εξήγηση ακολουθεί ως προς το που διαχωρίζονται...

    Στις ταινίες το Βαμπίρ εμφανίζεται σαν τον Γαλάζιο Πρίγκιπα, ο οποίος με την θεαματική του είσοδο από την, για ευνόητους λόγους, ανοιχτή μπαλκονόπορτα της ηρωίδας, μπαίνει και κάποιες φορές χωρίς να την ξυπνήσει, κάποιες άλλες με την απόλυτη συγκατάθεση της, την κάνει δική του. Εκείνος την δαγκώνει και εκείνη απολαμβάνει το δάγκωμα του σαν το φιλί του εραστή της αναστενάζοντας... Πόσο ρομαντικό ακούγεται... Ποιά δεν θα συμφωνούσε να της δοθεί αυτό το τόσο γλυκό φιλί; Αν ήταν όπως στην ταινία σίγουρα καμία, μόνο που στην πραγματικότητα που πρόκειται να περιγράψουμε είναι εντελώς διαφορετικό. Δεν αλλάζει το Βαμπίρ, η δίψα του για αίμα είναι ίδια, η κοπέλα όμως είναι διαφορετική. Σκέψου πως νιώθει όταν βρίσκει τον εαυτό της σε αυτήν την θέση. Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου σαν το επόμενο θήραμα; Να νιώθεις τους μυτερούς του κυνόδοντες να τρυπούν το ευαίσθητο δέρμα του λαιμού σου, το αίμα σου να δίνει ζωή, στον χειρότερο ίσως, εφιάλτη που σίγουρα ποτέ δεν κάλεσες; Να βλέπεις, σχεδόν, το χέρι του θανάτου να σε πλησιάζει, έτοιμο να σε αφήσει νεκρή, παγωμένη, στα χέρια του ενώ εσύ είσαι εντελώς ανίκανη να αντιδράσεις; Σίγουρα σκέφτεσαι πως δεν θα τον αφήσεις να σε κάνει το επόμενο θύμα του. Πιστεύεις πως μπορείς να παλέψεις, να αντισταθείς ίσως, μόνο που δεν είσαι πια εσύ! Είσαι βλέπεις υπνωτισμένη, στο απόλυτο έλεος του. Και καθώς η ψυχή σου ταξιδεύει σε έναν άλλο, παραμυθένιο κόσμο, στον κόσμο που εκείνος σε έστειλε με μια απλή, για αυτόν, γητειά, νιώθεις τον φόβο να σε τυλίγει. Φοβάσαι πως θα αφήσει τον κρύο θάνατο να σε πάρει στην άλλη όχθη. Δεν θες να χάσεις την ζωή που ακόμα δεν χόρτασες. Ούτε και αυτός το θέλει, όχι, του είσαι υπερβολικά πολύτιμη για να σε αφήσει στα κρύα χέρια του θανάτου. Η μοίρα σου μετά από εκείνο το φιλί δεν είναι ο θάνατος, που ίσως και να τον προτιμούσες αν είχες επιλογή...

    Όμως, μίλησα πολύ, είπα πάρα πολλά που δεν έπρεπε. Ίσως σας φόβισα, αν και δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Συγχωρήστε μου τον παρορμητισμό και διαγράψτε όσα διαβάσατε. Ελάτε μαζί μου στο ταξίδι που ετοιμάζομαι να ξεκινήσω. Η αρχή έγινε τον προηγούμενο Αύγουστο, 6 μήνες πριν, και το ταξίδι συνεχίζεται ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Ελάτε, ταξιδέψτε μαζί μου στις αρχές εκείνου του Αυγούστου χωρίς φόβο. Οι διηγήσεις δεν πρέπει να φοβίζουν τους αναγνώστες τους, και αυτή είναι ακριβώς αυτό, μια απλή διήγηση. Ξεκινάμε λοιπόν με εκείνη την ημέρα και την νύχτα της Παρασκευής, την νύχτα που η Μοίρα βρέθηκε μπροστά μου και όλη μου η ζωή άλλαξε. Τα σημάδια ήταν εκεί για όποιον θα έκανε τον κόπο να τα προσέξει, κάτι που πάντα έκανα, πάντα εκτός από εκείνη τη μέρα. Ας ξεκινήσω όμως χωρίς να σας κουράζω με την ακατάσχετη φλυαρία μου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

    Ο Μορφέας με ξέχασε και απόψε. Πέρασαν πια έξι μήνες. Έξι μήνες που έρχεται νωρίς, πολύ νωρίς το πρωί. Λίγο πριν η καινούρια μέρα γεννηθεί, λίγο πριν η ροδόχρωμη αυγή ξεκινήσει το ταξίδι της στον ουρανό. Έξι μήνες που όμως θα μπορούσαν να ήταν χρόνια, ίσως ακόμα και αιώνες. Μόνο που είναι μόλις έξι μήνες που έχουν μπει ανάμεσα στο σήμερα και σε εκείνο το βράδυ. Το βράδυ εκείνης της Παρασκευής, 4 Αυγούστου, στα γενέθλια της Ίρις, το πρώτο βράδυ που βγήκα μετά από πολύ καιρό . Η Ίρις είχε κλείσει τραπέζι στο Ιταλικό εστιατόριο που συχνάζαμε. Και όπως συνήθως συμβαίνει, όταν η Ίρις έχει αναλάβει την διοργάνωση, η συνέχεια είναι άγνωστη στους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να επακολουθήσει όταν η Ίρις είναι αυτή που κανονίζει την έξοδο...

    Παρασκευή, μέρα της Αφροδίτης. Πάντα λάτρευα αυτή την μέρα, ίσως γιατί, όπως μου είχε πει ο πατέρας - Ευγένιος, ο ιερέας που με μεγάλωσε, γεννήθηκα Παρασκευή. Ποτέ δεν κατάλαβα πως ήταν τόσο σίγουρος για αυτό. Όσες φορές και να τον έχω ρωτήσει - και είναι πολλές - η απάντηση του ήταν ίδια: "Βασιλική μου, κάποια πράγματα απλά τα γνωρίζουμε.". Για όλους τους άλλους είμαι η Βίκυ, για τον πατέρα - Ευγένιο όμως, δεν υπάρχω ως Βίκυ. Με βάφτισε Βασιλική και δεν δέχεται καμία αλλαγή. Όσο και αν το έχω προσπαθήσει ποτέ δεν κατάφερα να τον κάνω να με φωνάξει Βίκυ. "Σε βρήκα στην εκκλησία του Αγ. Βασιλείου, από εκεί πήρες το όνομα σου, και δεν μπορώ να στο αλλάξω έτσι απλά." το να συνεχίσω την συζήτηση μετά από αυτό, ήταν άδικος κόπος. Στο θέμα του ονόματος είναι απόλυτος, έτσι τα τελευταία 20 χρόνια, απλά το αποδέχτηκα. Τα πρώτα 5 χρόνια της ζωής μου δεν με πείραζε, όταν πήγα στο σχολείο όμως δεν μπορούσα να ακούω το 'Βασιλική' από όλους, το άλλαξα τότε, "Βίκυ, αυτό είναι το όνομα μου!" όλοι το αποδέχτηκαν, όλοι εκτός από εκείνον.

    Η έξοδος είχε κανονιστεί σχεδόν δύο βδομάδες πριν. Είχα υποσχεθεί ότι θα πήγαινα, και προσπαθώ να κρατάω τις υποσχέσεις μου. Άλλωστε τους 5 προηγούμενους μήνες δεν είχα βγει από το σπίτι μου παρά μόνο για να πάω στην δουλειά. Ο χωρισμός μου από τον Κώστα, τον άνθρωπό με τον οποίο πέρασα 3 χρόνια από την ζωή μου, ήταν μια από τις εμπειρίες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι από τα πράγματα που πάντα θα με κυνηγούν, ακόμα και αν κάποια στιγμή καταφέρω να το ξεπεράσω πάντα θα με στοιχειώνει. Εκείνο το βράδυ, ένιωθα την ανάγκη να βγω, ένιωθα το σπίτι να με πνίγει τις τελευταίες μέρες. Ήθελα να ξεφύγω από το παρελθόν κι όμως, ένα προαίσθημα με σταματούσε. <Ένα βράδυ με τα κορίτσια είναι, τι μπορεί να συμβεί;> έλεγα στον εαυτό μου προσπαθώντας να με καθησυχάσω. Αλλά ο κόμπος στο στομάχι μου δεν έλεγε να λυθεί. Συνήθως τα προαισθήματα μου είναι σωστά, συνήθως τα ακολουθώ. Αυτή την ημέρα όμως, ήθελα να κάνω λάθος. Ήθελα να μην είναι σωστό το προαίσθημα μου. Ήθελα, ευχόμουν η τύχη να είναι μαζί μου...

    Στην εταιρία έκλεισα 1 χρόνο τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η Ίρις είναι πιο παλιά κατά 6 μήνες και είχε προαχθεί από απλή αρθρογράφο σε αρχισυντάκτρια περιοδικού και υπεύθυνη τμήματος. Την προαγωγή την άξιζε, την χρονιά που εγώ έκανα απλά το master μου εκείνη δούλευε ήδη 2 χρόνια ταυτόχρονα με τις σπουδές της, και με πολύ καλύτερους βαθμούς. Είναι στην ηλικία μου, μόλις 2 μήνες μεγαλύτερη μου, κι όμως μπροστά της νιώθω μικρή σε θέματα εμπειρίας και ταυτόχρονα μεγάλη σε θέματα διασκέδασης. Δεν μπορώ να καταλάβω πως καταφέρνει να τα συνδυάζει τόσο καλά. Κάποια στιγμή που την είχα ρωτήσει μου απάντησε γελώντας πως είναι θέμα γονιδίων: " Αχ βρε Βίκυ! Είναι απλό! Πήρα την οργάνωση από τον μπαμπά και την όρεξη για διασκέδαση από την μαμά!" Ο πατέρας της είναι Γερμανός και η μητέρα της Ιταλίδα με ελληνικές ρίζες. Η ίδια μεγάλωσε στην Ελβετία σε οικοτροφείο, βλέποντας τους δικούς της στις διακοπές. Εγώ αντίθετα δεν γνώρισα τους γονείς μου. Ο πατέρας - Ευγένιος με μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο της πόλης και ποτέ δεν μου είπε κάτι για εκείνους, αν και πάντα πίστευα πως ήξερε. Αν και η τύχη δεν με ευνόησε στο θέμα των γονιών, με βοήθησε σε όλα - ή σχεδόν σε όλα - τα άλλα, κατάφερα να σπουδάσω με υποτροφία σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια τόσο για το πτυχίο στην δημοσιογραφία όσο και για το master στην αγγλική λογοτεχνία. Έτσι βρεθήκαμε, να δουλεύουμε στην ίδια εκδοτική εταιρία, εγώ ως αρθρογράφος εξαμηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού και μεταφράστρια από τα Αγγλικά, εκείνη αρχισυντάκτρια μηνιαίου γυναικείου περιοδικού και προϊσταμένη στο τμήμα μεταφράσεων από τα Γαλλικά. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν δουλεύουμε στα ίδια θέματα.

    Το πρωί της Παρασκευής πέρασε από το γραφείο μου πηγαίνοντας να πάρει καφέ και μου θύμισε για ακόμα μια φορά την βραδινή μας έξοδο. "Κοίτα να ετοιμαστείς για απόψε γιατί θα το κάψουμε!" Χαμογέλασα ενώ ένιωθα τον κόμπο στο στομάχι μου να βαραίνει. Ήθελα να της πω ότι δεν θα μπορούσα να πάω, δεν το έκανα όμως. "Καλά! Κοίτα μόνο μην με στήσεις και σε περιμένω έξω από το εστιατόριο!" Έφυγε χαμογελώντας αφού με διαβεβαίωσε ότι θα ήταν στην ώρα της. Η Μάριον ήρθε λίγο αργότερα στο γραφείο μου, δεν θα ερχόταν το βράδυ. "Ήρθε ο Κρίστοφερ για το Σαββατοκύριακο." είπε απλά και αυτό τα εξηγούσε όλα. Με τον Κρίστοφερ, ο οποίος έμενε σε διπλανή πόλη, έκλειναν 2 χρόνια δεσμού εκείνες τις μέρες και δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να την πείσει να έρθει μαζί μας. "Η Ίρις το ξέρει;" την ρώτησα, αν και ήξερα πως πρώτα ειδοποίησε την Ίρις και μετά εμένα. "Ναι. Θα είστε εσείς και η Έλενα. Η Άρτεμης και η Κέλυ έχουν πάρει άδεια και θα λείπουν από την πόλη." Δεν με πείραζε τόσο που θα έλλειπαν οι δύο τους. Ποτέ δεν ήρθαμε κοντά, απλά έτυχε να βρεθούμε στην ίδια παρέα.

    Με την Μάριον γνωριζόμασταν από το σχολείο. Στο λύκειο εγώ ήμουν η 'αναρχική' εκείνη ήταν 'εκείνο το καλό κορίτσι' ακόμα έτσι είναι, καλό κορίτσι. Μεγάλωσε σε εύπορη οικογένεια, μοναχοπαίδι, με γαλλικά και μπαλέτο, και ήταν το ακριβώς αντίθετο από μένα. Οι γονείς της - ευτυχώς - ήταν και είναι ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι. Ήξερα συμμαθητές μου που, σχεδόν, δεν μου μιλούσαν μόνο και μόνο γιατί, για τους γονείς τους ήμουν 'η σχεδόν αλλήτισα'. Δεν με πείραζε, ήξερα ποια ήμουν από τότε. Με τα παιδιά εκείνα δεν ξανασυναντήθηκα, ίσως τους δώ ξανά στην συνάντηση μας τον επόμενο Ιούλιο, αν έρθουν, αν τελικά πάω. Την Έλενα, την τελευταία από αυτές που θεωρώ κολλητές μου, την γνώρισα στην δουλειά, είναι ένα χρόνο μικρότερη μου. Δουλεύουμε μαζί στο περιοδικό, σε διαφορετικά θέματα, εκείνη έχει αναλάβει την ελληνική λογοτεχνία. Δεν μιλάει σχεδόν ποτέ για την οικογένεια της. Ξέρω μόνο πως δεν είναι από εδώ, δεν έχει τολμήσει κανείς να την ρωτήσει από που έρχεται. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως έχει μια ιστορία που την κυνηγάει θα έλεγε κανείς σαν Ερινύα. Τα σκούρα καστανά της μάτια κρύβουν καλά τον πόνο που ξέρω ότι νιώθει. Ίσως γι' αυτό να την συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Είναι από τα άτομα εκείνα που δεν ζητάνε ποτέ βοήθεια αν και ίσως να την χρειάζονται περισσότερο από όλους. Κάποια στιγμή την ρώτησα ποιό είναι το δικό της άπιαστο όνειρο, η απάντησή της ήταν: "Να γίνω, απλά ευτυχισμένη." Πλέον δεν υπήρχε τίποτα που να μπορώ να την ρωτήσω ούτε για το παρελθόν, αλλά ούτε και για το μέλλον της. Το παρόν ήταν και είναι το μόνο σημείο συζήτησης μεταξύ μας. Τουλάχιστον το παρόν δεν πληγώνει.

    Πριν φύγουμε εκείνο το μεσημέρι η Ίρις ήρθε ξανά από το γραφείο μου, "Έμαθες πως θα είμαστε μόνο οι τρεις μας απόψε; Εγώ, εσύ και η Έλενα." Χαμογέλασα, "Ναι! Μου το είπε η Μάριον πριν λίγο. Και έτσι, θα είμαστε τρία μικρά ανυπεράσπιστα κοριτσάκια μέσα στην μεγάλη πόλη;" Η φωνή μου έφερνε σε 5χρονό και το γέλιο της Ίρις αντήχησε σχεδόν σε όλο τον όροφο. "Μα, εμείς δεν τον φοβόμαστε τον μεγάλο κακό λύκο! Σωστά;" συμφώνησα γελώντας. Η Ίρις έχει ένα 'θείο' χάρισμα, μπορεί να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και αν είσαι σε κατάθλιψη. Φεύγοντας από την δουλειά δεν ένιωθα πια τον κόμπο στο στομάχι μου, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αν και το φοβόμουν, τελικά κατάφερα να ηρεμήσω και να ξεκουραστώ, και ο κόμπος στο στομάχι μου δεν εμφανίστηκε ξανά εκείνο το απόγευμα. Ετοιμάστηκα με ηρεμία και στις 19:30 ήμουν ήδη στον δρόμο για το εστιατόριο. Η διαδρομή από το σπίτι μου δεν είναι πάνω από 15' με τα πόδια, είχα όσο χρόνο ήθελα για να φτάσω.

    Το μαύρο είναι το αγαπημένο μου χρώμα, και αν και ο Αύγουστος ήταν καυτός δεν το αποχωρίζομαι ποτέ. Το παντελόνι μου ταίριαζε απόλυτα με το μαύρο T-shirt, ενώ τα ασημένια μου mules έδεναν αρμονικά με το ασημένιο περίγραμμα του Μονόκερου που κοσμούσε το μπλουζάκι μου. Τα μαλλιά μου δεν είναι πολύ μακριά έτσι η μικρή αλογοουρά δεν ήταν επιλογή, αν και θα την ήθελα - ο Αύγουστος δεν ήταν ποτέ ο μήνας μου - ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει στην ραχοκοκαλιά μου και σκεφτόμουν πως, ευτυχώς δεν είχα μακιγιαριστεί πολύ. Ποτέ δεν μακιγιάρομαι πολύ. Πέρα την ενυδατική μου, λίγη σκούρα καφέ σκιά, μάσκαρα και λίγο γκλος δεν χρησιμοποιώ τίποτα. Το άρωμα μου αν και πλούσιο δεν αφήνει ποτέ έντονη μυρωδιά, έτσι ξέρω πως, απλά γίνομαι αντιληπτή στον χώρο.

  15. Τι έγινε βρε παιδιά? καλά έλειψα καιρό.....αλλά αυτο δεν το περιμένα....

     

    βρε Ιχώρ αφού δεν σε παίρνει τι το προσπαθείς?

     

    τώρα βέββαια ένα δίκιο το έχεις γιατί κατάφερες επί 9 σελίδες να ασχολούνται μαζί σου αλλά έλεος.... ένας από τους Θεούς είναι ο Johny.. (O DEPP μην βαζουμε και ιδέες :)) άντε να φύγει η πολύ ζέστη.....

    για το χαρέμι...τι να σου πω...πασας στα Γιάννενα την είδες? από πότε καλέ? α έχω χάσει πολλά επεισοδια...μια επαναληψη παρακαλώ...μπας και βγαλώ άκρη....

     

    Νεφέλη γερά... οι κοπέλες του φόρουμ ειναι κοντά σου.... καλως σας ξαναβρήκα από Κέρκυρα.... :)

  16. Σείριε,

     

    εάν φρόντιζες επίσης να μην παίρνουμε περιττά κιλά (διότι πολλή μάσα προβλέπει το σχέδιό σου), κάνω επιτόπου αίτηση να αναλάβεις καθήκοντα Θεού!

     

    :clapping::worthy::clapping:

     

    ... πρός Θεού, τιγρέλα!! Αυτά εξυπακούονται...!!! :smilewink: Μιλάμε για ...service! :angel:

     

     

    :clapping::clapping::clapping::clapping::clapping::clapping::clapping::clapping:

     

    Από Δευτέρα πρωί πρωί αναλαμβάνεις....... :worthy:

  17. :063laugh::063laugh::063laugh: πως και δεν μηλήσαμε για την κοπελιά που έλεγε το number one?

     

    ε? μίλησαν ήδη στη tv "Αν στέλναμε ξανά την παπαρίζου με το Mambo θα την ξαναπέρναμε την Eurovision" και την ρωτήσανε την κοπέλα αν ήθελε να ξανατραβήξει ότι τράβηξε πέρσι? έφερε το τρόποαιο και άκουσε τα πάντα.....αν δεν το έφερνε θα άκουγε ακόμα περισσότερα.....και νομίζουν ότι θα ξαναπήγαινε???????? :063laugh:

     

    α ρε φλωρινιώτης που τους χρειάζετε..... να κάνει διασκεύη σε κανένα "πειράζει" και να πάει...να δεις τι θα λένε μετά..... :063laugh::063laugh: :blblbl:

     

    :angel:

  18. Ακουω πολλους ανθρωπους η μουσικη κατα ενα μεγαλο ποσοστο καθοριζει τη συμπεριφορα του ανθρωπου.Μου εφεραν για παραδειγμα οτι τα παιδια που ακουν τη μουσικη που ακουγεται στα club και στα "σκυλαδικα" ειναι καλυτερα στο χαρακτηρα και ποιο κοινωνικα , ποιο ήρεμα σε σχεση με εμενα που ακουω καφριλες (death/thrash metal και λιγο παλαιο black).Ασε που πηγε να με βγαλει σατάνι :headb: επειδη είπα οτι δεν πιστευω πλεον στο χριστιανο θεο(χωρις να θελω να θίξω τους χριστιανους καθολικους και ορθδοξους) αλλα καπου αλλου( :offtopic: ).Τελος πάντων να καταλιξω στο ερωτημα μου.Πιστευτετε οτι η μουσικη επιρεαζει ζωτικα τη συμπεριφορα του ανθρωπου?Αν θελετε σχολιαστε και τις παραπανω αποψεις.

     

     

    προσωπικά δεν βάζω ταμπέλες σε είδη μουσικής... ακούω αυτό που μου αρέσει ανάλόγως τις ώρες...από κλασική μέχρι ροκ και από κάποια κομάτια χιπ χοπ μέχρι κάποια της Βίσσης ή της Βανδής και της Παπαρίζου...

    Πάντως τα σκυλάδικα τύπου κάποιων νέων ξανθών ξεπλυμάτων δεν τα αντέχω καν...(ούτε κάτι άφωνους των ριάλιτι) αλλά δεν έχω κάτσει να πω ποτέ ότι ακούω κάτι και είμαι έτσι...

    οτί η μου΄σική που ακούω εππηρεάζει΄την ψυχολογία μου και η ψυχολογία μου την μουσική που ακούω είναι σίγουρο.....(ίσως το μόνο σίγουρο) :angel:

  19. :clapping: Το ότι το χάρηκα ιδιαιτέρως που η Φινλανδία κέρδισε μετά από....το '61 που ξεκίνησε τις συμέτοχες της :first: και που πάντα "πάτωνε" και οτί το τραγούδι ήταν Hard Rock σε POP διαγωνισμό δεν χρειάζεται καν να το πω... :8_1_209[1]: :rock: εννοείται!!!!!!

     

    το ότι δεν μου άρεσαν ιδιαιτέρως οι Λιθουανοί αλλά με την επανάληψη του ίδιου στίχου "WE'RE THE WINNERS OF EUROVISION" άφησαν το στίγμα τους......(και μια μικρή "πλύση εγκεφάλου"...)

     

    όσο για τον ρώσο.... αν έχουν τέτοια γούστα οι ρώσοι....μπας και φτέει η πολλή βότκα??? :)

     

    η δική μας συμετοχή (αν και από τα 4 υποψήφια τραγούδια του "EVERYTHING" μ'άρεσε) δεν ήταν και ότι καλύτερο.... πάλι καλά να λένε που δεν πάτωσε να πάει μετά την Μάλτα....

    Αλήθεια αν στέλναμε ξανά την Παπαρίζου μήπως θα κάναμε το διπλό όπως η Ιρλανδία τότε?????

     

    η Νορβηγία ήταν πάρα πολύ καλή...αλλά.... όχι για αυτόν τον διαγωνισμό...(κάτι ξέρει η Ιταλία....)

     

    όσο για του χρόνου..... ίσως δεν το ξέρετε (μάλλον είναι άγνωστο στους εκτός Κέρκυρας) αλλά στο καρναβάλι μας (όταν γίνετε μιας και φέτος δεν είχαν λεφτά :headb:) έχουμε τον μοναδικό στον κόσμο (θα έλεγα) καρνάβαλο που μιλάει... όποτε του χρόνου γιατί να μην στείλουμε τον καρνάβαλό μας να τραγουδήσει???? να δειτέ τι 12αρια θα μαζέψουμε.....

    το στυλ τραγουδιού το αφήνω στους ειδικούς να το αποφασίσουν... καμμία ιδέα??? :063laugh::whistling:

  20. αν θέλετε μυστήριο με στοιχιωμένα σπίτια το "Rose Red" του Stephen King είναι αρκετά καλό και ξεφεύγει της λογικής "3 το πολύ επιζόντες στο τέλος...." (μένουν 5....)

     

    η αυτοκρατρία των λύκων (αν και διαφορετικό απο το βιβλίο) και το Crash είναι πολύ καλά....

     

    καλή διασκέδαση :)

×
×
  • Create New...